Ταλαντούχα, γλυκιά, προσιτή. Η κυρία Έλενα Βότση σε παρασύρει με τις ιστορίες που έχει να σου διηγηθεί από την καριέρα της. Τι κι αν η τηλεφωνική μας επικοινωνία διακόπηκε μερικές φορές μιας και έπρεπε να εξυπηρετήσει τους πελάτες που έμπαιναν στο κατάστημά της στην Υδρα, το ενδιαφέρον μου παρέμεινε αμείωτο να ακούσω μέχρι το τελευταίο λεπτό της συνομιλίας μας κάθε πτυχή της συναρπαστικής καλλιτεχνικής της πορείας.
Είστε η καλλιτέχνης που βρίσκεται πίσω από τον σχεδιασμό της πρόσοψης των μεταλλίων, ένα σχέδιο που θα παραμείνει χαραγμένο και τα επόμενα μετάλλια των Ολυμπιακών Αγώνων που θα ακολουθήσουν. Από το 2003, που σας ανατέθηκε το project, μέχρι σήμερα περιγράψτε μας τα στάδια αυτού του δημιουργικού ταξιδιού αλλά και τα συναισθήματά σας.
Σίγουρα αυτή η τιμή και εμπειρία είναι κάτι που ακόμα και τώρα μου είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσω. Οταν έλαβα την πρόσκληση για συμμετοχή στο διεθνή αυτό διαγωνισμό, ανώνυμα, το μυαλό μου δεν μπορούσε να φανταστεί τη συνέχεια. Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη μέρα, ήμουν στο μαγαζί στο Κολωνάκι και έρχεται ο φάκελος και δεν πίστευα αυτό που διάβαζα: “Που με βρήκανε; Τι έγινε;”, σκεφτόμουν.Διάβασα την πρόσκληση και επειδή έπρεπε να κρατήσουμε σιγή ιχθύος, το διάβασα και το «κατάπια». Μάζεψα τα βιβλία μου και αποτραβήχτηκα στην Ύδρα για να σκεφτώ το σχέδιο που θα παρουσίαζα. Το ίδιο και αργότερα, όταν μου ανακοινώθηκε η επιλογή του δικού μου σχεδίου που θα κοσμεί το Ολυμπιακό μετάλλιο, δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω. Θυμάμαι ότι ζήτησα απλά ένα ποτήρι νερό, χωρίς να έχω καταλάβει το μέγεθος αυτής της ανακοίνωσης. Μάλιστα την ίδια μέρα έμαθα ότι ήμουν έγκυος στον γιο μου Νικόλα. Το μετάλλιο άλλαζε μορφή σχεδόν 60 χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες στη Ρώμη και αποκτούσε επιτέλους ελληνικό χαρακτήρα. Η θεά Νίκη, το Καλλιμάρμαρο, ο Παρθενώνας, θα ήταν στην κύρια όψη του μεταλλίου θυμίζοντας σε όλους μας τη θέση και τη σημασία της Ελλάδας μέσα στην ιστορία.
Ίσως λίγο να συνειδητοποίησα τι γίνεται όταν άρχισαν οι πρώτες συνεντεύξεις στα τηλεοπτικά κανάλια, του εξωτερικού μόνο, CNN, BBC, ΝΒC, National Geographic κα. Θυμάμαι που το εθνικό κανάλι της Κίνας μας ενημέρωσε ότι η εκπομπή με τη συνέντευξη μου θα παιζόταν σε επανάληψη την ημέρα της Πρωτοχρονιάς ώστε να είναι όλοι σπίτι και να την παρακολουθήσουν, μιας και ήταν η μέρα με τις μεγαλύτερες τηλεθεάσεις. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να το πιστέψω, η χαρά να βλέπω τους πρωταγωνιστές των αγώνων, τον ενθουσιασμό τους, τα δάκρια όταν τους περνάνε γύρω από το λαιμό το μετάλλιο, είναι απερίγραπτη.
Πέρα από τα μετάλλια για τους Ολυμπιακούς αγώνες το ηχηρό βιογραφικό σας μετρά συνεργασίες με την Εθνική Πινακοθήκη, το Μουσείο της Ακρόπολης, το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο Κυκλαδικής τέχνης, το Ιστορικό Αρχείο Μουσείο Ύδρας και το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή μεταξύ άλλων. Παρατηρώντας κάθε σχέδιο συμπεραίνει κανείς ότι αναδεικνύουν την ελληνικότητα μέσα από ένα σύγχρονο και εκλεκτικό πρίσμα. Τι σας εμπνέει και πως καταφέρνετε να ενσωματώνετε στα σχέδιά σας πολιτισμικά στοιχεία και αναφορές δίνοντας ζωή σε δημιουργίες που γιορτάζουν την ιστορία της χώρας;
Μου αρέσει να μου δίνουν ένα θέμα, ένα «πρόβλημα», αν θέλετε, και εγώ να προσπαθώ να το λύσω. Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι χρειάζεται να ενσωματώσω τα δικά μου προσωπικά στοιχεία με τα στοιχεία του εκάστοτε συνεργάτη. Αυτό έκανα στο Ολυμπιακό μετάλλιο, αυτό στο Βραβείο της Δημοκρατίας, για το Δήμο Αθηναίων, αυτό και στη συνεργασία μου με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο προσφάτως.
Σίγουρα στην «προσαρμοστικότητα» αυτή με βοήθησαν οι σπουδές μου στη Σχολή Καλών Τεχνών με κατεύθυνση τη ζωγραφική. Επίσης ζούμε σε μια χώρα με υπέροχα στοιχεία, μοναδικούς αρχαιολογικούς χώρους και τοπία απίστευτου κάλλους. Είναι μοναδικό το πάντρεμα που μπορεί να γίνει μεταξύ του χθες και του σήμερα. Κρατάμε την ιστορία και το παρελθόν μας σαν βάση και το εξελίσσουμε με στόχο να προχωρήσουμε μπροστά και να δημιουργήσουμε κάτι καινούριο.
Δεν μπορώ βέβαια να μην σας ρωτήσω για τις συνεργασίες σας με τον Ralph Lauren αλλά και τον οίκο Gucci. Πως προέκυψαν;
Θα σας έλεγαν ότι προέκυψαν με τον πιο απλό και τυχαίο τρόπο. Το πρωί ο πρόεδρος του οίκου Gucci έκανε βόλτα στο λιμάνι της Ύδρας και το επόμενο βράδυ με προσκάλεσε σε γεύμα να μιλήσουμε για τη συνεργασία μας. Ζήτησε το βιογραφικό και το portfolio να σταλούν στη Φλωρεντία και σε μία εβδομάδα έλαβα τα εισιτήρια για το πρώτο μου ραντεβού με τον Tom Ford. Κάτι ανάλογο έγινε και στην περίπτωση του Ralph Lauren. Στενή συνεργάτιδα του και μετέπειτα προσωπική μου φίλη, πελάτισσα ετών της οποίας τη θέση αγνοούσα, με ρώτησε αν θα ήθελα να συνεργαστούμε. Επειδή μου ήταν δύσκολο εκείνη την περίοδο να ταξιδέψω στη Νέα Υόρκη, ήρθε το team του Ralph Lauren στην Ελλάδα κι έτσι ξεκίνησε μια μοναδική συνεργασία που δημιούργησε υπέροχους δεσμούς με ξεχωριστούς ανθρώπους.
Οι ρίζες σας κρατάνε από την Ύδρα. Πως το νησί έχει διαμορφώσει την σχεδιαστική αισθητική σας;
Νομίζω τα ταξίδια μαζί με τον πατέρα μου, ως παιδί, και οι επισκέψεις κάθε καλοκαίρι στο πατρικό μας σπίτι ήταν αυτά που με έφεραν κοντά στην τέχνη και πιο συγκεκριμένα στο κόσμημα. Θαύμαζα τη μητέρα μου και τις φίλες της, μαζί με τις υπόλοιπες κυρίες, που κατέβαινα στο λιμάνι καλοντυμένες με τα υπέροχα κοσμήματά τους και ένιωθα ότι έμπαινα κι εγώ σε αυτό το μοναδικό παραμύθι. Παρατηρούσα τις κινήσεις τους, τη λάμψη και τους όγκους των κοσμημάτων τους και ένιωθα ότι κάπου εκεί θα ήθελα κι εγώ να ανήκω. Και τελικά, με πολύ δουλειά και υπομονή, νομίζω ότι ίσως τελικά να τα κατάφερα.
Θεωρείτε ότι έχει αλλάξει σήμερα η σχέση των γυναικών με το κόσμημα;
Δε νομίζω ότι έχει αλλάξει. Πάντα άρεσαν τα κοσμήματα στις γυναίκες και είμαι σίγουρη ότι θα συνεχίσουν να αρέσουν. Πάντα θα ψάχνουν για το μοναδικό, το ιδιαίτερο, αυτό που θα τις κάνει να αισθάνονται όμορφα φορώντας το, αυτό που θα μιλήσει κατευθείαν στην καρδιά τους. Είτε είναι κάτι ακριβό, είτε είναι κάτι πιο προσιτό, η χαρά είναι πάντα η ίδια. Ακόμα χτυπάει η καρδιά μου όταν δω ένα ιδιαίτερο κόσμημα. Αυτό το «καρδιοχτύπι» μπροστά σε κάτι μοναδικό, νομίζω δεν περνάει εύκολα…