Από τον Κώστα Μπουρούση – αποκλειστική προδημοσίευση στο «Πρώτο Θέμα»
Θα ήταν μια καλή χρονιά για τον Κάρολο. Ή, για να είμαστε ορθότεροι, θα ήταν η χρονιά του. Κι αυτό χάρη σε μια στιγμή την οποία περίμενε 27.197 ημέρες. Δηλαδή από τη γέννησή του μέχρι και την ημέρα της στέψης που έχει προγραμματιστεί για την 6η Μαΐου. Ο Κάρολος ήρθε στον κόσμο καταδικασμένος να γίνει βασιλιάς. Μορφώθηκε, εκπαιδεύτηκε, πειθάρχησε, υπόμεινε, προετοιμάστηκε, ενδεχομένως υπέφερε για να ξημερώσει η μέρα που θα υπηρετήσει το Στέμμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Κανείς δεν θα μπορούσε να χαλάσει, να καταστρέψει ή να αμαυρώσει τη χρονιά του.
Εκτός από τον δευτερότοκο γιο του που είναι «μανούλα» στο να αναμοχλεύει όσα η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας θέλει να κρύβει κάτω από τα παχιά χαλιά του παλατιού.
Αύριο, Τρίτη 10/1, ο πρίγκιπας Χάρι κυκλοφορεί την ήδη πολυσυζητημένη αυτοβιογραφία του με τίτλο «Spare» ή, κατά το ελληνικότερο, «Ρεζέρβα». Κι αυτή τη φορά ο αντάρτης του θρόνου είναι αποφασισμένος να τα πει -διαμέσου του βραβευμένου με Πούλιτζερ Αμερικανού δημοσιογράφου και συγγραφέα Τζον Μέρινγκερ– τσεκουράτα. Να είναι πιο εξομολογητικός απ’ όσο υπήρξε στη συνέντευξη της Όπρα, πιο αποκαλυπτικός απ’ ό,τι ήταν στον Τζέιμς Κόρντεν, πιο αιχμηρός απ’ όσο αποδείχτηκε φιλοξενούμενος στην εκπομπή «60 Minutes» του Άντερσον Κούπερ και συνεπώς πιο σκανδαλοθηρικός από το πρόσφατο ντοκιμαντέρ-Άρλεκιν του Netflix – ίσως είναι μια καλή στιγμή να αναρωτηθεί κανείς τι κοινό έχει ο Χάρι με τον μαϊντανό.
Ακούγεται πάντως λογικό η αυτοβιογραφία του να είναι ό,τι πιο de profundis έχει δει το φως της δημοσίευσης μέχρι σήμερα. Όχι για την τιμή της αυτοαναφορικότητας, αλλά διότι ο εκδοτικός οίκος Penguin Random House λέγεται πως κατέβαλε στον γαλαζοαίματο 20 εκατ. δολάρια. Προφανώς, κάπως πρέπει να αποσβέσει την ουρανομήκη επένδυση.
Η νύχτα που πέθανε η Lady D
Τα απομνημονεύματα του πρίγκιπα Χάρι που κυκλοφορούν ταυτόχρονα σε 16 γλώσσες και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πεδίο προοιωνίζονται ως ένα ράπισμα με αποδέκτες τον -Κυριακή κοντή γιορτή- βασιλιά Κάρολο, τον διάδοχο πρίγκιπα Γουίλιαμ και την Καμίλα Πάρκερ-Μπόουλς, γνωστή πλέον ως βασιλική σύζυγο. Ειδικά ο πατέρας του, στην προδημοσίευση που εξασφάλισε αποκλειστικά το «Πρώτο Θέμα», περιγράφεται ως ένας ψυχρός, απόμακρος, αποστασιοποιημένος συναισθηματικά γονιός που δεν περίμενε το Megxit για να υψώσει τείχη με τον γιο του.
Αυτά υπήρχαν ανέκαθεν και ο Χάρι, όπως λέει, τα έβλεπε να υψώνονται μπροστά του ακόμα και όταν ο Κάρολος -με περιβολή ολόσωμης λευκής νυχτικιάς- του ανακοίνωσε στις 31 Αυγούστου του 1997 τον θάνατο της μητέρας του Νταϊάνα. Είναι μια σπαρακτική περιγραφή εκείνης της νύχτας, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται για την αρθρωμένη σε λέξεις μνήμη ενός 13χρονου εφήβου: «Τράβηξα τα σκεπάσματα μέχρι πάνω γιατί δεν μου άρεσε το σκοτάδι.
»Ή μάλλον όχι απλώς δεν μου άρεσε – το σιχαινόμουν. Το ίδιο και η μαμά, μου το είχε πει. Το είχα κληρονομήσει από αυτή, σκέφτηκα, μαζί με τη μύτη της, τα γαλανά μάτια της, την αγάπη της για τους ανθρώπους, την απέχθειά της για την αυταρέσκεια, την προσποίηση και τις επιδείξεις πλούτου και πολυτέλειας. Με θυμάμαι κάτω από τα σκεπάσματα να κοιτάζω στο σκοτάδι ακούγοντας κροταλίσματα εντόμων και κραυγές κουκουβάγιας. Φανταζόμουν άραγε μορφές να γλιστρούν στους τοίχους;
»Άραγε κοίταζα τη φωτεινή λωρίδα που υπήρχε πάντα στο πάτωμα γιατί επέμενα να αφήνουν λίγο ανοιχτή την πόρτα; Πόση ώρα πέρασε μέχρι να με πάρει ο ύπνος; Με άλλα λόγια, πόση παιδικότητα υπήρχε ακόμη στη ζωή μου και πόσο την απολάμβανα και την εκτιμούσα, μέχρι εκείνη τη στιγμή που ξύπνησα θολωμένος. […] “Προσπάθησαν, αγαπητό μου παιδί. Δυστυχώς δεν κατάφεραν να τη σώσουν”. Αυτές οι φράσεις παραμένουν στον νου μου σαν βελάκια καρφωμένα σε στόχο. Ετσι ακριβώς το είπε, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. “Δεν κατάφεραν να τη σώσουν”. Και μετά μου φάνηκε ότι όλα σταμάτησαν. Όχι, λάθος. “Δεν μου φάνηκε”. Δεν υπήρχε τίποτα το φαινομενικό.
«“Προσπάθησαν, αγαπητό μου παιδί. Δυστυχώς δεν κατάφεραν να τη σώσουν”. Αυτές οι φράσεις παραμένουν στον νου μου σαν βελάκια καρφωμένα σε στόχο. Έτσι ακριβώς το είπε, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. “Δεν κατάφεραν να τη σώσουν”. Και μετά μου φάνηκε ότι όλα σταμάτησαν».
»Τα πάντα σταμάτησαν, ξεκάθαρα, ολοκληρωτικά, αμετάκλητα. Δεν υπάρχει πλέον τίποτα στη μνήμη μου απ’ ό,τι του είπα. Μπορεί να μην είπα και τίποτα. Εκείνο που θυμάμαι με εντυπωσιακή διαύγεια είναι ότι δεν έκλαψα. Ούτε ένα δάκρυ. Ο μπαμπάς δεν με αγκάλιασε. Δεν του ήταν εύκολο να εκδηλώσει συναισθήματα ακόμη και υπό κανονικές συνθήκες, πώς λοιπόν να περιμένεις να τα εκδηλώσει σε μια τέτοια κρίσιμη κατάσταση; Όμως έβαλε για άλλη μία φορά το χέρι στο γόνατό μου και είπε: “Ολα θα πάνε καλά”. Ακόμη κι αυτό ήταν πολύ για τον μπαμπά. Μια πατρική φράση, μια καλοσυνάτη προσπάθεια να μου δώσει κουράγιο.
»Και μια φράση που ήταν εντελώς ψέμα. Σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν θυμάμαι πώς ήξερα ότι είχε περάσει ήδη από το άλλο δωμάτιο, ότι το είχε πει ήδη στον Γουίλι, αλλά το ήξερα. Έμεινα εκεί ξαπλωμένος, ή καθιστός. Δεν σηκώθηκα. Δεν έκανα ντους, δεν κατούρησα. Δεν φώναξα τον Γουίλι ή τη Μέιμπελ. Προσπαθώ να αναπλάσω εκείνο το πρωινό στη μνήμη μου δεκαετίες τώρα και τελικά κατέληξα σε ένα αναπόφευκτο συμπέρασμα: Πρέπει να έμεινα σε εκείνο το δωμάτιο χωρίς να πω λέξη, χωρίς να δω κανέναν, μέχρι τις 9 το πρωί ακριβώς, όταν έξω άρχισε να παίζει η γκάιντα».
Όταν ο Χάρι γνώρισε τον Ντόντι
Στο απόσπασμα από το -πηγαίο και κεντημένο με λεπτομερειακές αφηγήσεις- αυτοβιογραφικό βιβλίο του πρίγκιπα Χάρι που παρουσιάζει το «ΘΕΜΑ», εκείνος ανατρέχει στο τελευταίο καλοκαίρι της ξεγνοιασιάς του. Τον Αύγουστο του 1997 μαζί με τον αδελφό του πέρασαν μία εβδομάδα, όπως συνήθιζαν κατά παράδοση οι Ουίνδσορ, στη θερινή κατοικία της βασίλισσας στο Κάστρο Μπαλμόραλ.
Όπως ο Χάρι περιγράφει, δεν ήταν ακριβώς το αγαπημένο του μέρος στον κόσμο. Αλλά το γεγονός ότι λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν παραθερίσει μαζί με την Νταϊάνα στην Κυανή Ακτή έκανε την παραμονή του εκεί κατά τι πιο υποφερτή. Στο Σεν Τροπέ όπου είχαν ταξιδέψει νωρίτερα το καλοκαίρι τα δύο αδέλφια είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον νέο σύντροφο της μητέρας τους, εκείνον που όλοι στο παλάτι περιέγραφαν με τη λέξη «φίλος». «Όπου κι αν ήταν η μαμά, ήταν με τον νέο της φίλο. Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσαν όλοι. Όχι δεσμό, όχι εραστή. Φίλο. Αρκετά συμπαθής τύπος. Ο Γουίλι κι εγώ τον είχαμε γνωρίσει πρόσφατα. Βασικά, ήμασταν με τη μαμά στο Σεν Τροπέ πριν από μερικές εβδομάδες, όταν εκείνη τον πρωτογνώρισε.
«Όπου κι αν ήταν η μαμά, ήταν με τον νέο της φίλο. Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσαν όλοι. Όχι δεσμό, όχι εραστή. Φίλο. Αρκετά συμπαθής τύπος. Ο Γουίλι κι εγώ τον είχαμε γνωρίσει πρόσφατα. Βασικά, ήμασταν με τη μαμά στο Σεν Τροπέ πριν από μερικές εβδομάδες, όταν εκείνη τον πρωτογνώρισε»
»Περνούσαμε υπέροχα, ήμασταν μόνο οι τρεις μας και μέναμε στη βίλα ενός ηλικιωμένου τζέντλεμαν. Πολλά γέλια, σαματάς, η συνηθισμένη κατάσταση όταν ήμασταν μαζί η μαμά, ο Γουίλι κι εγώ, αλλά ακόμη περισσότερο σε εκείνες τις διακοπές. Εκείνο το ταξίδι στο Σεν Τροπέ ήταν παράδεισος από όλες τις απόψεις. Ο καιρός υπέροχος, το φαγητό καλό, η μαμά χαμογελαστή. Και το καλύτερο απ’ όλα ήταν τα τζετ σκι. Ποιου ήταν; Δεν ξέρω. Όμως θυμάμαι καθαρά τον Γουίλι και μένα να τρέχουμε με δαύτα μέχρι το πιο βαθύ τμήμα του καναλιού και να κάνουμε κύκλους περιμένοντας να περάσουν τα μεγάλα φέριμποτ. Άφηναν πίσω τους τεράστια κύματα κι εμείς τα χρησιμοποιούσαμε σαν ράμπες για να εκτοξευτούμε στον αέρα. Δεν ξέρω πώς δεν σκοτωθήκαμε.
»Ο φίλος της μαμάς εμφανίστηκε για πρώτη φορά αμέσως μόλις γυρίσαμε από εκείνη την επικίνδυνη περιπέτεια με τα τζετ σκι; Όχι, μάλλον πρέπει να ήταν λίγο πριν. Γεια, πρέπει να είσαι ο Χάρι. Κατάμαυρα μαλλιά, ηλιοκαμένο δέρμα, κατάλευκο χαμόγελο. Τι κάνεις; Λέγομαι μπλα μπλα. Μας έπιασε κουβέντα, έπιασε κουβέντα στη μαμά. Ειδικά στη μαμά. Εμφατικά στη μαμά. Με τα μάτια του να πετούν κόκκινες καρδούλες. Ήταν θρασύς, σίγουρα. Αλλά και πάλι συμπαθής. Έκανε στη μαμά ένα δώρο.
»Ένα διαμαντένιο βραχιόλι. Έδειξε να της αρέσει. Το φορούσε συχνά. Και μετά ο άνθρωπος αυτός έπαψε να με απασχολεί. Φτάνει να είναι ευτυχισμένη η μαμά, είπα στον Γουίλι, και είχε και εκείνος την ίδια γνώμη». Ηταν μάλλον μία από τις ελάχιστες φορές που τα δύο αδέλφια συμφωνούσαν σε κάτι. Μια στιγμή τόσο σπάνια που θα μπορούσε να φιλοξενείται σε μουσειακή προθήκη.
«Γεια, πρέπει να είσαι ο Χάρι. Κατάμαυρα μαλλιά, ηλιοκαμένο δέρμα, κατάλευκο χαμόγελο. Τι κάνεις; Λέγομαι μπλα μπλα. Μας έπιασε κουβέντα, έπιασε κουβέντα στη μαμά. Ειδικά στη μαμά. Εμφατικά στη μαμά. Με τα μάτια του να πετούν κόκκινες καρδούλες. Ηταν θρασύς, σίγουρα. Αλλά και πάλι συμπαθής».
Το αίμα νερό δεν γίνεται. Ή μήπως γίνεται;
Οι δύο πρίγκιπες είχαν μια εκ γενετής ανταγωνιστική σχέση. Έτσι τουλάχιστον προκύπτει από την εξιστόρηση του Χάρι, ο οποίος φαίνεται πάντα να ένιωθε ριγμένος, παρίας, φτωχός συγγενής συγκρινόμενος με τον αδελφό του. Ακόμα και το γεγονός ότι ο Γουίλιαμ είχε μεγαλύτερο δωμάτιο από εκείνον στο Κάστρο Μπαλμόραλ φαίνεται πως ήταν εξόχως τραυματικό για τον Χάρι. Τόσο πολύ και τόσο βαθιά, ώστε το εν λόγω δεδομένο βρήκε μια θέση στο βιβλίο του. Είναι εντυπωσιακή η αναφορά μιας τέτοιας μάλλον επουσιώδους πληροφορίας, ειδικά από έναν άνθρωπο που, όπως γράφει, τα παιδικά χρόνια του τέμνονται από ένα ψηλό νοητικό τείχος. «Είναι τόσο απαίσια και βασανιστική αυτή η αίσθηση, να ξέρεις ότι οι αναμνήσεις σου βρίσκονται εκεί, από την άλλη μεριά, μερικά εκατοστά μακριά, αλλά το τείχος είναι πάντα πολύ ψηλό, πολύ χοντρό, αδιαπέραστο». Κάποιοι μπορεί να ψέξουν τον δούκα του Σάσεξ για επιλεκτική μνήμη. Δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός ότι θυμάται μόνο τις αρετές της μητέρας του και αποκλειστικά τα «κουσούρια» του πατέρα και του αδελφού του.
Εξιδανίκευση; Μπορεί. Ή απλώς απόρροια της ανατροφής του Χάρι ως εφεδρικού, όπως τον έμαθαν να προσδιορίζεται. «Ο Γουίλι είχε το μεγαλύτερο από τα δύο μισά (σ.σ.: αναφέρεται στα υπνοδωμάτια του Μπαλμόραλ), με διπλό κρεβάτι, αρκετά μεγάλο νιπτήρα, ντουλάπα με καθρέφτη στις πόρτες και ένα όμορφο παράθυρο με θέα στην αυλή. Το δικό μου μισό ήταν πολύ μικρότερο και λιγότερο πολυτελές. Δεν ρώτησα ποτέ γιατί. Δεν με ένοιαζε. Αλλά επίσης δεν χρειαζόταν να ρωτήσω. Ο Γουίλι ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Αυτός ήταν ο διάδοχος, ενώ εγώ ήμουν η ρεζέρβα. Δεν ήταν απλώς ότι μας αποκαλούσαν έτσι οι εφημερίδες. Ήταν μια έκφραση που τη χρησιμοποιούσαν συχνά ο μπαμπάς, η μαμά και ο παππούς. Ακόμη και η γιαγιά. Ο διάδοχος και η ρεζέρβα. Δεν υπήρχε τίποτα το υποτιμητικό σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, μα και καμία ασάφεια. Εγώ ήμουν η σκιά, η εφεδρεία, το Σχέδιο Β.
«Αυτός ήταν ο διάδοχος, ενώ εγώ ήμουν η ρεζέρβα. Δεν ήταν απλώς ότι μας αποκαλούσαν έτσι οι εφημερίδες. Ήταν μια έκφραση που τη χρησιμοποιούσαν συχνά ο μπαμπάς, η μαμά και ο παππούς. Ακόμη και η γιαγιά. Ο διάδοχος και η ρεζέρβα. Δεν υπήρχε τίποτα το υποτιμητικό σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, μα και καμία ασάφεια».
»Με έφεραν στον κόσμο για την περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι στον Γουίλι. Καλούμουν να παρέχω στήριξη, αντιπερισπασμό και, αν ήταν απαραίτητο, κάποιο ανταλλακτικό. Ένα νεφρό, ίσως. Μια μετάγγιση αίματος. Λίγο μυελό των οστών. Όλα αυτά μου τα είχαν ξεκαθαρίσει από την αρχή της ζωής μου και μου τα επαναλάμβαναν τακτικά από τότε. Ήμουν 20 χρόνων την πρώτη φορά που άκουσα τι φέρεται να είπε ο μπαμπάς στη μαμά την ημέρα που γεννήθηκα: Υπέροχα! Μου έχεις δώσει τον διάδοχο, τώρα μου έδωσες και τη ρεζέρβα. Το έργο μου τελείωσε. Αστείο, υποτίθεται. Από την άλλη μεριά, όμως, λένε ότι μερικά λεπτά αφού ο μπαμπάς εκφώνησε αυτό το ξεκαρδιστικό αστείο, έφυγε για να συναντηθεί με τη φιλενάδα του. Έτσι λοιπόν. Πολλές αλήθειες λέγονται υπό τύπον αστείου».
Η «φιλενάδα» στην οποία αναφέρεται καταφανώς μειωτικά δεν ήταν άλλη από την Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς – αυτό είναι κάτι που γνωρίζουν και οι πέτρες. Το ζήτημα είναι γιατί επιλέγει να τη χαρακτηρίσει έτσι. Ίσως για να δικαιώσει όλους εκείνους που χρόνια τώρα διατείνονται πως ο Χάρι δεν ενέκρινε ποτέ τον δεσμό και τον δεύτερο γάμο του πατέρα του. Ίσως για να αναδείξει τον εαυτό του ως τον άξιο, πιστό στη μνήμη της -λαοφιλούς και επιδραστικής- μητέρας του επίγονο. Ίσως και για τα δύο. Πάντως, λίγο παρακάτω στην αφήγησή του ισχυρίζεται πως ο χαρακτηρισμός «ρεζέρβα» που τον ακολουθεί μια ζωή σαν -κορακοζώητο προφανώς- πιστό σκυλί δεν τον ενοχλεί, παρότι έτσι επέλεξε να ονοματίσει τα απομνημονεύματά του. Άλλωστε, όπως είπε και στον Άντερσον Κούπερ στη συνέντευξη του CBS, στη βασιλική οικογένεια της Αγγλίας υπήρχε ο απαράβατος κανόνας του «Never complain, never explain» («Ποτέ μη δίνεις αφορμές, ποτέ μη δίνεις εξηγήσεις»).
«Δεν το θεωρούσα προσβλητικό. Η διαδοχή ήταν σαν τον καιρό, ή τις θέσεις των πλανητών, ή την εναλλαγή των εποχών. Ποιος έχει τον χρόνο να ανησυχεί για πράγματα που είναι αδύνατο να αλλάξουν; Ποιος θα έκανε τον κόπο να ενοχληθεί από μια μοίρα χαραγμένη στην πέτρα; Ένας Ουίνδσορ πρέπει να διακρίνει τις αλήθειες που είναι αναλλοίωτες και αιώνιες και να τις διώχνει από τη σκέψη του. Πρέπει να αφομοιώνει τις βασικές παραμέτρους της ταυτότητάς του και να ξέρει ποιος είναι, πράγμα που είναι πάντα συνάρτηση του ποιος δεν είναι. Δεν ήμουν η γιαγιά. Δεν ήμουν ο μπαμπάς. Δεν ήμουν ο Γουίλι».
«Η διαδοχή ήταν σαν τον καιρό, ή τις θέσεις των πλανητών, ή την εναλλαγή των εποχών. Ποιος έχει τον χρόνο να ανησυχεί για πράγματα που είναι αδύνατο να αλλάξουν; Ποιος θα έκανε τον κόπο να ενοχληθεί από μια μοίρα χαραγμένη στην πέτρα;»
Ποιος είναι όμως τελικά ο Χάρι; Αυτό υποτίθεται πως φιλοδοξεί και προτίθεται να αποκαλύψει στις 480 σελίδες του βιβλίου του, το οποίο μπορεί να στριμώξει την οικογένειά του αλλά θα είναι και μια πρώτης τάξεως παρηγοριά για τους συμπατριώτες του. Ενας αντιπερισπασμός από τα πολλά με τα οποία έχουν να αναμετρηθούν τον τελευταίο καιρό οι Βρετανοί (βλ. ενεργειακή ακρίβεια, πολιτικές κρίσης, συρρικνούμενη οικονομία, απεργίες).
Πάντως, ακόμα και στο φαινομενικά αθώο απόσπασμα που επικεντρώνεται στα μικράτα του φροντίζει να διεκδικήσει το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό – έστω και όψιμα, έστω και καθρεφτίζοντας τον εαυτό του στο παράδειγμα της προ-προγιαγιάς του βασίλισσας Βικτωρίας. «Κοντά στο ασανσέρ της γιαγιάς (σ.σ.: στο Μπαλμόραλ) βρισκόταν μια μικρή σκάλα με βαριά σιδερένια κάγκελα. Οδηγούσε στον δεύτερο όροφο, όπου υπάρχει ένα άγαλμα της βασίλισσας Βικτωρίας. Πάντα υποκλινόμουν όταν περνούσα από μπροστά της. Μεγαλειοτάτη! Το ίδιο και ο Γουίλι. Την έβρισκα απίστευτα επιβλητική αυτή τη “Γιαγιά της Ευρώπης”, και όχι μόνο επειδή την αγαπούσε η γιαγιά. Η Βικτωρία γνώρισε έναν μεγάλο έρωτα και τεράστια ευτυχία, αλλά η ζωή της ουσιαστικά ήταν τραγική.
»Ο πατέρας της λέγεται ότι διεγειρόταν σεξουαλικά βλέποντας να μαστιγώνουν στρατιώτες, ενώ ο αγαπημένος σύζυγός της, ο Αλβέρτος, πέθανε μπροστά στα μάτια της. Επιπλέον, στη διάρκεια της μακρόχρονης, μοναχικής βασιλείας της, επτά διαφορετικοί υπήκοοι την πυροβόλησαν οκτώ φορές σε οκτώ διαφορετικές περιπτώσεις. Ούτε μία σφαίρα δεν βρήκε τον στόχο της. Τίποτα δεν μπορούσε να αγγίξει τη Βικτωρία». Φυσικά και ο παραλληλισμός του είναι, λογοτεχνικά τουλάχιστον, ευφυής.
«Στη διάρκεια της μακρόχρονης, μοναχικής βασιλείας της, επτά διαφορετικοί υπήκοοι την πυροβόλησαν οκτώ φορές σε οκτώ διαφορετικές περιπτώσεις. Ούτε μία σφαίρα δεν βρήκε τον στόχο της. Τίποτα δεν μπορούσε να αγγίξει τη Βικτωρία»
Ωστόσο, ο ίδιος ξεχνά πως το αλύγιστο του χαρακτήρα και τη στωικότητα της βασίλισσας Βικτωρίας είναι πολύ πιθανό να μην τα έχει κληρονομήσει μόνο εκείνος, αλλά και οι εξ αίματος συγγενείς του, που, βάσει του παραπάνω, μπορεί να αντιμετωπίσουν τα απομνημονεύματά του όχι ως αφορμή για κόκκινο συναγερμό, αλλά σαν μία ακόμα ημέρα στο γραφείο.
Πηγή: protothema.gr