Χτυπά πένθιμη καμπάνα, μία σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιός με πολιτική δράση και καυστικό λόγο, κλείνει τα μάτια της και προχωρά προς το αιώνιο ταξίδι. “Έφυγε νωρίς”, “Είχε πολλά, ακόμα, να προσφέρει”, “Ζήτω η Μελίνα Μερκούρη”, φώναζαν όλοι με δάκρυα στα μάτια.
Σαν σήμερα, πριν από 26 χρόνια, έφυγε η Μελίνα Μερκούρη, η Μελίνα μας, μία φράση που την έκανε ευτυχισμένη. «Δεν υπάρχει πιο μεγάλο κομπλιμέντο για μένα, όταν με σταματάνε στο δρόμο και μου λένε “Μελίνα μας”. Βρίσκω ότι είναι το πιο τρυφερό πράγμα που μου έχει συμβεί, ότι είμαι το κτήμα όλων», είχε δηλώσει.
Στις 6 Μαρτίου του 1992, τα ελληνικά και τα ξένα μέσα αποχαιρέτησαν μια σπουδαία γυναίκα, που πάλεψε για την Ελλάδα. Στην κηδεία της συγκεντρώθηκε ίσως ο περισσότερος κόσμος, μετά από την πάνδημη κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου κατά την διάρκεια της δικτατορίας. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους.
Την ώρα της κηδείας της, τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Broadway παραμένουν κλειστά, ενώ σβήνουν τα φώτα για ένα λεπτό σε ένδειξη πένθους, πρακτική που συνηθίζεται για τους Αμερικανούς ηθοποιούς, που πρωταγωνίστησαν στις θεατρικές σκηνές της Νέας Υόρκης. Η Μελίνα υπήρξε η μοναδική ξένη ηθοποιός που τιμήθηκε με αυτό τον τρόπο από το Broadway.
«Είμαστε νέοι και η ζωή είναι μικρή – ας τη ζήσουμε. Ας τη γλεντήσουμε όσο είναι ακόμα καιρός!»
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η Μελίνα Μερκούρη αγάπησε και την αγάπησε η ζωή. Δεν ήθελε να σκέφτεται πολύ για τις πράξεις της, γιατί ο χρόνος κυλούσε κι εκείνη έτρεχε να τον προλάβει. Αυθόρμητη, γοητευτική και αρκετά δυναμική, αντιμετώπιζε τη ζωή της με σεβασμό, χαρά και κέφι. Ο εκρηκτικός χαρακτήρας της, έβρισκε πολλούς οπαδούς και άλλους τόσους εχθρούς. Δεν την ένοιαζε όμως και συμβούλευε τους πάντες, να “κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί να είναι πολύ”.
«Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα»
Η Μελίνα ήταν από τις σημαντικότερες Ελληνίδες ηθοποιούς, δηλώνοντας σε κάθε της συνέντευξη ότι έχει δύο αγάπες, το θέατρο και την Ελλάδα. Όταν έμαθε για το πραξικόπημα στην Ελλάδα, βρισκόταν στην Νέα Υόρκη, καθώς πρωταγωνιστούσε σε παράσταση του Broadway μαζί τον Ζυλ Ντασσέν. Όταν την ενημέρωσε ο Μάνος Χατζιδάκις για την κατάσταση στην Ελλάδα, δεν έχασε στιγμή. Μίλησε στα αμερικανικά ΜΜΕ, κάνοντας δηλώσεις εναντίον της Χούντας. Ως αντίποινα οι πραξικοπηματίες, μέσω του Παττακού, της αφαίρεσαν την ελληνική ιθαγένεια. Ως απάντηση, έλαβε την εξής ιστορική φράση: “Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας.”
“Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω. Αν όμως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ.”
Μαζί με τον Ζυλ Ντασσέν, τον Μίκη Θεοδωράκη και με άλλους φίλους, η Μελίνα έγινε ο εφιάλτης τής χούντας, απογορεύοντάς της την είσοδο στη χώρα. Η ίδια, ως ένδειξη διαμαρτυρίας ξεκίνησε πολιτική περιοδεία στις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ συμμετείχε σε διαδηλώσεις, απεργίες πείνας, συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις. Η Μελίνα έδινε συνεντεύξεις, έκανε ομιλίες, τραγουδούσε ενάντια στους συνταγματάρχες και η χούντα αντέδρασε, απαγορεύοντας στην Ελλάδα τα τραγούδια της και δεσμεύοντας την περιουσία της. Ο θάνατος του πατέρα της την βρήκε στη ξενιτιά, χωρίς ιθαγένεια και χωρίς διαβατήριο, ενώ στο θάνατο της μητέρας της το 1972, της επέτρεψαν την είσοδο στη χώρα για λίγες ώρες.
Στις 26 Ιουλίου του 1974, δύο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο γίνεται διαδήλωση. Η Μελίνα Μερκούρη κατεβαίνει από το αεροπλάνο κάνοντας το σήμα της νίκης και χάνεται στις αγκαλιές των αγαπημένων της.
Οραματιζόταν μέχρι τον θάνατό της, την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Η ίδια ξεκίνησε την εκστρατεία θίγοντας το θέμα επίσημα στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό. «Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα για μας», δήλωνε. «Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας». Και συνεχίζει: «Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ».
“Δεν βγαίνω πια έξω από τότε που έπαψα να φλερτάρω.”
Ένα μυθικό πρόσωπο, με σπουδαία ελληνική προσφορά, έμεινε στην αιωνιότητα και για τους ερωτικούς της συντρόφους. Η ίδια ομολογεί μέσα από την αυτοβιογραφία της πως τη ζωή της την πλαισίωναν πολλοί άνδρες, όμως μόνο 4 ήταν ικανοί να μείνουν δίπλα της.
Ο πρώτος της έρωτας άκουγε στο όνομα Γιώργος Παππάς. “Μια μέρα στο θέατρο είδα τον Γιώργο Παππά. Τρελάθηκα.Ήταν ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας, ήμουν 14 ετών και, βέβαια, το έμαθαν στο σπίτι μου. Ο Γιώργος ήταν ψηλός, με έντονα χαρακτηριστικά, μυστηριώδης. Ήταν 35 χρόνων.” Η “απώλεια” της παρθενιάς της στάθηκε η αφορμή να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας.“Για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τον παππού μου τσακισμένο κι αδύναμο. Κόντεψε να λιποθυμήσει. Ο πατέρας μου μού είπε πως ο άντρας που πήρε την παρθενιά μου ήταν γνωστός παλιάνθρωπος. Κλαίγοντας με λυγμούς, ορκίστηκα πως ήταν ψέματα. Αλλά δεν με πίστεψε! Δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλη διέξοδο από την αυτοκτονία. Ρίχτηκα χαρούμενα στις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Έτσι στα δεκατέσσερα μου χρόνια γνώρισα την πρώτη μου αγάπη και θέλησα να πεθάνω. Υπήρξαν κι άλλες αγάπες αργότερα, αλλά ποτέ δεν ξανασκέφτηκα να πεθάνω για έναν άντρα».
Ο πρώτος της γάμος ήταν με τον Πάνος Χαροκόπος, ένας πάμπλουτος κτηματίας, αλλά φοβερά τσιγκούνη, “Ο Πάνος ήταν φοβερά τσιγκούνης! Αλλά ποτέ δεν του κράτησα κακία γι’ αυτό. Τον αγαπούσα ακόμα περισσότερο. Ήξερα πως έδωσε στην πρώτη του γυναίκα μια περιουσία για να μπορέσει να με παντρευτεί”, δήλωσε. “Παντρευτήκαμε σε μια εκκλησούλα στην Καλαμάτα, στην Πελοπόννησο. Οι μόνοι μάρτυρες ήταν οι κόρες του παπά του χωριού”. Η ίδια περιέγραφε τη νέα οικογενειακή της κατάσταση: «Ήμουν παντρεμένη. Ήμουν ελεύθερη. Ήμουν δεκαέξι χρονών».
Ο δεύτερος γάμος ήρθε με το μαυραγορίτη Φειδία Γιαδικιάρογλου, έναν από τους διευθυντές της περίφημης Εταιρίας Λιπασμάτων. «Από την αρχή της Γερμανικής Κατοχής, αντιλαμβανόμενος το ενδιαφέρον που είχαν οι κατακτητές για τα λιπάσματα, δεν δίστασε να συνεργαστεί μαζί τους», θυμόταν ο Ζάχος Χατζηφωτίου. Εκείνη υπέστει μεγάλο στιγματισμό εκείνη την εποχή, επιβεβαιώνοντας τη δική της άποψη για τη σχέση της με εκείνον: «Του έκλεβα χρήματα και τα ’δινα στον αδελφό μου, τον Σπύρο, για την Αντίσταση».
Όταν η Μελίνα ήταν ακόμη μαθήτρια, ένας ναυτικός δόκιμος τη φλέρταρε στις παρελάσεις. Ήταν φτωχός, αλλά η στολή τον έκανε εξαιρετικά ελκυστικό στις γυναίκες. Τον έλεγαν Πύρρο Σπυρομήλιο και έμελλε να είναι ο 3ος σύζυγός της. «Ο αγαπημένος μου Πύρρος, ο πιο γοητευτικός, ο πιο κεφάτος, ο πιο ελκυστικός άντρας. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο έδωσα εξ ολοκλήρου την καρδιά μου, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς φόβους. Η αγάπη του, η συντροφιά του, είναι απ’ τους θησαυρούς της ζωής μου», λέει η ίδια στην αυτοβιογραφία της. Θα μείνει μαζί του μέχρι της αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν γνώρισε τον Ζυλ Ντασέν.
Ο 4ος και τελευταίος σύζυγός “την βρήκε” στο φεστιβάλ των Καννών. Θα εκμυστηρευόταν τα συναισθήματά της για τον γαλανομάτη Ζυλ Ντασέν στον αδερφό της: «Αυτόν τον άντρα τον αγαπάω όσο δεν έχω αγαπήσει ποτέ. Είναι το πιο καταπληκτικό πλάσμα που έχω γνωρίσει… Για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι τόσο γεμάτη από την ύπαρξη κάποιου». Ενώ ο Ντασέν της είχε πει κατάματα ότι την συνάντησε: “I’m hooked” (πιάστηκα στο αγκίστρι)».
Στις τελευταίες συνεντεύξεις είχε πει: “Στα 18 νομίζω ότι κυριαρχεί ο ενθουσιασμός. Λες: “Θα τον αγαπώ σε όλη μου τη ζωή”. Στα 35 σου, αν ερωτευτείς, πρέπει να λες στον εαυτό σου ότι θα κρατήσει σ’ όλη σου τη ζωή. Νομίζω πως, όταν μια γυναίκα στα 35 λέει πως είναι ερωτευμένη, είναι ερωτευμένη και για την υπόλοιπη ζωή της. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεχάσει και να ξεκινήσει από την αρχή. Γιατί τότε γίνεται γελοίο. Γιατί στα 45 είσαι απελπισμένος και ερωτεύεσαι πράγματα που δεν το αξίζουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις».
“Από τη ζωή μέχρι το θάνατο, ένα τσιγάρο δρόμος”
Το τσιγάρο ήταν ο καλύτερος της φίλος. Συνήθιζε να λέει ότι το τσιγάρο της χάρισε χιλιάδες ευχάριστες στιγμές. Δυστυχώς όμως, της επεφύλαξε την πιο πικρή γεύση για το τέλος της ζωής της. «Παραλίγο να με λιντσάρουν επειδή κάπνιζα», είχε πει σε συνέντευξή της και λίγο αργότερα ζήτησε συγγνώμη, γιατί άναψε τσιγάρο μπροστά στην κάμερα, λέγοντας πως δεν μπορούσε να κρατηθεί. Το τσιγάρο, όμως, της επιφύλασσε και μία δυσάρεστη έκπληξη, αφού η Μελίνα Μερκούρη χτυπήθηκε από καρκίνο στον πνεύμονα. Όταν αρρώστησε, λίγο πριν φύγει στο εξωτερικό για επέμβαση βρέθηκε στο Υπουργείο και έγραψε σε ένα πακέτο τσιγάρα, «θα ξαναγυρίσω». Δυστυχώς όμως δεν επέστρεψε. Στην κηδεία της ο κόσμος άφηνε «συμβολικά» στο μνήμα της, πακέτα από τσιγάρα.
“Νόμιζα πως φοβάμαι την αρρώστια, αλλά τελικά φοβάμαι τη στιγμή που δεν θα με αγαπούν”
Καταβεβλημένη από τη μάχη με τον καρκίνο άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994. Όταν χάνει τη μάχη και φεύγει από τη ζωή, ο διεθνής Τύπος τη βαπτίζει “Τελευταία Ελληνίδα θεά” και ο ελληνικός Τύπος-προσπαθώντας να αναμετρηθεί με το ασύλληπτο της αναχώρησής της- χύνει τόνους μελάνης, περιγράφοντας τον λαμπερό μύθο που άφησε πίσω της. Μέχρι και σήμερα το μνήμα της Μελίνας Μερκούρη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών είναι τόπος επίσκεψης πολλών ξένων.