Όσοι θυμούνται την ακμάζουσα περίοδο του οίκου τη δεκαετία του 1960 πιθανότατα θα σκέφτονται τις διαστημικές στολές της Τζέιν Φόντα στην ταινία επιστημονικής φαντασίας «Barbarella» ή τη σκηνή της ταινίας του Ουίλιαμ Κλάιν «Ποια είστε, Πόλι Μαγκού;», με τα μανεκέν τυλιγμένα σε μεταλλικά φύλλα που έμοιαζαν με γλυπτές δημιουργίες. Για να ξεσκονίσουμε λίγο τη μνήμη μας, η λεγόμενη Space Age τάση ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 με τους σχεδιαστές Αντρέ Κουρέζ, Πάκο Ραμπάν και Πιέρ Καρντέν να εμπνέονται από την παγκόσμια περιέργεια για το Διάστημα. Η σχεδιαστική τους έμπνευση περιστράφηκε γύρω από την ιδέα της εξερεύνησης και θέλησαν να ξεπεράσουν τα δημιουργικά τους όρια τόσο με τα υλικά που χρησιμοποιούσαν όσο και με τις σιλουέτες.
Ο 86χρονος σήμερα Πάκο Ραμπάν (το πραγματικό του όνομα είναι Φρανσίσκο Ραμπανέδα) ήταν ένας ριζοσπαστικός σχεδιαστής. Ξεκίνησε το 1966 με τη συλλογή «12 Μη Φορέσιμα Φορέματα από Σύγχρονα Υλικά» (12 Unwearable Dresses in Contemporary Materials) χρησιμοποιώντας μέταλλο, πλαστικό, καουτσούκ χαρτόνι, υαλοβάμβακα και έμπνευση από τα γλυπτά του Κάλντερ και του Σεζάρ. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’60 συνεργάστηκε με τις πιο διάσημες Γαλλίδες σταρ, όπως η Φρανσουάζ Αρντί, η Μπριζίτ Μπαρντό και η Τζέιν Μπίρκιν, οι οποίες φόρεσαν τα πρωτοποριακά και σέξι φορέματά του από αλυσίδες και κομμάτια λουστραρισμένου δέρματος ενωμένα μεταξύ τους.
Αν και ήταν το αδιαμφισβήτητο αστέρι της φουτουριστικής μόδας εκείνη την εποχή, ο Ραμπάν έχασε σταδιακά τη λάμψη του τις επόμενες δεκαετίες, κι αυτό είχε να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τις δυσοίωνες προφητείες του.Στο βιβλίο που δημοσίευσε το 1999, λίγο μετά την αποχώρησή του από τη βιομηχανία της μόδας, προέβλεπε ότι πριν από την αλλαγή της χιλιετίας ο ρωσικός διαστημικός σταθμός Mir θα έπεφτε στη Γη και θα συντριβόταν στο Παρίσι, εξαλείφοντας την πόλη.
Η οικογένεια Πουίγ, οι ιδιοκτήτες του οίκου, προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τον Paco Rabanne το 2005, πρώτα με τον σχεδιαστή Πάτρικ Ρόμπινσον, στη συνέχεια με τον Μανίς Αρόρα, το 2011 και, μετά με τη Λίντια Μάουρερ, το 2012, αλλά κανένας τους δεν κατάφερε να επαναφέρει τον οίκο στο βάθρο του.
Ο Τζούλιεν Ντοσένα, ο οποίος άρχισε να σχεδιάζει ως freelancer στον Paco Rabanne το 2013, ήταν ο μόνος που κατάφερε να ξαναδώσει ζωή στα εμβληματικά αστραφτερά φορέματα-πανοπλίες, μετατρέποντας τον οίκο σε κάτι ευρύτερο, διαφορετικό και πιο προσβάσιμο. Για τον ίδιο όλα ξεκίνησαν όταν κέρδισε το βραβείο του γνωστού φεστιβάλ μόδας και φωτογραφίας Hyères για την πρώτη του κολεξιόν, ως φοιτητής το 2006, που έγινε το εισιτήριο για να δημιουργήσει μια capsule συλλογή για το γαλλικό brand Etam. Oμως ο Ντοσένα είχε το νου του στον οίκο Balenciaga, εκεί όπου ο Νικολά Ζεσκιέρ βρισκόταν ήδη μία δεκαετία.
Το 2012, πριν ο ίδιος και ο Ζεσκιέρ αποχωρήσουν από τον Balenciaga, ο Ντοσένα ξεκίνησε τη δική του σειρά ρούχων, την Atto, δίνοντας έμφαση στον επαναπροσδιορισμό κλασικών κομματιών και στο άψογο tailoring. Λίγο καιρό μετά, η στυλίστρια και στενή συνεργάτις του Ζεσκιέρ, Μαρί-Αμελί Σοβέ, σύστησε τον 30χρονο τότε Ντοσένα στον Μαρκ Πουίγ, διευθύνοντα σύμβουλο του οίκου Paco Rabanne. Οκτώ μήνες μετά την ένταξή του στη σχεδιαστική ομάδα, ο Ντοσένα προήχθη σε καλλιτεχνικό διευθυντή του οίκου, θυσιάζοντας δυστυχώς το δικό του brand. Ο ίδιος εξέλιξε τα διαφορετικά τμήματα του Paco Rabanne ως πυλώνες, εστιάζοντας στη διαχρονικότητα και στην πρακτικότητα.
Η πρώτη ολοκληρωμένη συλλογή του για τον οίκο τη σεζόν SS 2014 επαινέθηκε ακόμα και από τους πιο διστακτικούς συντάκτες («πώς βρέθηκε ένας millennial και όχι τόσο γνωστός σχεδιαστής στα ηνία του οίκου;» αναρωτήθηκαν όλοι), καθώς τα glossy δερμάτινα φορέματα και τα μεταλλιζέ υφάσματα ήταν ό,τι πιο κοντά στις εμβληματικές δημιουργίες του ένδοξου οίκου είχαμε αντικρίσει μέχρι σήμερα. «Πάντα αγαπούσα τον Paco Rabanne για την επαναστατικότητα και τον εκσυγχρονισμό του», δήλωνε τότε ο νεαρός σχεδιαστής.«Θέλω οι νέες συλλογές να έχουν τον ίδιο αισθητικό αντίκτυπο, αλλά για τις γυναίκες του σήμερα». Εκτοτε παρουσίασε πολύ διαφορετικά στυλ, από sporty νεοφουτουριστικά σύνολα μέχρι βικτοριανά φορέματα με τυπωμένα λαμέ λουλούδια και κομμάτια που ανανεώνουν την αίγλη του παλιού Χόλιγουντ. Οπως έχει δηλώσει στο παρελθόν ο ίδιος, «ο Paco Rabanne χρησιμοποίησε τα ρούχα ως μέσο απελευθέρωσης – και μου αρέσει αυτή η ιδέα. Αλλά η μόδα μπορεί να είναι προοδευτική μόνο αν αντικατοπτρίζει τον κόσμο στον οποίο ζούμε αυτή τη στιγμή».
Η αλήθεια είναι πως όλα έχουν αλλάξει υπό την καθοδήγηση του Ντοσένα και ο Paco Rabanne έγινε και πάλι ένας οίκος μόδας με φρέσκια εμπορική απήχηση. Ο Ντοσένα απέδειξε ότι είναι το σωστό άτομο για να ξαναβάλει τον οίκο σε πρωτοποριακή τροχιά κάνοντάς τον ελκυστικό στη νέα γενιά καταναλωτών.Στα οκτώ χρόνια που βρίσκεται στο τιμόνι μετέτρεψε τον κιτς φουτουρισμό για τον οποίο ήταν κάποτε γνωστός ο οίκος σε πολυπόθητα mod nouveau σύνολα και αρκετές instagramable μικροσκοπικές τσάντες με αλυσίδες διπλασιάζοντας τις πωλήσεις. Η ικανότητά του είναι ακριβώς αυτή: να κάνει τα περίτεχνα σύνολα να φαίνονται ευκολοφόρετα και cool. Για παράδειγμα, το 2017 είδαμε την επιστροφή των εμβληματικών φορεμάτων με αλυσίδες, τα οποία «περπάτησαν» για πρώτη φορά στις πασαρέλες τη δεκαετία του 1960 και ξανάγιναν μόδα στις αρχές των 00s από την Πάρις Χίλτον.Σήμερα, θα τα συναντήσεις ξανά στα νυχτερινά κέντρα φορεμένα από 20χρονες όπως η Κένταλ Τζένερ.
Λένε ότι η δυναμική ενός οίκου και η αξία του μπορούν να μετρηθούν μόνο από τα επιτεύγματα του σύγχρονου καλλιτεχνικού διευθυντή του.Ο σεβασμός στην ιστορία ενός οίκου είναι σημαντικός, αλλά όταν αυτός γίνεται ευλάβεια, μπορεί να οδηγήσει σε σχεδιαστική παράλυση – και ο Ντοσένα αποφάσισε να χαράξει το δικό του μονοπάτι.Η ανταμοιβή του; Η αναγνώριση που ήρθε από την ευρηματική μεταμόρφωση των ready-to-wear συλλογών.Ο οίκος Paco Rabanne δεν απέφυγε ποτέ το τολμηρό στυλ, τα αντισυμβατικά υλικά, τις έντονες υφές και τον συνδυασμό διαφορετικών μοτίβων. Αντιθέτως, όλα αυτά συγκλίνουν σε μια απολύτως ισορροπημένη ανισορροπία, ένα ενδυματολογικό μανιφέστο που ωθεί τον οίκο με αισιοδοξία προς το μέλλον.