«Είναι ένα πολύ θλιβερό γεγονός», δήλωσε η Αμερικανίδα σχεδιάστρια Diane von Furstenberg. «Ο Ungaro φέρνει στο νου αναμνήσεις από τα νιάτα μου… αλλά και τα εμβληματικά του χαριτωμένα, σέξι φορεμάτα με μοτίβα».
«Τον γνώριζα, τον λάτρευα και τον αγαπούσα», δήλωσε ο Γάλλος σχεδιαστής Alber Elbaz. «Μια φορά σε ένα γεύμα στο σπίτι του, τον ρώτησα: “Τι έμαθες από τα χρόνια που πέρασες στον Balenciaga;”, “Σιωπή και αυστηρότητα” είπε. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι τόσο όμορφο και έξυπνο. Είναι ίσως ότι αγαπώ και εγώ περισσότερο στη μόδα- τη σιωπή και την αυστηρότητα». Δίπλα στον Balenciaga έμαθε να σχεδιάζει κολακευτικές γραμμές, να χρησιμοποιεί τα χρώματα αλλά και να ντραπάρει τα υφάσματα απευθείας πάνω στα μοντέλα. Αργότερα, δουλεύοντας πλάι στον Courréges εξερεύνησε τις Space Age αναφορές του δασκάλου του. Καλλιέργησε τη φήμη του για τον αριστοτεχνικό πειραματισμό του με έντονα χρώματα και φανταχτερά μοτίβα, δημιουργώντας ρούχα που είχαν μια εκλεκτική γοητεία παλιάς εποχής. Μαζί με τον Yves Saint Laurent, καθιέρωσαν τις ready-to-wear συλλογές ως την ευκολοφόρετη εναλλακτική της υψηλής ραπτικής.
Ανάμεσα στις πρώτες πελάτισσές του ήταν η Jackie Kennedy και η Γαλλίδα socialite Marie-Hélène de Rothschild, η οποία τον βοήθησε να εισάγει το πολύχρωμο, σαγηνευτικό σχεδιαστικό του σύμπαν στην υψηλή κοινωνία. Αντλώντας έμπνευση από την οδό Carnaby στο Λονδίνο,και το κίνημα των hippies , η σχεδιαστική φιλοσοφία του brand συνδέθηκε με το λαμπερό μεσογειακό στυλ γεμάτο από μεθυστικά χρώματα, αρκετό πουά, στρώσεις από βολάν και τολμηρά κοψίματα.
Μέχρι το 2001, η τελευταία χρονιά που σχεδίασε ο ίδιος ο Emanuel Ungaro πριν παραχωρήσει την πλήρη καλλιτεχνική εποπτεία οίκου στον ήδη μαθητευόμενό του από το 1997 Giambattista Valli, οι συλλογές του χαρακτηρίστηκαν από πολύπλοκα σύνολα τα οποία συχνά έφερναν στο προσκήνιο decadent στοιχεία. Ο Ungaro αποσύρθηκε το 2004 σε ηλικία 72 ετών πουλώντας τον οίκο στον μεγιστάνα της Silicon Valley Asim Abdullah με τον ίδιο τον σχεδιαστή να δηλώνει με παράπονο πως «ο κόσμος της υψηλής ραπτικής δεν συνάδει πλέον με τις προσδοκίες των σύγχρονων γυναικών». Στο επιχειρηματικό μέτωπο, ο οίκος πέρασε μέσα από αρκετές Συμπληγάδες κατά τη διάρκεια των ετών. Μετά την αποχώρηση του Ungaro, αρκετοί σχεδιαστές μόδας βρέθηκαν στα ηνία της εταιρίας συμπεριλαμβανομένου και του Esteban Cortazar. Το 2009 έκπληξη προκάλεσε στη βιομηχανία της μόδας όταν η Lindsay Lohan βρέθηκε σε ρόλο Artistic Director να συνεργάζεται με την σχεδιάστρια Estrella Archs. Η Lohan αποχώρησε από την εταιρεία ένα χρόνο αργότερα, όταν ανακοινώθηκε ότι θα την αντικαταστήσει ο Βρετανός σχεδιαστής Giles Deacon, ένα πρόσωπο στο οποίο οι φανατικοί του οίκου εναπόθεσαν τις ελπίδες τους για να αναζωογονήσει την εταιρεία μετά τον ατυχές (;) στιγματισμό της από τη θητεία της Lohan. Δύο χρόνια αργότερα, ο Deacon αντικαταστάθηκε από τον Fausto Puglisi, και το 2017 ο πρώην σχεδιαστής της γυναικείας σειράς του Giorgio Armani, ο Marco Colagrossi, ανέλαβε ως καλλιτεχνικός διευθυντής. Ο Ιταλός σχεδιαστής στην προσπάθειά του να αναβιώσει τους κώδικες του οίκου –φλοράλ, ρίγες και πουά- αναβάθμισε την 80s σέξι αισθητική καμουφλάροντας με τα αισιόδοξα μοτίβα ακόμα και δερμάτινα σύνολα, ενώ μία capsule συνεργασία με το it-brand Μalone Souliers προσέφερε μία σειρά από εξίσου λαχταριστά παπούτσια.
Ο διακεκριμένος ιστορικός μόδας Olivier Saillard ανέφερε στο παρελθόν σχετικά με την αποχώρηση του Emanuel Ungaro από τον ομώνυμο οίκος, «ο Emanuel Ungaro θα συνεχίσει να σχεδιάζει υψηλή ραπτική για λίγα χρόνια ακόμα. Όπως ο μέντοράς του ο σπουδαίος Cristóbal Balenciaga έκανε την είσοδό του στο χώρο της μόδας με διακριτικότητα και κομψότητα, προτιμώντας να δημιουργήσει ισχυρές σχέσεις με τους εκλεπτυσμένους πελάτες του παρά να ακολουθεί πιστά τις τάσεις. Διατηρώντα την ιδιότητα του couturier για τρία ακόμα χρόνια ήταν ο τρόπος του για να δείξει την αξιοπρέπεια που ένιωθε για αυτό τον ρόλο και τη ζωή του. Είναι ένας από εκείνους τους καλλιτέχνες που χρησιμοποίησαν το ταλέντο τους με ένα πραγματικό αίσθημα ευγένειας ».
Ο συνδυασμός ζιβάγκο με κολάν κάτω από ένα αμάνικο παλτό καθιερώθηκε ως μία από τις πιο εμβληματικές σιλουέτες των 60s η οποία είκοσι χρόνια μετά επαναπροσδιορίστηκε από αρκετούς σχεδιαστές. Έχοντας σύμμαχό του τη σχεδιάστρια υφασμάτων Sonia Knapp, ο Ungaro ανέπτυξε βαθμιαία μια ρομαντική θεατρικότητα στις γραμμές του την οποία εξέλιξε πλήρως μια δεκαετία αργότερα. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 άρχισε να πειραματίζεται με –την μέχρι πρότινος τεχνική-ταμπού στους κύκλους των σχεδιαστών- ανάμειξη διαφορετικών υφών και μοτίβων, της οποία έγινε ο απόλυτος μάστερ.
Το 1980, αυτή η τολμηρή προσέγγιση βρήκε την πλήρη έκφρασή της σε μια συλλογή από casual αλλά περίπλοκα σύνολα, με φανταχτερά μοτίβα αλλά και τζάκετ με χρυσό φινίρισμα σετατερισμένα με δαντελένιες μπλούζες. Αυτό το σχεδιαστικό του ρίσκο πέρασε από τις συλλογές υψηλής ραπτικής στο σήμερα.
Τα σχέδιά του προορίζονταν για γυναίκες που επιλέγουν τα ρούχα τους ανεξάρτητα από το τί πιστεύουν οι άλλοι. Με την εμφάνιση του look «dress for success», το όραμα του Ungaro πρόσφερε στην χειραφετημένη γυναίκα με αυτοπεποίθηση και εκείνη που δεν συμβιβάζεται, την ευκαιρία για προσωπική έκφραση. Τα εντυπωσιακά υφάσματα της Knapp έκαναν τους ευφάνταστους συνδυασμούς του Ungaro να συγχρονίζονται, όσο αταίριαστα και να έδειχναν εκ πρώτης όψεως. Οι δημιουργίες του Ungaro αποσκοπούσαν στην ανάδειξη του sex appeal της γυναίκας χωρίς αυτή να γίνεται προκλητική. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως όταν σχεδίαζε ένα φόρεμα πάντα σκεφτόταν εάν οι γυναίκες θα έδειχναν σαγηνευτικές φορώντας το. Οι γυναίκες και η μουσική ήταν η έμπνευσή του. Τα σχέδια του έχουν την αντίθεση, την αρμονία και την ένταση μιας μουσικής σύνθεσης. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ένα φόρεμα Ungaro μπορούσε να αναγνωριστεί αμέσως από την διαγωνίως νταπαριστή φούστα, του έντονους ώμους με τα φαρδιά μανίκια που κούμπωναν στους καρπούς, την V-λαιμόκοψη ή τα μεταξωτά ζακάρ υφάσματα.
Μέχρι το 1985 ο Ungaro φάνηκε να επιτυγχάνει την απόλυτη σχεδιαστική ισορροπία, το αποτέλεσμα των σκέψεων και των ονείρων του. Έκτοτε επανέλαβε με διάφορες παραλλαγές τις εμβληματικές σιλουέτες με καμπύλες και βολάν, τα έξυπνα κοψίματα, την αίσθηση των χρωμάτων και τις αναμίξεις διαφορετικών μοτίβων χωρίς ποτέ να γίνονται βαρετά. Η αυτοπεποίθηση της γυναίκας Ungaro είναι επίσης ελκυστικά ευάλωτη επειδή τα σχέδια του αφήνουν ακάλυπτα διαφορετικά σημεία του σώματός της. Το ρομάντζο με την φούστα balloon ακολούθησε την εισαγωγή που είχε κάνει σε αυτή τη σιλουέτα σε αυτή τη σιλουέτα ο Christian Lacroix, αλλά ο Ungaro έγινε ακόμα πιο επιτυχημένος με το μίνι, σφιχτά τυλιγμένο στη γυναικεία σιλουέτα, φόρεμά του. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 τα καλοκαιρινά gypsy-inspired φορέματά του χαρακτηρίστηκαν από τις μικροσκοπικές balloon φούστες, μεγάλα φουσκωτά μανίκια και τα έντονα φλοράλ. Ο Ungaro ονόμασε αυτό το στυλ ως το «νέο μπαρόκ» ενώ 1991 λάνσαρε την προσιτή σειρά Emanuel , με τη διάσημη στενή σιλουέτα Ungaro να ταυτίζεται με ένα μίνι πιε-ντε-πουλ φόρεμα με μακριά μανίκια.
Σίγουρα τα σχέδια του Ungaro απαιτούν μια κομψή σιλουέτα, όμως η έμφαση στους ώμους και τους γοφούς μπορεί επίσης να κολακεύσει αρκετούς σωματότυπους προσεγγίζοντας με σεβασμό στη θυληκότητα την αισθησιακή σιλουέτα-κλεψύδρα. Μας δίδαξε ςπίσης ότι οι διαγώνιες γραμμές αδυνατίζουν. Στόχος του ήταν να αποθεώσει τη γυναίκα, και το κατάφερε!