Η βιομηχανία της υψηλής μόδας έθετε πάντα τον πήχη των τιμών ψηλά, αλλά τον τελευταίο καιρό βλέπουμε μία εκτόξευση στις τιμές, ενώ παράλληλα οι σχεδιαστές δημιουργούν παρόμοια μεταξύ τους κομμάτια. Κάθε οίκος κατασκευάζει το ίδιο item με μοναδική διαφορά το λογότυπο. Για παράδειγμα, η Margaux τσάντα του οίκου The Row, μια πραγματική It-bag, έχει μια σωσία του οίκου Prada που κοστίζει μόλις 90 δολάρια πιο φθηνά.
Τα luxury brands αποδίδουν τις απότομες αυξήσεις των τιμών τους στον πληθωρισμό και το αυξανόμενο κόστος. Ο οίκος Gucci προσδοκούσε πολλά από τον Sabato De Sarno -νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του οίκου- ο οποίος έφερε έναν φρέσκο αέρα στις συλλογές, αλλά η αναφορά του Kering Group δείχνει πτώση εσόδων κατά 20%. Ακόμη και ο οίκος Hermès, ο οποίος στέκεται στην κορυφή της πυραμίδας, φαίνεται ότι αρχίζει να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα.
Το σύστημα ποσοστώσεων του οίκου Hermès καθιστά τις πολυπόθητες τσάντες του εξαιρετικά δύσκολο να αποκτηθούν, ακόμη και για τους πελάτες που είναι πρόθυμοι να επενδύσουν σε αυτές. Ένα στοιχείο που αυτή τη στιγμή δημιουργεί ερωτήματα είναι μία ψάθινη τσάντα μεσαίου μεγέθους-του οίκου- αξίας 10.400 δολαρίων που προσφέρεται σε «τυχαία» χρώματα, δηλαδή οι αγοραστές δεν μπορούν να επιλέξουν ουσιαστικά το προϊόν που παίρνουν. Η περιγραφή η οποία αναγράφεται κάτω από το προϊόν στο site του οίκου αναφέρει «τα σχέδια και τα χρώματα του προϊόντος σας θα είναι μια έκπληξη».
Το πολύ-αναμενόμενο ντεμπούτο της Chemena Kamali στον οίκο Chloe φέρνει πίσω το boho στιλ, αλλά ένα φόρεμα σιφόν στην απόχρωση της καραμέλας κοστίζει σχεδόν όσο θα έκανε μία τουαλέτα υψηλής ραπτικής αγγίζοντας τα 26 χιλιάδες δολάρια. Στον ίδιο δρόμο πορεύεται και ο οίκος Loro Piana ο οποίος κοστολογεί ένα πουλόβερ στα 12 χιλιάδες δολάρια ενώ είναι φτιαγμένο με απλήρωτη περουβιανή εργασία ή ένα skort του οίκου Gucci το οποίο είναι φτιαγμένο με λιγότερο από ένα μέτρο ύφασμα και κοστίζει 2.600 δολάρια.
Σύμφωνα με τους New York Times, ο αναλυτής της Bernstein, Luca Solca, δήλωσε ότι μόνο το 5% από τους πελάτες των οίκων πολυτελείας είναι υπεύθυνο για περισσότερο από το 40% των πωλήσεων. Οι luxury μάρκες αυξάνουν όλο και περισσότερο τις τιμές τους, στοχεύοντας σε ένα μικρότερο κοινό αλλά με μεγαλύτερη οικονομική δυνατότητα. Με βάση τα στοιχεία πιστωτικών καρτών της τράπεζας Citi, οι πωλήσεις πολυτελών προϊόντων στις ΗΠΑ μειώνονται σταθερά μετά την κορύφωσή στις πωλήσεις των luxury brands που σημειώθηκαν μετά την πανδημία.
Με το κόστος να εκτινάσσεται στα ύψη παγκοσμίως, οι «φιλόδοξοι αγοραστές» της μεσαίας τάξης που κάποτε εξοικονομούσαν χρήματα για να ξοδέψουν σε επιλεγμένα πολυτελή κομμάτια μένουν στη άκρη. Η αποκλειστικότητα συνιστούσε πάντα πυλώνα της πολυτελούς αγοράς, αλλά τώρα φαίνεται να περικλείει μόνο το 1%.