Δώσαμε ραντεβού στη Σφίγγα, εκεί όπου θα βρίσκεται ακόμα τρία Σάββατα, 23 και 30 Νοεμβρίου και 7 Δεκεμβρίου, με την μουσική παράσταση «2ω και 26λ με το χρόνο». Με υποδέχτηκε στο καμαρίνι της, λίγα λεπτά πριν ανοίξουν οι πόρτες για να μπει το κοινό, σε ένα από τα προηγούμενα Σάββατα. Δεν είχε κανένα άγχος αν θα προλάβει να ετοιμαστεί, κάθισε ακριβώς απέναντί μου και ξεκίνησα τις ερωτήσεις. Ένα τεχνικό λάθος μας έκανε να σταματήσουμε για λίγο τη συνέντευξη. Η αλήθεια είναι ότι είχα ξεχάσει να πατήσω το rec στο μαγνητόφωνο γιατί με συνεπήρε η κουβέντα. Αυτή που ξεκινήσαμε μετά τις απαραίτητες συστάσεις καθώς ήταν η πρώτη φορά που τα λέγαμε από κοντά. Δεν της το είπα εκείνη τη στιγμή αλλά ούτε και στάθηκε σε αυτό. Αντίθετα συνέχισε χαμογελαστή και πολύ πρόθυμη να επαναλάβει όσα είχαμε πει την ώρα που νομίζαμε και οι δύο ότι «γράφει». Δεν γυρίσαμε ποτέ πίσω, σε αυτά της αρχής. Πώς να γυρίσεις πίσω ένα ποτάμι από λέξεις και συναισθήματα που κυλάει; Και η κουβέντα μας με τη Ρίτα Αντωνοπούλου κύλησε κάπως έτσι…
«Δεν υπήρχε το όνειρο μεγαλώνοντας ‘αχ, θέλω να γίνω τραγουδίστρια’. Εγώ απλά ήθελα να τραγουδάω. Όλο το υπόλοιπο δεν με ενδιέφερε και πάρα πολύ.»
Στην πορεία όμως δεν είπες ποτέ «θέλω να γίνω τραγουδίστρια»; Δεν θυμάμαι ποτέ να έχω πει «θέλω να γίνω τραγουδίστρια». Ποτέ! Νομίζω ότι αυτό ήρθε σαν κατάσταση, το ότι είμαι τραγουδίστρια, από το ότι ξεκίνησα να δουλεύω από τα 18 και μετά. Ήρθε η στιγμή που σταμάτησα και την πρωινή δουλειά (σ.σ. τα πρώτα χρόνια έκανε παράλληλα δουλειά γραφείου) και πια ήταν μόνο αυτό. Αυτό συνέβη όμως όταν γνώρισα τον Θάνο Μικρούτσικο, το 2006. Μέχρι τότε είχα και την πρωινή μου δουλειά.
Ήταν δικλείδα ασφαλείας λόγω της ανασφάλειας του χώρου ή της προσωπικής σου ανασφάλειας; Επειδή αγαπάω πάρα πολύ αυτό το είδος τραγουδιού, αυτό που κάνω, δεν ήθελα ποτέ να εξαρτώμαι οικονομικά από αυτό. Σκεφτόμουν ότι θέλω να μπορώ να κάνω επιλογές και να τραγουδάω μόνο αυτά που θέλω, όπως θέλω εγώ. Η πρωινή δουλειά μου έδινε την ασφάλεια του, αρχίζοντας να δουλεύω από μικρή και έχοντας τα δικά μου χρήματα, να μη χρειάζεται να ζητάω από τους γονείς μου και να μπορώ να κάνω το τραγούδι όπως μου αρέσει. Από το 2006 που γνώρισα τον Θάνο και μετά, δεν μπορούσε να γίνει αυτό. Δεν γινόταν να δουλεύω και πρωί, έπρεπε να το αφήσω. Κι έτσι έγινε.
Αυτό είχε να κάνει και με το ότι ο Θάνος ήταν πολύ απαιτητικός; Είχε να κάνει με το ότι δουλεύαμε κανονικά, συστηματικά. Θυμάμαι, με ρώτησε κάποια στιγμή, στη δεύτερη φορά που είχαμε βρεθεί: «ρε κορίτσι μου, αν εγώ σου σε έλεγα όχι, δεν θα δουλέψουμε, μαζί ποιο ήταν το plan b;» Του είπα: «δεν υπήρχε plan b. Θα επέστρεφα στην πρωινή μου δουλειά και θα συνέχιζα να τραγουδάω όπως το κάνω τώρα, σαν χόμπι.» Και ήταν πάρα πολύ αυστηρός όταν μου είπε: «μην το ξαναπείς αυτό. Αυτό δεν θα το ξαναπείς ποτέ, είσαι γεννημένη τραγουδίστρια. Δεν θα ξαναδουλέψεις ποτέ πρωί». Νομίζω αυτή ήταν η ατάκα, από αυτόν τον άνθρωπο, που με έκανε να πάρω την απόφαση και να πω ναι, αυτό θα κάνω.
Πλέσσας, Κραουνάκης, Μικρούτσικος, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος. Πώς μπορεί να νιώθει ένας καλλιτέχνης έχοντας όλες αυτές τις συνεργασίες στο βιογραφικό του; Ευτυχής. Δηλώνω ευτυχής και πάρα πολύ τυχερή που βρέθηκα στο δρόμο αυτών των ανθρώπων, που βρεθήκαν στο δικό μου και καταφέραμε να συμπράξουμε. Είναι τεράστια τιμή. Αυτό είναι κάτι που έχει γίνει και μετά το κουβαλάς. Το παίρνεις μαζί σου και πας.
Τον Μικρούτσικο όλοι τον λέμε Θάνο. Εσύ γιατί του μιλάς ακόμα στον πληθυντικό; Ακόμα, και είναι αστείο γιατί δεν μπορώ να τον φωνάξω από μακριά. Τι να του πω; Μετά από τόσα χρόνια είναι αστείο να φωνάξω «κύριε Θάνο». (Γελάει.) Δεν μπορώ όμως να πω «Θάνο», δεν μου βγαίνει με αυτόν τον άνθρωπο. Πρέπει να είμαι η μόνη που του μιλάει στον πληθυντικό από όλους τους συνεργάτες. Γιατί δεν είναι άνθρωπος που είναι αυστηρός και σου επιβάλει τον πληθυντικό, καμία σχέση. Αυτός είναι πιο τρελός από όλους μας. Εγώ όμως δεν μπορώ, δεν μου βγαίνει με τίποτα. (Γελάει.)
Τι κρατάς από όλα αυτά τα χρόνια της συνεργασίας με τον Θάνο Μικρούτσικο; Από πού να αρχίσεις; Όλο αυτό με έπλασε με κάποιον τρόπο. Το δικό του πάθος, η δική του τρέλα επάνω στη σκηνή, ο τρόπος που τραγουδούσε και ερμήνευε τα δικά του κομμάτια. Ήταν κι αυτός που με έκανε, από την αρχή, να πιστεύω ότι ταιριάζω σε αυτό και ότι εκεί θέλω να πάω. Ουσιαστικά, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, με διαμόρφωσε αλλά δεν μπορώ να πιαστώ από ένα πράγμα. Σαν να μεγάλωσα μαζί του.
Στη συνείδηση του κόσμου τα ονόματά σας είναι ταυτισμένα. Ένιωσες ποτέ ότι αυτό σε εγκλώβισε; Δεν ένιωσα εγκλωβισμό γιατί πάντα υπήρχε η ελευθερία ότι μπορείς να κάνεις ότι θέλεις. Δεν είχε πει ποτέ ο Θάνος όχι δεν θα πας εκεί ή θα κάνουμε αυτό μαζί. Σε καμία περίπτωση. Ίσα ίσα που μου έλεγε «πήγαινε κάνε, δεν θα μπω στο γηροκομείο και θα σε φέρω να κάνεις συναυλίες». Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος.
Θα μπορούσε βέβαια να το κάνει. (Γέλια.)
Υπήρχε πάντα η ατμόσφαιρα της ελευθερίας ως προς τη δική μου μεριά και όποτε ήθελα εγώ να κάνω κάτι το έκανα. Το έκανα μέσα στα χρόνια. Απλά ήταν τόσο δυνατό αυτό που είχαμε κάνει μαζί που πάντα ήταν πιο πάνω. Αυτό έβγαινε προς τα έξω.
Τον νιώθεις σαν οικογένεια πια; Τελείως οικογένεια. Ο μουσικός μου μπαμπάς. Και όχι μόνο μουσικός, γατί μετά από τόσα χρόνια τον νιώθω δικό μου άνθρωπο, οικογένεια. Το έχω πει κι άλλες φορές αλλά το εννοώ πραγματικά.
Της εκμυστηρεύομαι ότι για μένα, όπως και για πολύ κόσμο, ο Θάνος σημαίνει οικειότητα. Διαβάζοντας το βιογραφικό βιβλίο του που έγραψε μαζί με τον Οδυσσέα Ιωάννου και παρακολουθώντας την πορεία του νιώθω ότι έχει χτίσει μια δυνατή σχέση με τον κόσμο. Ίσως και λόγω του ότι ήταν πάντα ανοιχτός και μοιραζόταν τα πάντα. Από πολιτικές απόψεις και σκέψεις μέχρι τα πρόσφατα προβλήματα υγείας.
Γιατί όταν είσαι αληθινός άνθρωπος, αυτό είναι που μετράει στη συνείδηση του κόσμου. Το εισπράττεις. Εισπράττεις την αλήθεια ενός απλού ανθρώπου που, σε τι διαφέρει; Απλά έχει το ταλέντο να γράφει αυτή τη μουσική που γράφει. Ένας απλός άνθρωπος που βγαίνει και μιλάει και συνομιλεί μαζί σου και με λόγο αλλά και με μουσική. Αυτό είναι, δεν γίνεται να μη σε αγγίξει.
Η αγάπη του κόσμου σε συγκινεί κι εσένα; Πολύ. Κι αυτό αλλάζει, χρόνο με το χρόνο, μεγαλώνει και τι να πεις μετά. Πραγματικά δεν ξέρω τι να σου πω πάνω σε αυτό. Όταν βγαίνω στη σκηνή και βλέπω τον κόσμο από κάτω και ταυτόχρονα σκέφτομαι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ξεκίνησαν, έφυγαν από το σπίτι τους, για να έρθουν εδώ κοντά μου, να πληρώσουν για να με ακούσουν, δεν ξέρω τι να πω. Δεν ξέρω τι να τούς πω. Το ευχαριστώ είναι λίγο.
Είσαι από τους καλλιτέχνες που αφήνεις την ψυχή σου στη σκηνή. Για μένα δεν έχει νόημα αλλιώς. Αν άρχιζα να το κάνω διεκπαιρεωτικά δεν μπορώ να σκεφτώ τι θα έχει προηγηθεί. Δεν μπορώ να με φανταστώ να το κάνω έτσι. Δεν είναι αυτό για μένα. Μόνο αν εκφράζομαι νιώθω καλά. Μόνο αν το κάνω έτσι, αλλιώς δεν έχει νόημα.
Αυτή η σιγουριά και η δύναμη που φαίνεται ότι έχεις όταν βγαίνεις στη σκηνή υπάρχει κι όταν κατεβαίνεις από αυτή; Δεν υπάρχει η ίδια αυτοπεποίθηση. Για πολλά χρόνια μάλιστα ένιωθα ότι είμαστε δύο άνθρωποι. Μία που ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και μία που είναι κάτω από αυτή. Έχω προσπαθήσει πολύ να μας φέρω σε επαφή και τις δύο και νομίζω ότι τα πάω καλά, είμαι σε καλό δρόμο. Απλά πάνω στη σκηνή νιώθω ότι είναι ο χώρος έκφρασής μου. Είναι σαν να μου ανοίγεις την πόρτα και να μου λες: ξαμολήσου και κάνε ό,τι γουστάρεις, δεν έχει σημασία τίποτα. (Γελάει.) Κάτω από τη σκηνή δεν το κάνω αυτό. Θα τα σκεφτώ περισσότερο τα πράγματα, θα είμαι πιο συγκρατημένη. Δεν θα είμαι τόσο ανοιχτή. Πολύ θα ήθελα όμως να κερδίσω κάτι από όλο αυτό και να το κρατήσω και κάτω από τη σκηνή.
Η δουλειά που κάνεις με τον εαυτό σου είναι ένας λόγος που στις περιοδείες επιλέγεις να απομονώνεσαι; Ναι, είμαι αντικοινωνική. Δεν μπορώ να το αλλάξω νομίζω αυτό. Ίσως γιατί οι περιοδείες είναι ένας τρόπος να έχω χρόνο για μένα. Επειδή μέσα στην καθημερινότητα τρέχουν όλα τα υπόλοιπα πράγματα, είναι πολύ δύσκολο να βρω χρόνο για μένα.
Όταν φεύγω, ακόμα κι αν είναι για δουλειά, είναι χρόνος δικός μου. Άρα μάλλον αυτό που έχω ανάγκη είναι να ασχοληθώ με εμένα, με τις δικές μου ανάγκες.
Να μείνω λίγο μόνη μου, να διαβάσω το βιβλίο μου, να κοιμηθώ ό,τι ώρα θέλω, να ξυπνήσω ό,τι ώρα θέλω και να μην ακολουθήσω κανένα άλλο πρόγραμμα. Εξάλλου δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν ξενυχτάω γιατί προσέχω τη φωνή μου, τι να πάω να κάνω; Αν δεν με πείραζε, πιθανότατα να το έκανα αλλά δεν μπορώ. Την άλλη μέρα δεν θα είμαι καλά για να αποδώσω.
Επάνω στη σκηνή δεν κοροϊδεύω, δίνω τα πάντα. Όταν δεν είμαι καλά με πιάνει μεγάλη θλίψη. Με πιάνει άγχος ότι δεν θα τα καταφέρω.
Γιατί να το περνάω αυτό; Πρέπει να είμαι καλά. Είσαι σαν αθλητής όταν το κάνεις όπως θέλω να το κάνω εγώ. Κάνεις πρωταθλητισμό άρα στον πρωταθλητισμό υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες -και όρια- κι εγώ θέλω να τους ακολουθώ. Για να είμαι καλά και να νιώθω ότι προχωράω χωρίς κανένα πρόβλημα, κάνοντας αυτό που αγαπάω. Έχει πολλές θυσίες αυτό από πίσω αλλά από την άλλη, είμαι σε αυτή την ευλογημένη κατηγορία των ανθρώπων που κάνουν αυτό που αγαπούν και ζουν από αυτό κι εκφράζονται μέσα από αυτό.
Είναι εύκολο να βιοποριστείς από αυτή τη δουλειά; Δεν είναι εύκολο όπως είναι η κατάσταση τώρα. Παλιά τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Δεν τα προλάβαμε, τα ξέρουμε όμως. Πλέον δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, όπως δεν είναι για κανέναν όμως. Από την άλλη, όπως λειτουργεί όλος ο κόσμος και έχει plan b και plan c, και στο δικό μας μυαλό μπορεί να παίζει αυτό κάποια στιγμή. Αν χρειαστεί θα πρέπει να κάνω κάτι άλλο. Αν δεν μπορώ να ζήσω κάποια στιγμή από αυτό δεν θα πρέπει να κάνω κάτι άλλο; Έχω ένα παιδί. Τι θα κάνω;
Η μικρή έχει έρθει σε live; Φυσικά με έχει ακούσει μέσα στα χρόνια. Ακόμα δεν είναι φαν να έρχεται στις παραστάσεις. Κουράζεται. Είναι 9 χρονών. Δεν της αρέσει και πάρα πολύ όλο αυτό που συμβαίνει με τον κόσμο μετά, που πρέπει να χαιρετήσω και να μιλήσω. Εκείνη θέλει να φύγουμε να πάμε σπίτι μας. Να είμαι δική της μόνο. (Γελάει.) Με τα χρόνια νομίζω θα το εισπράξει διαφορετικά. Χαίρεται όμως όταν συμβαίνουν διάφορα που την αφορούν. Για παράδειγμα, όταν πάμε στο λούνα παρκ και κάποιος με αναγνωρίζει και έχει free στα παιχνίδια, εκεί η Φαίδρα λέει «μαμά, τι ωραία». (Γελάει.) Σε άλλες φάσεις, προς το παρόν, απλά το παρατηρεί και δεν σχολιάζουμε πάνω σε αυτό. Της κάνει πολύ εντύπωση πολλές φορές. Ας πούμε όταν ένα παιδάκι της λέει κάτι στο σχολείο έρχεται και μου λέει «μαμά, ήρθε ένα κοριτσάκι και μου είπε…». Της κάνει εντύπωση και μου αρέσει αυτό.
Πώς ισορροπήσεις στην καθημερινότητα δουλειά και οικογένεια; Γίνομαι λάστιχο γενικά στην καθημερινότητα. Ξυπνάω στις 6:30 το πρωί, πάω το παιδί σχολείο και μετά κάνω όλες τις δουλειές μέχρι να την πάρω από το σχολείο. Μετά, θα φάμε, θα διαβάσει, μπορεί να πάμε στο χορό ή σε κάποια άλλη δραστηριότητα ή μπορεί να έχω κάποια άλλη δουλειά εγώ. Χαμός γίνεται αλλά δεν πειράζει, είναι ωραία. Κι από την κόρη μου γεμίζω και δεν μπορώ καν να το περιγράψω -δεν μπορείς να το περιγράψεις αυτό που παίρνεις από τη σχέση σου με το παιδί – κι από τη δουλειά μου γεμίζω. Να γκρινιάζω; Δεν έχω λόγο.
Σε άλλαξε η μητρότητα; Πολύ! Αλλάζεις τελείως γιατί από εκεί που είσαι “παρτάκι” και όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από σένα και είσαι το κέντρο ου σύμπαντός σου, ξαφνικά η κουκκίδα μετατοπίζεται και είναι κάποιος άλλος το κέντρο του κόσμο σου. Κι αυτός ο άλλος έχει απαιτήσεις, σε χρειάζεται, περιμένει από σένα. Άρα αλλάζουν όλα, όλη η κοσμοθεωρία σου.
Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις τύψεις όταν λείπεις; Πλάκα κάνεις; Συνέχεια! Και δεν μπορώ και να αποφύγω και το να σκέφτομαι «και τότε που είχε γίνει αυτό και που δεν ήμουν». Δε γίνεται να το αποφύγεις αυτό. Από την άλλη, σκέφτομαι ότι δεν είμαι η μαμά που δουλεύει 9 με 6 το απόγευμα και γυρίζει σπίτι απλά για να πέφτει με το παιδί για ύπνο. Εγώ είμαι κάθε μέρα εκεί, την πάω σχολείο, γυρίζουμε, πάμε παντού μαζί, διαβάζουμε. Θα τύχει να λείψω, έτσι είναι η δουλειά μου, αλλά οκ, είναι κι άλλες φορές που είμαστε συνέχεια μαζί.
Ήταν πάντα στο μυαλό σου να κάνεις παιδί; Όχι δεν ήταν. Δεν ήμουν αυτής της φιλοσοφίας. Γενικά και οι δικοί μου δεν το περίμεναν ότι μάλλον θα μπω σε αυτή τη διαδικασία. Θα σου πω μια ωραία ιστορία: Όταν προσπαθούσαν πουν στη γιαγιά μου τα νέα ότι είμαι έγκυος δεν της το είπαν από την αρχή. Της λέγανε ποιος είναι, πες. Είπε όλα τα ξαδέρφια, που ήταν και 45 χρονών, κι για εμένα δεν της πέρασε καν από το μυαλό της να πει. (Γελάει.) Να της λέει ο αδερφός μου «βρε γιαγιά, η Ρίτα». «Η Ρίτα; Είναι έγκυος η Ρίτα; Μη χειρότερα Παναγιά μου!» (Γελάει.) Οπότε καταλαβαίνεις από το σκηνικό ότι ήταν έκπληξη όλων. Μάλλον έρχεται απλά η ώρα, δεν ξέρω αν χτυπάει καμπανάκι. Νομίζω ότι κάπως έτσι γίνεται με εμάς τις γυναίκες. Έρχεται κάποια ώρα που γνωρίζεις έναν άνθρωπο ή υπάρχουν κάποιες συνθήκες και βγαίνει.
Η κόρη σου έχει το ταλέντο της μαμάς; Δεν τη βλέπω για τραγουδίστρια γιατί, τουλάχιστον μπροστά μου, δεν τραγουδάει ποτέ. Ντρέπεται φρικτά. Μάλλον ντρέπεται λόγω της ιδιότητάς μου. Φοβάται την κριτική, αν θα είναι καλή; Ποιος ξέρει; Αν κι εγώ δεν την κρίνω ποτέ αλλά αυτά είναι σκέψεις του παιδιού. Έχει δηλώσει όμως το παιδί ότι θέλει να γίνει ηθοποιός. Άρα υπάρχει άλλο πλάνο. Θα κάνει αυτό που άφησα εγώ στη μέση. (Γελάει.)
Από αυτά που κόπηκαν στο μοντάζ (βλέπε απομαγνητοφώνηση) αλλά αξίζει να ειπωθούν είναι ότι η Ρίτα ήταν ένα αρκετά ντροπαλό παιδί. Το έχει δουλέψει όμως πολύ και έχει κάνει και πέντε χρόνια ψυχοθεραπείας. Το τραγούδι και μάλιστα το συγκεκριμένο είδος που υπηρετεί ήταν μονόδρομος για εκείνη και για αυτό αν γυρνούσε το χρόνο πίσω δεν θα άλλαζε τίποτα. Έκανε όλες τις επιλογές που την έκαναν να νιώθει καλά. Στα μελλοντικά της σχέδια είναι και το θέατρο που ήδη βέβαια υπάρχει έντονο και στις μουσικές παραστάσεις της. Έχει άγχος για το αν θα έχουν επιτυχία τα live της, ανασφάλειες για το ταλέντο της όμως δεν είχε ποτέ. Όπως δεν είχε ποτέ και αυλή. «Θέλω αλήθεια. Αν καταλάβω ότι είσαι υπερβολικός σε αυτά που μου λες ξενερώνω αφάνταστα. Και το δείχνω κανονικά» αναφέρει χαρακτηριστικά. Όλοι της οι φίλοι είναι από τα παιδικά της χρόνια κι αν είναι να βγουν θα πάνε κινηματογράφο, θέατρο ή θα κάτσουν να τα πουν με καφέ σε σπίτι. Απλά πράγματα. Για αυτό της έχουν δώσει και τον χαρακτηρισμό η «Κυρία Φυσιολογική». Ασχολείται με το Instagram αλλά δεν την ενδιαφέρει να ανεβάζει κάθε προσωπική της στιγμή στα social media, ούτε τι έφαγε ούτε πού είναι τώρα. «Θα υπάρξει ασθένεια του κινητού. Θα έρθει η Παγκόσμια Ημέρα Κατά του Κινητού. Θα υπάρχει» λέει και γελάει για ακόμα μια φορά. Γελάει, όπως διαπίστωσα, πολύ και αληθινά.