Εχει φτάσει στο «Cavo Tagoo» της Μυκόνου λίγες ώρες πριν από μένα. Στο Instagram ανεβάζει φωτογραφίες και αποθεώνει το ξενοδοχείο, τη θέα και το νησί. Η Μαίρη Κατράντζου, το παιδί-θαύμα της βρετανικής και πλέον της παγκόσμιας μόδας, είναι συνεχώς χαμογελαστή και διαθέτει ένα σπάνιο εφηβικό ενθουσιασμό.
Πίνουμε καφέ -χωρίς ζάχαρη γιατί προσέχουμε και οι δύο- και της σχολιάζω το γεγονός ότι δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις. «Eίμαι ντροπαλή, αν και μικρότερη ήμουν περισσότερο», εξηγεί. «Μαζί με την ομάδα μου, άλλωστε, βρισκόμαστε συνεχώς μέσα σε ένα αεροπλάνο και ταξιδεύουμε. Οι ώρες της ημέρας δεν μας φτάνουν. Και όταν, όμως, βρίσκομαι στην έδρα μου, το Λονδίνο, υπάρχει ασφυκτικό πρόγραμμα». Τη ρωτώ για το καθημερινό της πρόγραμμα , παίρνει μια ανάσα και αφήνει να εννοηθεί ότι πρόκειται για πραγματική τρέλα. «Καθώς η εταιρεία μεγαλώνει, οι φιλοδοξίες αλλάζουν και υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις. Οταν ξεκίνησα, δεν είχα καθόλου δική μου κοινωνική ζωή -ευτυχώς ή ίσως δυστυχώς-, καθώς ο φίλος μου είναι γιατρός, έχει πολλή πίεση η δουλειά του κι έτσι έπρεπε να απομακρυνθούμε από οτιδήποτε κοινωνικό. Αυτό συνέβη και γιατί ζούσαμε στο Λονδίνο και οι περισσότεροι στενοί φίλοι μας είναι στην Ελλάδα. Οταν ξεκίνησα την εταιρεία μου, έπρεπε να πηγαίνω σε εκδηλώσεις – και αυτό με κούραζε. Τώρα αντιμετωπίζω πιο χαλαρά την κοινωνική πλευρά των πραγμάτων και έχω βρει την ισορροπία. Ο πρωταθλητισμός, πάντως, απαιτεί κούραση και πολλές θυσίες. Είναι πολύ εύκολο να πέσεις θύμα ενός περίγυρου που να σου λέει πόσο “θεός” είσαι και να χάσεις το μέτρο».
Η Μαίρη Κατράντζου διένυσε τον ανταγωνιστικό δρόμο της μόδας με γρήγορα και σταθερά βήματα, μεταφέροντας την αρχιτεκτονική οπτική της και την αγάπη για τα print στις δημιουργίες της. Το στυλ με τα ασυνήθιστα μοτίβα που άλλοτε απεικονίζουν μπουκάλια, γεωμετρικά σχήματα και άλλοτε αντλούν την έμπνευσή τους από την ελληνική μυθολογία και τον Disney, την καθιέρωσαν σχετικά γρήγορα. Η διεθνής κοινότητα υποκλίθηκε στο ταλέντο της . Είναι γαλουχημένη μέσα στον κόσμο του design. Γεννημένη στην Ελλάδα, μυείται στον σχεδιασμό από πολύ μικρή. Η γιαγιά της σχεδιάζει φωτιστικά, η μητέρα της είναι επιχειρηματυίας και διακοσμήτρια και ο πατέρας της είναι επιχειρηματίας που ασχολείται με τα συστήματα ασφαλείας, λόγω οικογενειακής παράδοσης, όμως, γνωρίζει καλά και από υφάσματα. Οσο για τον παππού της Νίκο, που έκανε το οικογενειακό επίθετο γνωστό στο πανελλήνιο των προηγούμενων γενεών, ήταν ιδρυτής των καταστημάτων Κατράντζος που λάνσαρε στην ελληνική αγορά τα πρώτα σπορτέξ παπούτσια.
Η Μαίρη δεν τα πρόλαβε: «Οταν γεννήθηκα το κατάστημα Κατράντζος Σπορ δεν υπήρχε. Είχε καταστραφεί κάποια χρόνια πριν. Μου μιλούν πολύ συχνά όμως γι’ αυτό και έχω αντιληφθεί πόση σημαντική ιστορία είχε. Μου αρέσει και με συγκινεί. Οταν συνεργαστήκαμε με την Adidas, ανακάλυψα ότι ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος που είχε φέρει τη μάρκα αυτή στην Ελλάδα».
Αρχικά επιθυμεί να γίνει αρχιτέκτονας, πιθανότατα η Ελληνίδα Zaha Ηadid, η οποία μετέπειτα θα φορέσει ρούχο της. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Rhode Island School of Design της Νέας Υόρκης και συνέχισε τις σπουδές της στο Central Saint Martins του Λονδίνου, όπου ασχολήθηκε με τη μόδα, τον σχεδιασμό υφασμάτων και μελέτησε πώς τα prints μπορούν να μεταμορφώσουν τη σιλουέτα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της κατάφερε να πουλήσει μια σειρά από στάμπες στον αμερικανικό οίκο Bill Blass, ενώ στη συνέχεια δούλεψε στο πλευρό της σχεδιάστριας Σοφίας Κοκοσαλάκη.
Το 2010 ήταν νικήτρια του ελβετικού διαγωνισμού Swiss Textiles Award, με χρηματικό έπαθλο 100.000 ευρώ. Το 2011 παίρνει το Emerging Designer Award, ενώ το 2015 το βραβείο New Establishment Designer (και τα δύο στα British Fashion Awards) και βλέπει την καριέρα της να απογειώνεται. Την ίδια χρονιά της απονέμεται και το BFC/Vogue Designer Fashion Fund Award, το οποίο συνοδεύτηκε από 200.000 λίρες. «Ζωγραφίζω από πολύ μικρή», παραδέχεται ανατρέχοντας στο παρελθόν. «Στην εφηβεία ζωγράφιζα με πινέλο και σχεδίαζα. Οταν άρχισα να κάνω δισδιάστατα μοτίβα, με prints, κατάλαβα ότι ήμουν καλή σε αυτό, ενώ λειτουργούσε και σαν μια μορφή αυτοσυγκέντρωσης για μένα. Θυμάμαι ότι είχα μια κουβέρτα, την οποία είχα καταστρέψει εντελώς γιατί όλη νύχτα στο κρεβάτι μου τη ζωγράφιζα και έβαφα πάνω της. Η μητέρα μου την έχει ακόμη».
Εκτός από το δικό της brand, που είναι πια αναγνωρισμένο διεθνώς, θα υπογράψει συνεργασίες και με άλλoυς μεγάλους οίκους όπως oι Swarovski, Adidas, Longchamp, Moncler. «Είναι ωραίο γιατί μ’ αυτές τις συνεργασίες έρχεσαι σε επαφή με ένα άλλο κοινό», τονίζει, ενώ αναφέρει ότι δεν ήξερε πως η Μελάνια Τραμπ θα επέλεγε δημιουργία της. «Ηταν έκπληξη!» λέει την ώρα που απολαμβάνει μια κρύα γουλιά καφέ και συμπληρώνει ότι πληροφορήθηκε το γεγονός από τη βρετανική «Vogue». Δεν είναι η πρώτη κυρία των ΗΠΑ που φοράει ρούχο της. Η Μισέλ Ομπάμα έχει μονοπωλήσει πολλές φορές τα φλας με cocktail dress by Mary Κatrantzou. «Δούλευε με μια καταπληκτική στυλίστρια, η οποία με πίστευε και της άρεσε η δουλειά μου. Αρχισε να τα φοράει η Μισέλ Ομπάμα, μια γυναίκα που την εκτιμώ και τη σέβομαι. Με κέρδισε ως προσωπικότητα όταν μαζί με άλλους σχεδιαστές των οποίων επέλεγε ρούχα, μας κάλεσε να περάσουμε μαζί της μια ημέρα στον Λευκό Οίκο, μας μίλησε ζεστά και μας συγκίνησε όλους. Οταν τελείωσε η γιορτή, μας πρότεινε να περάσουμε όμορφα τον υπόλοιπο χρόνο μας λέγοντας “θέλω να αισθανθείτε το σπίτι μου σπίτι σας”»!
Η Μαίρη επισκέπτεται σπάνια την Ελλάδα λόγω υποχρεώσεων. Στη Μύκονο βρέθηκε για τα εγκαίνια του pop up store που πραγματοποίησε το Enny Monaco και φιλοξενεί corner με δημιουργίες Katrantzou. «Η Ελλάδα με ξαναγυρίζει στα παλιά, στα εφηβικά χρόνια και στα καλοκαίρια που έζησα με τη γιαγιά μου-καλλιτέχνη και καταπληκτική μαγείρισσα, στην Ερέτρια αλλά και στις Σπέτσες. Λατρεύω τις Σπέτσες γιατί πέρασα εκεί όλα τα καλοκαίρια της ζωής μου, καλοκαίρια γεμάτα ποδήλατο έξω από το “Ποσειδώνιο”, σινεμά στην ταράτσα, πάρτυ στη “Figaro” και φλερτ. Μέχρι σήμερα, όταν συνομιλώ με ξένους τους προτείνω να πάνε οπωσδήποτε στις Σπέτσες». Η Μαίρη Κατράντζου δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα. Το κορίτσι που ξεκίνησε από ένα υπόγειο ατελιέ τα κατάφερε. Η υπογραφή της, τα prints και οι εμπνεύσεις της γίνονται εδώ και εννιά χρόνια σημείο αναφοράς. Η Μαίρη δεν κάνει μόδα, έχει αναγάγει την τέχνη σε μόδα αποκτώντας το δικό της μοναδικό προσωπικό στυλ. Τη ρωτώ ποιο είναι το πιο ωραίο κομπλιμέντο που έχει ακούσει για τη δουλειά της και μου απαντά: «To να θεωρούν τα ρούχα μου wearable art , δηλαδή τέχνη που φοριέται».