Δύο ημίαιμα σκυλιά, ο Σαλβαδόρ και η Σιμόν, μία γάτα και μία υπεραιωνόβια χελώνα περιμένουν κάθε βράδυ τον Λεωνίδα Κουτσόπουλο στο σπίτι. Αν έχει κέφια μπορεί να τους παίξει Αγγελάκα, Θανάση Παπακωνσταντίνου, ακόμα και Παύλο Σιδηρόπουλο με την κιθάρα του. Τους τελευταίους μήνες ο πνευματώδης κριτής του «MasterChef», που αποτάσσεται μετά βδελυγμίας το κοστούμι του σταρ και αποποιείται σε κάθε ευκαιρία τον ρόλο του sex symbol, έχει μετακομίσει στα ανατολικά προάστια της Αττικής. Το σπίτι του δεν προσφέρει μόνο άπλετο χώρο στα αγαπημένα κατοικίδιά του, αλλά και μια μεγάλη, ευρύχωρη κουζίνα για τον ίδιο. Είναι με άλλα λόγια μια πρώτης τάξεως αφορμή για να μαγειρεύει σπίτι και να απαρνηθεί το junk food (πίτσες, σουβλάκια, μπέργκερ) που τον έθρεψε για χρόνια. Εντάξει, καμιά φορά στον δρόμο για το σπίτι, θα κατέβει από τη μηχανή του, θα αγοράσει ένα βρώμικο και θα το απολαύσει με έναν μάλλον εκκεντρικό, σίγουρα αταίριαστο τρόπο, ήτοι με μαχαίρι και πιρούνι.

Κάτι τέτοια ανήκουστα πράγματα κάνει, εκπλήσσοντας σχεδόν καθημερινά ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του. Οχι δηλαδή ότι δεν έχει μικρές ρουτίνες, καθημερινές ιεροτελεστίες που εκτελεί με ευλάβεια θρησκευτικής κοπής. Οπως λόγου χάρη το να παρακολουθεί παλιά επεισόδια των θρυλικών «Απαράδεκτων» στο tablet του, λίγο πριν πέσει για ύπνο. Είναι άλλωστε μια πρώτης τάξεως δεξαμενή για να ανανεώνει το τηλεοπτικό σήμα κατατεθέν του, δηλαδή το χιούμορ του, και να επαναφέρει στο προσκήνιο εμβληματικούς νεολογισμούς, όπως για παράδειγμα το περίφημο «σολόδερμα».

Ο Λεωνίδας Κουτσόπουλος, ένας larger than life τύπος που προκρίνει ως παιδικό ήρωά του τον Ρούχλα από την αλήστου μνήμης σειρά του «Κουτιού τα παραμύθια», θεωρεί κορυφαία συμβουλή που έχει πάρει την προτροπή «μη γίνεσαι μαλάκας» και έχει προσφωνήσει τον τέως βασιλιά «κύριε Κώστα», είναι η αδιαφιλονίκητη νέα τηλεοπτική λατρεία της τελευταίας διετίας. Η απόφασή του να περάσει από το παρασκήνιο, αφού για χρόνια εργαζόταν ως Food & Beverage Consultant του γαστρονομικού reality, στο προσκήνιο αναλαμβάνοντας τον ρόλο του κριτή έδωσε στο τηλεοπτικό κοινό έναν νέο ήρωα που μπορεί να ακουμπήσει. Οχι άδικα.

Είναι τόσο προσηνής, εύστροφος και απροσποίητος που καθένας θα τον ήθελε για κολλητό φίλο του. Και όλοι πιστεύουν πως τον γνωρίζουν ενδεχομένως καλύτερα κι από την παλάμη του χεριού τους. Στην πραγματικότητα ο executive chef των εστιατορίων «Feedέλ Urban Gastronomy» και «Feedέλ Assador» στο κέντρο της Αθήνας και στη Γλυφάδα αντίστοιχα είναι πολλά περισσότερα από απλώς έναν άνετο και καλαμπουρτζή τύπο που σύμφωνα με τον αστικό μύθο -όλοι οι ροκ σταρ δεν έχουν από τουλάχιστον έναν να τους ακολουθεί σαν πιστό σκυλί;- ασχολήθηκε με τη γαστρονομία επειδή απλώς έπιαναν τα χέρια του. Κι όμως, ο έξω καρδιά Κουτσόπουλος, όπως έχει αποκρυσταλλωθεί στο συλλογικό τηλεοπτικό ασυνείδητο, είναι ένας εσωστρεφής τύπος που δεν τα πηγαίνει καλά με την πολλή συνάφεια. Προτιμά τη μοναξιά, τη γωνιά του, μια μπίρα και δυο κουβέντες με τους κολλητούς του.

Σκληροπυρηνικά Νεοσμυρνιώτης, αμετανόητα Πανιώνιος, ορκισμένος μηχανόβιος, ο ταλαντούχος σεφ ήταν μάλλον δύσκολο παιδί. Δεν έφταιγε το ότι ήταν μαθητής του 12, που τον απέτρεπε ακόμα και από τη σκέψη να ακολουθήσει ακαδημαϊκές σπουδές, αλλά ότι δεν έτρωγε όλο το φαγητό του, αναγκάζοντας τον αδελφό του να αποτελειώνει ό,τι άφηνε, προκειμένου οι δυο τους να σηκωθούν από το οικογενειακό τραπέζι. Σήμερα βέβαια ο Κουτσόπουλος αν ανακαλεί μια γευστική μνήμη, αυτή συμπυκνώνεται στο πιροσκί της γιαγιάς του, της Κίτσας, ενώ και μόνο στην υπόνοια ενός σπιτικού, ταπεινού σε σχέση με εκείνα που ο ίδιος δημιουργεί, φαγητού, όπως ένα πιάτο φασολάκια ή γιουβαρλάκια, δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να εισβάλλει σε κάποιο φιλικό σπίτι ακόμα και ακάλεστος. Φυσικά είναι πάντα πρόθυμος να ανταποδώσει το γεύμα με κάποια χειρωνακτική εργασία, αφού, είπαμε, πιάνουν τα χέρια του. Αλλωστε αυτό το ταλέντο του τού εξασφάλιζε κάποτε μεροκάματο, όταν πάλαι ποτέ κολλούσε διαφημιστικά φέιγ βολάν κλειδαράδων σε πόρτες και κολόνες – εννοείται ότι τα έβαζε πάνω από τα διαφημιστικά άλλων κλειδαράδων. Τι σόι «σατανάς» θα ήταν αλλιώς;

Το φλερτ του με τη γαστρονομία ξεκίνησε χάρη σε μια τυχαία συνάντηση με τον Κρίτωνα Πουλή -πού αλλού;- στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Ο καταξιωμένος σήμερα patissier σπούδαζε σε μια σχολή μαγειρικής. Κι έγινε ακούσια για τον Κουτσόπουλο το ερέθισμα για να μαθητεύσει κι αυτός. Για τέσσερις μόλις μήνες. Τόσο άντεξε. Παράλληλα ξεκίνησε να εργάζεται σε ένα αρτοποιείο και αργότερα σε ένα κρεοπωλείο. Αφιλοκερδώς, αφού ήθελε να γνωρίσει τις πρώτες ύλες από πρώτο χέρι. Μαθήτευσε στο πλευρό του Γιάννη Γκελντή στους «Ορίζοντες Λυκαβηττού», όμως τον καθοριστικό ρόλο του μέντορα θα ενσάρκωνε για εκείνον ο Γιάννης Λουκάκος. Ο αλλοτινός κριτής του MasterChef είχε μόλις επιστρέψει από τις σπουδές του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ιδέες, οι τεχνικές, η φαντασία ξεχείλιζαν από τις αποσκευές του. Ο Κουτσόπουλος έγινε ο χειρότερος βοηθός του ανερχόμενου τότε σεφ. Αλλά δεν άφησε τους φόβους και τις αμφιβολίες του να τον καταβάλουν. Αν κάτι έμαθε πλάι στον Λουκάκο αυτό ήταν ο τρόπος να καλλιεργήσει τη μαγειρική αντίληψή του. Χάρη σε εκείνον ανακάλυψε και τον Γκόρντον Ράμσεϊ. Διάβασε τα βιβλία του, είδε τις δημιουργίες του, εντρύφησε στη φιλοσοφία του. Τα βιβλία δεν ήταν αρκετά. Ηθελε μια βιωματική, διά ζώσης εμπειρία. Μάζεψε τα απαραίτητα σε μια βαλίτσα και μετοίκησε στο Λονδίνο. Τρίτη έφυγε από την Αθήνα. Λίγες εβδομάδες αργότερα είχε ενταχθεί στη μπριγάδα του «Maze», ενός από τα κορυφαία τότε εστιατόρια του Ράμσεϊ, το οποίο παρεμπιπτόντως κατέβασε ρολά τον Φεβρουάριο που μας πέρασε.

Τα χρόνια του Κουτσόπουλου στο Λονδίνο δεν ήταν ακριβώς ρόδινα. Νοίκιαζε ένα σπίτι στα δυτικά προάστια, κοντά στο αεροδρόμιο Χίθροου, πράγμα που σήμαινε ότι στην ημερήσια διάταξή του συμπεριλαμβανόταν ένα μικρό ταξίδι για να φτάσει στο κέντρο. Για πολύ καιρό εργαζόταν σε διπλές βάρδιες, από τις 6.30 το πρωί μέχρι τη 1 μετά τα μεσάνυχτα. Ο μισθός των 780 λιρών δεν έφτανε ούτε για τα απαραίτητα, όπως ο ίδιος έχει αφηγηθεί. Πολλές φορές μάλιστα τρεφόταν με ένα burger γνωστής αλυσίδας fast food και φεύγοντας έπαιρνε μαζί του λάφυρο κι ένα χαρτί υγείας για το σπίτι. Ολα αυτά δεν ήταν παρά μικρές, επουσιώδεις λεπτομέρειες. Ο εκκολαπτόμενος σεφ ζούσε μια αληθινή κοσμογονία, μάθαινε τι σημαίνει απόλυτο στη γαστρονομία. Και αυτό έφτανε και περίσσευε για να καλύψει οποιαδήποτε καθημερινή κακουχία. Αν η θητεία του στο «Maze» τον ενηλικίωσε επαγγελματικά, ο επόμενος σταθμός του, δηλαδή το εμβληματικό εστιατόριο «Mugaritz» του σεφ Αντόνι Αντουρίθ στη Χώρα των Βάσκων, τον διαμόρφωσε και τον καθόρισε ως σεφ.

Και να σκεφτεί κανείς ότι όλα ξεκίνησαν από ένα e-mail που έστειλε ο ίδιος, εκδηλώνοντας το ενδιαφέρον του να ενταχθεί στην ομάδα ενός γαστρονομικού ορόσημου. Φυσικά και έζησε μια εμπειρία ζωής κοντά στους Βάσκους: «Είναι λαός αυτόνομος, αυτάρκης, με τρομερά υψηλό βιοτικό επίπεδο, με ακραίο τοπικισμό, χωρίς όμως καμία μισαλλοδοξία, δεν έχουν πρόβλημα με το ξένο. Ο,τι πάει να εισχωρήσει σ’ αυτούς το κάνουν να θέλει να ενσωματωθεί σ’ αυτούς. Αυτό έχουν κάνει και στη γαστρονομία τους, γι’ αυτό και πλέον θεωρούνται η Μέκκα του φαγητού. Αναδεικνύουν και εξάγουν προϊόντα αναβαθμίζοντας παράλληλα τον πρωτογενή τους τομέα. Ολα -ελαιόλαδο, προσούτο κ.λπ.- παράγονται εκεί. Είναι άνθρωποι που λατρεύουν τη ζωή. Οποιος δεν έχει πάει πρέπει να το κάνει οπωσδήποτε», έχει αφηγηθεί ενθουσιώδης σε παλαιότερη συνέντευξή του. Από τότε το Σαν Σεμπαστιάν είναι ένας τόπος γαστρονομικού προσκυνήματος για τον Κουτσόπουλο, ο οποίος ταξιδεύει συχνά στη βόρεια Ισπανία, εννοείται οδικώς, και για την ακρίβεια έφιππος στη μηχανή του.

Με τη μηχανή του, μια BMW R1200 GS ο σεφ έχει μια σχέση σχεδόν ερωτική. «Είναι θηρίο αλλά έχω μάθει να την κουμαντάρω. Εχοντας αλλάξει πολλές, όμως, αυτό που κατάλαβα είναι ότι μου λείπει η αναμονή, αυτή που έχεις για το πρώτο σου μηχανάκι πριν ακόμα είσαι σε ηλικία για να βγάλεις δίπλωμα, που ξυπνάς και κοιμάσαι με τη σκέψη του, όταν σου λένε ότι θα καθυστερήσουν οι πινακίδες και αναστατώνεσαι. Οταν μου έκλεψαν το πρώτο μου παπάκι κατέρρευσα, μετά πήρα ένα δίχρονο παριστάνοντας τον Γαρδέλη. Εχουν περάσει τόσες μηχανές από τα χέρια μου από τότε κι όλη αυτή η ιστορία μού έχει διδάξει ότι πρέπει να βρίσκουμε μικρές αναμονές, πράγματα που να περιμένουμε, κι ας είναι το επόμενο FIFA», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Popaganda. Το πρώτο δίτροχό του το απέκτησε στην εφηβεία του και φρόντισε να χορτάσει μικρές «αλητείες», για να μην έχει απωθημένα, όπως λέει. Γενικά ο δρόμος μοιάζει να του ασκεί μια ανεξέλεγκτη έλξη. Είναι γνωστό, λόγου χάρη, ότι ταξίδεψε από την Αθήνα μέχρι την Κοπεγχάγη οδικώς προκειμένου να δειπνήσει με μία γυναίκα στο καλύτερο εστιατόριο του κόσμου που εκείνη την περίοδο ήταν το «Noma».

Κάτι τέτοιες ιστορίες μαζί με τον υπέροχο αυτοσαρκασμό του είναι προφανώς που τον κάνουν να μοιάζει ακαταμάχητος για όλο και περισσότερες γυναίκες. Αλλωστε αν ο Κουτσόπουλος γνωρίζει να κάνει κάτι καλά, εκτός από τη γαστρονομική δημιουργία χωρίς εντυπωσιασμούς για το θεαθήναι αλλά με ψυχή, είναι να αποδομεί πρώτος απ’ όλους ο ίδιος τον εαυτό του: για τα 174 εκατοστά ύψους του και την κατάφορη αδικία να θεωρείται κοντός επειδή ο Κοντιζάς και ο Ιωαννίδης φλερτάρουν με τα δύο μέτρα, για το περίφημο «τζατζίκι αβοκάντο», για το σπουδαιότερο από τα κατορθώματά του, να φορά δηλαδή παπούτσια All Star από τα 14 του και να μη μυρίζουν ποτέ τα πόδια του, για τους κουμπωμένους μέχρι τον λαιμό γιακάδες του, εκείνους που τον κάνουν να μοιάζει σαν να το έσκασε από σεκάνς της «Μελωδίας της Ευτυχίας». Σε μια εποχή αφόρητα παραδομένη στην πολιτική ορθότητα, ο Κουτσόπουλος είναι ένας ανεξάντλητος φάρος κανονικότητας. Και ξέρει και να μαγειρεύει.

 

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below