Η Daisy Edgar Jones μοιράστηκε σε μια νέα συνέντευξή της ένα επεισοδιακό ταξίδι στο Άμστερνταμ, όπου είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει χόρτο για πρώτη φορά αλλά κατέληξε σε ασθενοφόρο.
Όλα άρχισαν όταν αποφάσισε με μια φίλη της, τη Nancy, να πάρουν ένα ενιαίο εισιτήριο τρένου που τούς έδινε την ευκαιρία να επισκεφτούν όποια πόλη της Ευρώπης ήθελαν. «Κάναμε μια λίστα και ξεκινήσαμε για δύο εβδομάδες». Όταν κατέληξαν στο Άμστερνταμ, έκριναν απαραίτητο να δοκιμάσουν χόρτο. «Για τέσσερις μέρες, τρελαθήκαμε. Φάγαμε μπράουνι και, την τελευταία μέρα, καθίσαμε σε ένα από εκείνα τα καφέ και μας έδωσαν το μενού, είχε πολύ πράγμα».
Έκαναν μια επιλογή με τέσσερις διαφορετικές ποικιλίες χόρτου και κάπως έτσι βρέθηκαν στην άκρη ενός καναλιού, να ξεκαρδίζονται και να κατουριούνται στα γέλια. «Και μετά είχα αυτή την παρανοϊκή σκέψη, ότι δεν θα σταματήσω ποτέ να γελάω. Ήμουν σαν τον Τζόκερ. Ήμουν σε φάση, αυτό δεν μου αρέσει πια, ας σταματήσει. Άρχισα να παθαίνω κρίση πανικού και ένιωσα την καρδιά μου να επιταχύνει. Δεν ξέρω τι συνέβη μετά. Νομίζω ότι λιποθύμησα, αλλά ανέκτησα τις αισθήσεις μου μέσα σε ένα ασθενοφόρο, με διάφορα καλώδια συνδεδεμένα πάνω μου και τη Nancy ακόμα “χάι”. Αναρωτήθηκα τι μου συνέβη και ο τύπος μού είπε, είσαι καλά, απλά είχες μια κρίση πανικού». Καθώς αυτό δεν πήγε πολύ καλά, από τότε η ηθοποιός αποφάσισε ότι «αυτό δεν είναι για εμένα».
Σε παλαιότερη συνέντευξή της για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Κάια στην ταινία «Εκεί που τραγουδούν οι καραβίδες», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο, η ηθοποιός είχε πει: «Υπάρχουν τόσο πολλά που μου άρεσαν σε αυτή τη δουλειά. Είχα διαβάσει το βιβλίο και ήμουν ήδη ερωτευμένη με τον κόσμο της Όουενς και την κεντρική ηρωίδα της. Μου άρεσε πολύ το γεγονός ότι η ιστορία επικεντρωνόταν γύρω από μία νέα γυναίκα που περνά τόσες δυσκολίες και βρίσκει, παρ’ όλα αυτά, τον τρόπο να θριαμβεύσει. Συντηρεί τον εαυτό της, επιβιώνει μόνη της στη φύση και είναι τόσο επίμονη και ανθεκτική και δυνατή και αστεία και γενναία, ένας άνθρωπος με πολλά επίπεδα. Σκέφτηκα απλώς ότι είναι ένα υπέροχο πλάσμα και ότι θα ήθελα πολύ, αν τα καταφέρω, να περάσω ένα διάστημα ενσαρκώνοντάς την… Για να μπω στο πετσί του ρόλου χρειάστηκε να διαβάσω το βιβλίο ξανά και ξανά και ξανά και ξανά… Έχει γίνει μάρτυρας ενδοοικογενειακής βίας και την έχει υποστεί και η ίδια, η οικογένειά της την έχει εγκαταλείψει, όπως και το πρώτο της αγόρι. Και παρ’ όλα αυτά βρίσκει τον τρόπο να επιβιώσει και να καταφέρει κάτι στη ζωή της, να θριαμβεύσει. Έπειτα περνά πολύ δύσκολα και με το δεύτερο αγόρι της, τον Τσέις, φτάνει μέχρι και να κατηγορηθεί για φόνο… Για να την υποδυθώ έμαθα να μιλάω με την προφορά της περιοχής, πώς να κουμαντάρω μια βάρκα και βέβαια πολλά χρήσιμα στοιχεία για το τοπίο και τη ζωή στους βάλτους».