Ήταν η ηθοποιός που μας χάρισε μερικές από τις πλέον αναγνωρίσιμες εικόνες στην ιστορία του κινηματογράφου. Η Shelley Duvall, που πρωταγωνίστησε στη «Λάμψη» του Stanley Kubrick, πέθανε σε ηλικία 75 ετών στον ύπνο της από επιπλοκές του διαβήτη, όπως επιβεβαίωσε ο σύντροφός της, Dan Gilroy, στο The Hollywood Reporter.
Όπως είπε στο μέσο: «Η αγαπημένη μου, γλυκιά, υπέροχη σύντροφος ζωής και φίλη μάς άφησε. Τον τελευταίο καιρό υπέφερε πολύ, πλέον είναι ελεύθερη. Πέταξε μακριά, όμορφη Shelley».
«Η αγαπημένη μου, γλυκιά, υπέροχη σύντροφος ζωής και φίλη μάς άφησε. Τον τελευταίο καιρό υπέφερε πολύ, πλέον είναι ελεύθερη. Πέταξε μακριά, όμορφη Shelley».
Είχε πρωταγωνιστήσει και σε άλλες ταινίες, όπως το 1977 στις «Τρεις γυναίκες», σε σκηνοθεσία Robert Altman, για την οποία κέρδισε το βραβείο καλύτερης ηθοποιού στο Φεστιβάλ των Καννών και μια υποψηφιότητα για Bafta.
Με τον Altman είχε ξεκινήσει και την καριέρα της, με τη μαύρη κωμωδία του 1970 «Brewster McCloud». Σε μια άλλη συνεργασία τους, την ταινία «Κλέφτες σαν κι εμάς», ο σκηνοθέτης τής είχε πει: «Το ήξερα ότι είσαι καλή, αλλά δεν ήξερα ότι είσαι σπουδαία». Αυτό το σχόλιο, όπως θα έλεγε αργότερα η ίδια, την έπεισε να γίνει ηθοποιός.
Ο ίδιος είχε πει ότι μπορεί να αγγίξει όλη την γκάμα των συναισθημάτων ερμηνευτικά: να είναι γοητευτική, ανόητη, ευφυής, αξιολύπητη, ακόμα και όμορφη.
Θα συνεργαζόταν μάλιστα και με τον Woody Allen, στην ταινία «Annie Hall» του 1977, όπου υποδύθηκε μια δημοσιογράφο του a Rolling Stone.
Φυσικά, η φήμη της απογειώθηκε με τον ρόλο της Wendy, της γυναίκας του Jack Nicholson στη «Λάμψη», όπου μετακομίζουν, μαζί με τον γιο τους, σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο να περάσουν τον χειμώνα.
Φυσικά, η φήμη της απογειώθηκε με τον ρόλο της Wendy, της γυναίκας του Jack Nicholson στη «Λάμψη», όπου μετακομίζουν, μαζί με τον γιο τους, σε ένα απομονωμένο ξενοδοχείο να περάσουν τον χειμώνα.
Όπως θα θυμόταν αργότερα η ίδια για την εμπειρία των γυρισμάτων: «Έπρεπε να κλαίω 12 ώρες την ημέρα, όλη μέρα. Τους τελευταίους εννέα μήνες συνέχεια για πέντε, έξι μέρες την εβδομάδα».
Μετά τη συμμετοχή της στην ταινία «Το πορτρέτο μιας κυρίας», σε σκηνοθεσία Jane Campion, εγκατέλειψε τον κινηματογράφο. Οι New York Times το απέδωσαν σε έναν σεισμό του 1994 που κατέστρεψε το σπίτι της στο Λος Άντζελες αλλά και στη δοκιμασία της διάγνωσης του αδερφού της με καρκίνο.
Η ίδια ωστόσο είχε υποστηρίξει, σε μια συνέντευξή της, ότι είχε πέσει θύμα των συνθηκών που επικρατούν στη βιομηχανία: «Ήμουν σταρ. Είχα πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο κόσμος νομίζει ότι αυτό που φταίει είναι ότι μεγαλώνεις, αλλά στην πραγματικότητα φταίει η βία. Πώς θα νιώθατε αν όλοι ήταν καλοί μαζί σας και μετά ξαφνικά σε μία νύχτα σε απορρίπτουν; Αν δεν σου συμβεί, δεν θα το πιστέψεις. Γι’ αυτό πληγώνεσαι, γιατί δεν μπορείς να το πιστέψεις».
«Πώς θα νιώθατε αν όλοι ήταν καλοί μαζί σας και μετά ξαφνικά σε μία νύχτα σε απορρίπτουν; Αν δεν σου συμβεί, δεν θα το πιστέψεις. Γι’ αυτό πληγώνεσαι, γιατί δεν μπορείς να το πιστέψεις».
Υπήρχαν ανησυχίες και για την ψυχική υγεία της. Η ίδια είχε ζητήσει «βοήθεια» σε μια τηλεοπτική συνέντευξη του 2016. Ενώ ισχυριζόταν ότι ο Robin Williams την επισκεπτόταν μετά τον θάνατό του σε «διαφορετικές μορφές» και της έλεγε ότι σατανικές δυνάμεις θέλουν να της κάνουν κακό. Και ο σύντροφός της, Gilroy, είχε πει στους New York Times ότι υποφέρει από παραισθήσεις και παράνοια.
Ωστόσο, έμελλε να επιστρέψει για τελευταία φορά, στο θρίλερ «The Forest Hills», μια ερμηνεία για την οποία η συγγραφέας Nicole Flattery την είχε αποκαλέσει, σε ένα άρθρο της στους Financial Times το 2023, «απόλυτη σταρ του κινηματογράφου»: «Είναι δεξιοτέχνισσα στο να υποδύεται χαρακτήρες που προσποιούνται τους χαρούμενους όταν είναι λυπημένοι, που δείχνουν ανόητοι αλλά έχουν βάθος».