«Ξέρεις, είχα μείνει για λίγο στην Ελλάδα το 1967 όταν γυρίζαμε τον Οιδίποδα Τύραννο στη Δωδώνη με τον Όρσον Γουέλς και τον Κρίστοφερ Πλάμερ», είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που μου λέει η Βίκι Τίελ το πρωί που της τηλεφωνώ στο σπίτι της στη Φλόριντα. «Ο άνδρας μου ο Ρον ήταν ο μακιγιέρ της ταινίας. Θυμάμαι ότι μια μέρα, προς το τέλος των γυρισμάτων, ξαφνικά οι δρόμοι γέμισαν οπλισμένους στρατιώτες. Είχε γίνει επανάσταση στη χώρα!» «Εε, πραξικόπημα ήταν!» τη διορθώνω, «χούντα, δικτατορία, καταλαβαίνετε, μην το ξαναπείτε αυτό πουθενά». «Τέλος πάντων, ξέρεις, χρυσό μου, είμαστε Αμερικανοί», λέει σε στιλ «δεν ξέρω τι γινόταν σε αυτό το εξωτικό μέρος του κόσμου», στον ίδιο χαριτωμένο τόνο που αργότερα θα μου αφηγηθεί ότι το 1969 βρέθηκαν φυλακισμένες στην έρημο με τη φίλη της Ρόμι Σνάιντερ επειδή είχαν περάσει κατά λάθος τα σύνορα του Ισραήλ προς την εμπόλεμη ζώνη της Ιορδανίας ψωνίζοντας καφτάνια από τις γυναίκες των βεδουίνων. Και συνεχίζει την ελληνική εμπειρία της εξιστορώντας πώς η τότε σύζυγος του Γουέλς, η Πάολα, έγινε θέαμα όταν εμφανίστηκε στο χωριό με τουαλέτα υψηλής ραπτικής ή πώς αντιμετώπισε ατάραχη το γεγονός ότι ο Όρσον το έσκασε από το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης παίρνοντας άλλη πτήση για να βρει την ερωμένη του, αφήνοντας πίσω εκείνη και τη Βίκι. «Η κυρία Γουέλς μου έμαθε ότι αν θέλεις να κρατήσεις το γάμο σου, δεν πρέπει ποτέ να κάνεις σκηνή δημόσια».
Οι ιστορίες της Βίκι Τίελ, ιστορίες ατόφιου χολιγουντιανού κουτσομπολιού από πρώτο χέρι, συνδυάζονται με μια γοητευτική αυτοβιογραφία στο It’s All About the Dress: What I Learned in Forty Years About Men, Women, Sex, and Fashion.
H Τίελ, που από ηλικία 12 ετών έραβε και πουλούσε κοριτσίστικα συνολάκια στις συμμαθήτριές της, κόρες πολιτικών και διπλωματών στο σνομπ προάστιο Chevy Chase στην Ουάσιγκτον, για το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό τότε των 25 δολαρίων, σπούδασε όπως ήταν αναμενόμενο στην Parsons, τη μεγάλη της μόδας σχολή στη Νέα Υόρκη. Εκεί, αφού διέπρεψε στα πάρτι του East Village ως Peaches La Tour και εξόργισε τις δασκάλες της πηγαίνοντας στο μάθημα με μίνι (εν έτει 1962, δηλαδή δύο χρόνια πριν από την επίσημη ανακάλυψή του από τη Βρετανίδα Μαίρη Κουάντ), έγινε η καλύτερη φίλη της Μία, κόρης του τοπ μόντελ Λίζα Φόνσαγκραϊβς, που τότε ήταν παντρεμένη με το διάσημο φωτογράφο μόδας Ίρβινγκ Πεν. Μαζί χρησιμοποιούν τις γνωριμίες της οικογένειας της Μία και βρίσκονται καλά δικτυωμένες στο Παρίσι όπου, πριν καλά-καλά γίνουν σχεδιάστριες μόδας, γίνονται θέμα στα περιοδικά και αναλαμβάνουν τα κοστούμια της ταινίας What’s New Pussycat. Όταν η Βίκι ερωτεύεται και παντρεύεται τον Ρον Μπέρκλεϊ, προσωπικό μακιγιέρ του χρυσού ζεύγους Ρίτσαρντ Μπάρτον-Ελίζαμπεθ Τέιλορ, εισέρχεται στον προνομιούχο και συναρπαστικό βίο ενός πολυμελούς entourage που γυρίζει ταινίες στα ωραιότερα μέρη του κόσμου, νοικιάζει βίλες στη Νότια Γαλλία, ξεμένει για μήνες στην Ιταλία και φιλοξενείται σε παλάτια (η Τέιλορ είναι εξάλλου και προσωπική ευεργέτις της Βίκι, χρηματοδοτώντας την μπουτίκ που ανοίγουν μαζί με τη Μία το 1968 στην Ανατολική Όχθη στο Παρίσι, από την οποία ψωνίζουν τα πιο μποέμ κορίτσια της εποχής, όπως η Τζέιν Μπίρκιν και η Μπιάνκα Τζάγκερ).
Η αφήγησή της για τη ζωή με τους Μπάρτον είναι ίσως και το πιο απολαυστικό μέρος του βιβλίου, με περιστατικά που η Τίελ έζησε από κοντά, όπως η οργή του Μπάρτον όταν η Λιζ κέρδισε -αλλά εκείνος έχασε- το Όσκαρ για το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ ή το πώς το τεριέ της Τέιλορ μάσησε το διάσημο μαργαριτάρι La Pelegrina αξίας 37.000 δολαρίων το οποίο ο Ρίτσαρντ σκόπευε να της χαρίσει για τον Άγιο Βαλεντίνο.
Με το ένα πόδι στο Παρίσι και το άλλο στο Χόλιγουντ, η Βίκι μπορεί να μην έκανε τελικά αρκετές ταινίες ώστε να τη θυμούνται ως ενδυματολόγο αλλά κατάφερε να γίνει η αγαπημένη «βραδινή» σχεδιάστρια της Αμερικής στις πολυτελείς βιτρίνες του Bergdorf Goodman.
Η διασκεδαστική, διάρκειας μίας ώρας τηλεφωνική συνομιλία μας ή τα υπόλοιπα κινηματογραφικά περιστατικά του βιβλίου (π.χ., πώς έκανε τον άνδρα της Ρον να την παντρευτεί φλερτάροντας με τον Πολ Νιούμαν ή πώς δεν πήγε ποτέ στο ερωτικό ραντεβού της με τον Γούντι Άλεν) ήταν αδύνατο να χωρέσουν σε αυτές τις σελίδες.
Τί άνθρωπος ήταν η Ελίζαμπεθ Τέιλορ; Μεγαλόψυχη, πραγματικά ευγενική, εντελώς σουρεαλιστική. Είναι ο άνθρωπος που μου έσωσε τη ζωή αρπάζοντάς με από το γούνινο παλτό που φορούσα και ενώ έχασκα στον αέρα από την ανοιχτή πόρτα ενός ελικοπτέρου στη Γιουγκοσλαβία, όπου ο Ρίτσαρντ Μπάρτον ενσάρκωνε τον Τίτο στη βιογραφική ταινία Η Μάχη της Σουτζέσκα, για την οποία μέναμε στο μαρμάρινο παλάτι του στρατηγού στην Αδριατική. Όταν χρόνια αργότερα το αφηγούμουν σε ένα δείπνο, ο κόσμος με κοίταζε σαν να ήμουν τρελή. Σταμάτησα να πηγαίνω σε δείπνα. Έπειτα από χρόνια συμβίωσης με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ ήταν αδύνατο να συσχετιστώ με νορμάλ ανθρώπους.
Υπάρχει ένα κεφάλαιο στο βιβλίο για τη γνωριμία σας με την Κοκό Σανέλ. Θα μας το διηγηθείτε; Η Ελίζαμπεθ ήξερε ότι η Κοκό ήταν το είδωλό μου κι έτσι με πήρε μαζί της σε ένα δείπνο προς τιμήν της σχεδιάστριας, το 1970, στο Παρίσι. Είχα αγοράσει ειδικά για τη βραδιά ένα αυθεντικό αρ ντεκό ύφασμα από τη Marie-Therese -το διάσημο υφασματάδικο της οδού Bac, όπου συχνά μαλλιοτραβιόμαστε με τον Καρλ Λάγκερφελντ για ένα σπάνιο τόπι- και είχα σχεδιάσει και ράψει ένα μίνι που έφτανε ως τον καβάλο. Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον με σύστησε στην Κοκό ως «η κόρη μου που είναι σχεδιάστρια μόδας» -κάνοντας πλάκα ή θέλοντας να με βοηθήσει- κι εκείνη κάθησε δίπλα μου με αρκετά ξινισμένο ύφος. Λίγο αργότερα γύρισε και με ρώτησε με ενοχλημένη φωνή: «Τι είσαι εσύ; Παιδί ή γυναίκα;» Πήρα βαθιά ανάσα και της απάντησα: «Είμαι εσείς. Όταν ήσαστε νέα». Με κοίταξε και μετά χαμογέλασε και είπε «Χμμμ!» Ένα γαλλικό «χμμμ!» που σήμαινε ότι εγκρίνει. Πέρασα το υπόλοιπο βράδυ κάνοντας τη διερμηνέα μεταξύ της Κοκό -που αρνιόταν να μιλήσει αγγλικά- και της Ελίζαμπεθ, μου μίλησε για τη ζωή της κρατώντας μου το χέρι και στο τέλος μου είπε «Ma petite, Vicky, ποτέ μην πουλήσεις τα δικαιώματα για το όνομα ή το άρωμά σου». Την είχε πατήσει με το άρωμα. Πέθανε ένα χρόνο αργότερα στο δωμάτιό της στο Ritz σε ηλικία 88 ετών.
Ποια γυναίκα θεωρείτε διαχρονικό style icon; Την Όντρεϊ Χέπμπορν. Και φυσικά την Κοκό Σανέλ για τον επιπλέον, σημαντικό, λόγο ότι δίδαξε στις γυναίκες πώς να είναι στιλάτες φορώντας σπορ ρούχα. Η γυναίκα εφηύρε το casualwear. Από τις Γαλλίδες θα έλεγα επίσης την Κατρίν Ντενέβ και τη Ζαν Μορό. Και αν έπρεπε να πω κάποια σύγχρονη θα ανέφερα ίσως μόνο την Αντζελίνα Τζολί. Δεν ακολουθεί τη μόδα, φοράει απλά, ουδέτερα χρώματα. Όπως και η Όντρεϊ Χέπμπορν, έχει δυνατά χαρακτηριστικά προσώπου και το ξέρει ότι δεν χρειάζεται να φορέσει έντονα και μπερδεμένα πράγματα.
Έχετε κάποιους κανόνες κομψότητας, όπως πόση γυμνή επιδερμίδα πρέπει να δείχνουμε κάθε φορά; Έχω έναν κανόνα, μου αρέσουν τα ντεκολτέ. Δεν μου αρέσουν τα φορέματα που φτάνουν μέχρι το λαιμό. Αυτό μπορεί να λειτουργούσε για μικροκαμωμένες γυναίκες όπως η Όντρεϊ Χέπμπορν αλλά μια κανονική γυναίκα έχει συνήθως στήθος, γοφούς. Πρέπει να τα αναδεικνύει. Είμαι της αντι-Κάλβιν Κλάιν σχολής εγώ. Ή, αν μιλάμε για την Ευρώπη, αντι-Αρμάνι. Υπέροχοι μόδιστροι και οι δύο αλλά όταν μιλάμε για κανονικές γυναίκες πιστεύω ότι πρέπει να αναδεικνύουν τη θηλυκότητά τους, τα καλά σημεία τους, το ντεκολτέ τους.
Ποια θεωρείτε ότι είναι η μεγαλύτερη συνεισφορά σας στη μόδα; Το κόκκινο φόρεμα του Pretty Woman. Είναι το πιο κλασικό κομμάτι μου, πωλείται ασταμάτητα για 40 χρόνια.
Ποια είναι η ιστορία του; Είχα πρωτοσχεδιάσει το φόρεμα το 1979 σε ανοιχτό πράσινο σιφόν για την ηθοποιό Αν Παριγιό στις Κάννες (αργότερα έγινε γνωστή από την ταινία La femme Nikita και ως σύζυγος του Ζαν Μισέλ Ζαρ). Το πατρόν έγινε εμπορικό, φορέθηκε από την Τζόαν Κόλινς στη Δυναστεία και συνέχισα να το σχεδιάζω για όλη τη δεκαετία του ’80, όταν είχα δική μου μπουτίκ μέσα στο Bergdorf Goodman. Μέχρι που το 1988 οι ενδυματολόγοι του Pretty Woman μου ζήτησαν να φτιάξω ένα κόκκινο για την Τζούλια Ρόμπερτς. Από τότε είναι γνωστό ως The Pretty Woman Dress, αν και η επίσημη ονομασία του είναι πια Wonder Dress γιατί σε κάνει να δείχνεις δέκα κιλά πιο λεπτή: το μυστικό είναι 24 «κόκαλα» που σχηματίζουν έναν εσωτερικό κορσέ, ο οποίος δημιουργεί ονειρεμένες αναλογίες και τονίζει τους γοφούς. Χρειάζονται δύο άνθρωποι για να ανεβάσουν το φερμουάρ και ένας άνδρας για να το κατεβάσει!
Καθιερωθήκατε ως σχεδιάστρια σέξι κοκτέιλ φορεμάτων. Ποια είναι η δύναμη του φορέματος; Το φόρεμα σε κάνει όμορφη. Απλά. Προσωπικά πιστεύω ότι οι γυναίκες πρέπει να ντύνονται πολύ περισσότερο με φορέματα και λιγότερο με τζιν και T-shirt. Κάποτε στο Παρίσι η Ούρσουλα Άντρες μου ζήτησε να της ράψω βιαστικά ένα λευκό ζέρσεϊ μάξι. «Θέλω να μοιάζω με Ελληνίδα θεά», μου είπε η σταρ που δεν φορούσε ποτέ εσώρουχα, «και το φόρεμα πρέπει να βγαίνει εύκολα. Απόψε θα πάω σε ένα πάρτι και θα γνωρίσω τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό». Δεν είχε καμία σημασία που ήταν και οι δύο παντρεμένοι! Της έφτιαξα το φόρεμα και το στερεώσαμε με μια διαμαντένια καρφίτσα. Την επομένη, όταν πήγα στο ξενοδοχείο της να την πάρω για το γύρισμα του What’s New Pussycat, το δωμάτιό της ήταν άνω-κάτω και το φόρεμα πεσμένο στο πάτωμα. «Βίκι μου, σε ευχαριστώ», μου είπε, «είμαι ερωτευμένη!» Αυτό ήταν ένα πολύτιμο μάθημα ζωής: η Ούρσουλα Άντρες μου έμαθε τη δύναμη ενός φορέματος. Εξαιτίας του ο μεγαλύτερος πρωταγωνιστής της Γαλλίας είχε απατήσει τη γυναίκα του.
Καμιά φορά έχουμε μια ντουλάπα γεμάτη ρούχα και τίποτα να φορέσουμε. Τι λάθος κάνουμε; Ποια είναι τα κομμάτια στα οποία πρέπει να εστιάσουμε για να κατακτήσουμε την κομψότητα; Εγώ δεν είμαι κλασική. Δεν πιστεύω στο μικρό μαύρο φόρεμα. Πιστεύω στο μικρό κόκκινο φόρεμα ή στο μικρό μοβ φόρεμα! Ή, τέλος πάντων, αν θέλεις να φορέσεις μαύρο ας είναι μια μακριά βραδινή τουαλέτα, όπως το σχέδιο Pretty Woman. Να, αυτό θα ήταν το δικό μου μαύρο φόρεμα! Η συμβουλή μου είναι να μη φοβάστε το χρώμα, τη διαφάνεια, τη δαντέλα. Να σαγηνεύετε.
Tί σας έμαθαν λοιπόν «40 χρόνια καριέρας για τους άνδρες, τις γυναίκες, το σεξ και τη μόδα»; Ότι αν θέλεις να πετύχει μια σχέση μην τα περιμένεις όλα από τους άνδρες, μην γκρινιάζεις και μην έχεις υπερβολικές απαιτήσεις.