Η γέννηση της Birkin αρχίζει το 1983, κάπου πάνω από τη Μάγχη σε μια πτήση της Air France από το Παρίσι στο Λονδίνο. Tο αποτέλεσμα της τυχαίας συνάντησης μεταξύ της Sui generis Jane Birkin και του Jean-Louis Dumas, τότε δημιουργικού διευθυντή του Hermès – έχει γίνει θρυλική μεταξύ των εραστών του οίκου Hermès.
Οι δυο τους κάθισαν ο ένας δίπλα στον άλλο και σαν από καπρίτσιο της μοίρας που ξετυλίγεται στην πρώτη θέση, το περιεχόμενο της ασυνήθιστης χειραποσκευής της Μπίρκιν, το περιβόητο ταπεινό καλάθι που κουβαλούσε η Τζέην παντού, σήμα κατατεθέν του αγγλογαλλικού ανέμελου je ne sais quoi στυλ της, χύθηκε στο κάθισμα. Οταν ο Dumas την ρώτησε γιατί ταξίδευε με μια απλή ψάθινη τσάντα- η Birkin εξήγησε ότι οι περισσότερες δερμάτινες τσάντες ήταν πολύ δομημένες για τα γούστα της. Το αίτημά της; Να είναι μεγαλύτερη από την Kelly αλλά μικρότερη από τη βαλίτσα του Serge Gainsbourg. Και να μπορεί να βρίσκει τα πράγματα της χωρίς να πρέπει να ψαχουλεύει με αγωνία παραμερίζοντας σκληρά πτερύγια, ιμάντες και πόρπες. Σωστά. Τίποτα πιο βαρετό από τις εγκάρσιες δεξιότητες των μικροαστών όταν μιμούνται μέλη της μοναρχίας.
Η ιστορία λέει ότι ο Dumas σκιαγράφησε την ιδέα της πιο περιζήτητης τσάντας που έγινε ποτέ, στο πίσω μέρος μιας σακούλας «εναέριας αδιαθεσίας». Χρησιμοποίησε το αρχέτυπο κλεισίματος της τσάντας HAC, (Haut a Courroies) μιας ψηλής τσάντας με δύο λαβές που προοριζόταν αρχικά για τη μεταφορά της χειροποίητης σέλας Hermes. Η κύρια χρήση των τσαντών HAC είχε ήδη μετατοπιστεί στα ταξίδια την εποχή της τυχαίας συνάντησης του Dumas και της Birkin, οπότε ήταν φυσικό να προσαρμόσει το σχέδιο σε μικρότερο μέγεθος κατάλληλο για μικρά ταξίδια ή καθημερινή χρήση. Η κυκλοφορία της πραγματοποιήθηκε το 1984, με την Βirkin να λαμβάνει το πρώτο μοντέλο της νέας της ομότιτλης τσάντας: μια μαύρη έκδοση Calf Box 35 εκατοστών, -σήμερα διατίθεται σε μεγέθη των 25 εκ, 30εκ, 35εκ και 40 εκ- με χρυσό υλικό και τα αυθεντικά (και σήμερα αρκετά σπάνια) εξαρτήματα ιμάντα ώμου στο επάνω μέρος. Από το λανσάρισμα της, μέχρι σήμερα τόσο η Τζέην, όσο και υπόλοιποι υπερήφανοι ιδιοκτήτες της-από την Κέητ Μος που τη χρησιμοποιούσε για να βάζει τις πάνες της κόρης της μέχρι την Κιμ Καρντάσιαν και τα κατόπιν παραγγελίας μοντέλα της, τη φοράνε όπως αρμόζει στο αντιφατικό, μπλαζέ dna της: με το κούμπωμα πάντα ανοιχτό. Κι αν υπάρχει ένα πράγμα που θέλουν οι πελάτες από την Birkin, αυτό είναι απλώς, κι άλλες.
Για να αγοράσουν μια Birkin απευθείας από τον Hermès, (οι τιμές τους κυμαίνονται από περίπου 10.000$ για μια βασική δερμάτινη τσάντα έως πάνω από 200.000 $ για ένα συνδυασμό κροκό δέρματος και διαμαντιών), οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να έχουν ιστορικό αγορών με τη μάρκα. Οι λίστες αναμονής των 6 χρόνων δεν υπάρχουν πια. Ο Hermès επιτρέπει στις μπουτίκ να προμηθεύονται μόνο έναν επιλεγμένο αριθμό Birkin σε εξαμηνιαία βάση -σε ένα μήνα, το προσωπικό του Hermès μπορεί να παράγει μόνο 15 χειροποίητες τσάντες- και το στυλ που παραδίδεται, σπάνια είναι γνωστό εκ των προτέρων. Ως αποτέλεσμα, οι πελάτες πρέπει είτε να αρκεστούν στις διαθέσιμες Birkins των μπουτίκ- οι οποίες με μεγάλη τύχη θα είναι συνολικά τρεις- είτε να περιμένουν υπομονετικά να διατεθεί το στυλ που θέλουν μέσα από τη διαδικασία μεταπώλησης. Αποτέλεσμα: Αν υπάρχει μία τσάντα γύρω από την οποία περιστρέφεται ολόκληρη η αγορά μεταπώλησης πολυτελών αξεσουάρ με τιμές πολύ κοντά στις αρχικές, αυτή είναι η Birkin.
Για τους VIP συλλέκτες πάλι, που έχουν πρόσβαση στις κλασσικές εκδόσεις της Birkin, δεν υπάρχει μεγαλύτερο προνόμιο από το να γίνουν κάτοχοι μιας τσάντας με μια σφραγίδα πέταλου δίπλα στο λογότυπο Hermes , που υποδηλώνει ότι η τσάντα ήταν ειδική παραγγελία- Birkin Special Order (HSS bags). Για όσους μπορούν να αναγνωρίσουν αμέσως μια απόχρωση ή ένα συγκεκριμένο τύπο δέρματος, η διαδικασία Special Order παραμένει η ύψιστη αγοραστική εμπειρία και ταυτόχρονα μια σοφή επενδυτική κίνηση αφού αυτά τα μοναδικά κομμάτια μπορούν να οδηγήσουν τις τιμές στα ύψη.
Οι δε περιορισμένες εκδόσεις του οίκου αντιμετωπίζονται ως έργα τέχνης που πρέπει να συλλέγονται και να λατρεύονται. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Shadow Birkin, που σχεδιάστηκε από τον Jean Paul Gaultier, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2009 και στη συνέχεια κυκλοφόρησε σε περιορισμένες ποσότητες δέκα χρόνια αργότερα. Mία πιο παιχνιδιάρικη Birkin περιορισμένης κυκλοφορίας είναι η Fringe Birkin, η οποία διαθέτει ένα πάνελ από πολύχρωμο δερμάτινο κρόσσι στην πρόσοψη της τσάντας ενώ η Faubourg Birkin -φόρος τιμής στη βιτρίνα του Hermès στη Rue du Faubourg Saint-Honoré-, είναι μια από τις πιο περιζήτητες τσάντες Birkin περιορισμένης έκδοσης. O Hermes έχει δημιουργήσει μερικές ακόμη ασυνήθιστες εκδόσεις της Birkin, συμπεριλαμβανομένων των τεράστιων εκδόσεων ταξιδιού 45 και 50 εκατοστών ενώ κυκλοφορούν λιγοστές και πολύτιμες οι Cabas Birkins, Birkin Depeches και Birkin Ados των 48 εκ.
Είναι παραπάνω από σαφές πόσο δύσκολο είναι να αποκτήσεις μια Birkin, αλλά λίγοι από μας συνειδητοποιούν ότι αυτό συμβαίνει επειδή σχεδόν κάθε μοντέλο διατηρείται σε πολύ χαμηλό επίπεδο παραγωγής. Τα υλικά και η ποιότητα που είναι εγγενή στη δημιουργία τους, φέρουν τη σπανιότητα όλων των δερμάτινων ειδών Hermès. Απαιτούνται από 18 έως και 40 ώρες από ειδικούς τεχνίτες για την παραγωγή μιας τσάντας Birkin και η μοναδικότητα της επισημαίνεται με έναν κωδικό που προσδιορίζει το έτος δημιουργίας της, το εργαστήριο στο οποίο κατασκευάστηκε και τον τεχνίτη που την έφτιαξε.
Ενα άλλο τυπικό δέρμα Birkin είναι το Clemence. Πιο μαλακό, βαρύτερο και λιγότερο ανθεκτικό από το Τogo, το Clemence συχνά χάνει το σχήμα του με την πάροδο του χρόνου. Η ρηχή κοκκώδης υφή του, δημιουργεί ένα ματ αποτέλεσμα και την χαλαρή αίσθηση μιας τσάντας που δεν καμία προσπάθεια να κρύψει την ηλικία της. Μια ολοκαίνουργια επιλογή δέρματος ωστόσο είναι το Barenia Faubourg που άρχισε να χρησιμοποιεί η Hermès το 2016. Έχει μικροσκοπικό εμπριμέ κόκκο και κέρινη αφή.
Η τεχνογνωσία που εφαρμόζει ο οίκος σε κάθε πτυχή του σχεδιασμού της επεκτείνεται και στην αυστηρότητα της διαδικασίας βαφής της. Ολα τα δέρματα επεξεργάζονται και βάφονται από τεχνίτες στα εργαστήρια τους στην Pantin. Η εποχιακή γκάμα των χρωμάτων αναμένεται πάντα με αγωνία και αναπόφευκτα οδηγεί σε πλήρη φρενίτιδα από τους φανατικούς της Birkin. Αποχρώσεις όπως το Bleu Marine και το Bleu Saphir, είναι οι πλέον περιζήτητες ενώ άλλες όπως αυτή του Rouge H, και Juane Ambre Clemence αποτελούν μέρος του μύθου Hermès για μισό αιώνα.
Τα μέταλλα για τα διαφορετικά είδη κλειδαριών της τσάντας θερμαίνονται σε ακραίες θερμοκρασίες και συγκολλούνται στο χέρι. Τα κουμπώματα τους κατασκευάζονται συνήθως με δύο τύπους υλικού: επίχρυσο 18 καρατίων ή παλλάδιο. Τα διάσημα διακριτικά μιας Birkin περιλαμβάνουν το μπροστινό κλείσιμο κλειδαριάς, μια κλειδαριά και σετ κλειδιών, το φερμουάρ και τα μεταλλικά πόδια (clou) που επιτρέπουν στη Birkin να κάθεται πάντα όρθια. Ειδικές εκδόσεις, μπορεί να διαθέτουν πιο ιδιαίτερα υλικά. Μερικά παραδείγματα σπανιότερων μετάλλων περιλαμβάνουν χρυσό 24 καρατίων, ροζ χρυσό, βουρτσισμένο παλλάδιο, βουρτσισμένο χρυσό, ρουθήνιο ή μαύρο ματ υλικό. Το πιο σπάνιο υλικό είναι το υλικό 18 καρατίων με λευκόχρυσο επικαλυμμένο με διαμάντια που βρίσκεται στα εξαιρετικά λαμπερά «Diamond Birkins». Η Hermès παράγει ελάχιστα ετησίως και συνήθως κατασκευάζονται από δέρμα κροκόδειλου.
Τα εξωτικά δέρματα θεωρούνται πιο αποκλειστικά από τα δερμάτινα Birkins και έχουν υψηλότερη τιμή. Ο κροκόδειλος παραμένει το πιο ακριβό εξωτικό υλικό και διατίθεται σε δύο στυλ: κροκό Niloticus και κροκό Porosus. Οι τσάντες κροκόδειλου Niloticus θα έχουν το σύμβολο «••» δίπλα στη σφραγίδα του λογότυπου Hermés, ενώ οι τσάντες κροκόδειλου Porosus υποδεικνύονται με το σύμβολο «^». Η πιο ακριβή Birkin, η Himalaya Birkin, (ο χρωματισμός είναι εμπνευσμένος από το λευκό χιόνι των βουνών των Ιμαλαΐων) είναι κατασκευασμένη από δέρμα κροκόδειλου Niloticus βαμμένο σε λευκή και γκρι διαβάθμιση.
Παρά την επιδεικτική φύση της, το να είσαι λάτρης μιας τσάντας σαν την Birkin δεν σημαίνει να μιλάς άπταιστα μια γλώσσα που καταλαβαίνουν μόνο οι τυχεροί και προνομιούχοι αλλά εκείνοι που χρειάζονται απελπισμένα η ομορφιά να αντέχει την δοκιμασία του χρόνου. Ας μη ξεχνάμε, πως αυτό το πάθος ξεκινάει από ανθρώπους που περνούν τις μέρες τους, δηλαδή τη ζωή τους, αποφασισμένοι να φτιάξουν με τα χέρια τους κάτι τόσο πολύτιμο που νικά τον χρόνο. «Υπήρξε» σκέφτονται και «πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει». Κι αυτό το μικρό μερίδιο αφοσιωμένων «εραστών» βάζει την αγάπη του σε ένα αντικείμενο εν τέλει τόσο προσωπικό –σε μια καθημερινή τσάντα που θα πάρει το σχήμα της παραμονής μας εδώ, και φτιάχνεται για την καθεμία από εμάς με την ελπίδα να την αγαπήσουμε με τη σειρά μας, να την κρατήσουμε, να την προφυλάξουμε και να την παραδώσουμε, χρησιμοποιημένη αλλά αλώβητη, στους επόμενους και μετά στους επόμενους.