Από τον Thomas Jean, Φωτογράφος: Damon Baker, Fashion Editor: Jeanne Le Bault
Στο τηλέφωνό μου εκείνο το πρωί εμφανίζεται ένας άγνωστος αριθμός, αλλά η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής θα ήταν αναγνωρίσιμη με χίλιους τρόπους: η οξύτητα του ηχοχρώματος, η γλυκύτητα του τονισμού, ο διακριτικός τρόπος που κόβει συλλαβές, αρθρώνει συνδέσεις, τραβάει λίγο το τέλος των προτάσεών της, όλα αυτά ακούγονται οικεία.
Είναι η ίδια φωνή που γνωρίζουμε από το «Joe le Taxi», αλλά με μια γοητευτική πατίνα του χρόνου. Αυτό που ανακαλύπτουμε για την ιδιοκτήτρια αυτής της φωνής στην κουβέντα μαζί της είναι ότι δεν μετριάζει ποτέ τα ξεσπάσματά της και αναφωνεί σε κάθε ευκαιρία. Αυτό ισχύει είτε πρόκειται για την αρχιτεκτονική του Grand Palais, όπου ο Άγγλος φωτογράφος Ντέιμον Μπέικερ ετοιμάζεται να τη φωτογραφίσει το απόγευμα, είτε για τις επιδείξεις μόδας του οίκου Chanel που έχουν πραγματοποιηθεί εκεί, κάτω από αυτή τη μνημειώδη γυάλινη στέγη. Επιδείξεις που η Βανέσα Παραντί, πρέσβειρα του οίκου για περισσότερα από 30 χρόνια, έχει παρακολουθήσει γοητευμένη. Ο ίδιος ενθουσιασμός ισχύει και για τα κινούμενα σχέδια στα οποία έχει δανείσει τη φωνή της.
Γελάει αρκετές φορές, αυτοσαρκαστικά, με την τάση να λέει συχνά «λαμπρή», «μαγική» ή «θαυμάσια», διαβεβαιώνοντάς μας ότι δεν υπερβάλλει στον ενθουσιασμό της και την πιστεύουμε. Ένας λόγος παραπάνω είναι ότι δεν βρίσκεται εδώ επειδή είναι υποχρεωμένη να προωθήσει κάποια ταινία: καμία ταινία δεν υπάρχει στον ορίζοντα τις επόμενες εβδομάδες, κανένα άλμπουμ για να υπερασπιστεί. Είμαστε λοιπόν ελεύθεροι να της κάνουμε ερωτήσεις για τον τρόπο που τη διαμορφώνουν οι δουλειές της ως ηθοποιό και τραγουδίστρια – και το αντίστροφο. Είναι στο χέρι της να αφήσει τις αναμνήσεις να ξεχυθούν, να τις συσχετίσει με το παρόν ή όχι.
To Grand Palais, το σκηνικό της φωτογράφησης, είναι ένας πολύ ιδιαίτερος χώρος. Τι σας αρέσει εδώ;
«Μου αρέσει πολύ γιατί είναι σπάνιο να βλέπει κανείς το Grand Palais χωρίς εκθέσεις, κάπως άδειο και γυμνό. Φαντάζομαι ότι η εκπληκτική δομή του θα αναδειχθεί ακόμη περισσότερο, με όλο αυτό το σφυρήλατο σίδερο, με την οροφή από γυαλί που αφήνει να φαίνεται ο ουρανός και τα σύννεφα που περνούν από πάνω σου. Είναι ένας τελείως ονειρικός χώρος. Το λατρεύω επίσης το χειμώνα, όταν μετατρέπεται σε παγοδρόμιο· είναι μαγικό να διασκεδάζεις εδώ με τους αγαπημένους σου, με την οικογένειά σου, σε ένα τέτοιο σκηνικό – ούτε εγώ ούτε οι δικοί μου είμαστε καλοί στο πατινάζ, οπότε γελάμε πολύ! Και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να φωτογραφίζεσαι εδώ με ρούχα του 21ου αιώνα, σε ένα μνημείο τόσο χαρακτηριστικό μιας άλλης εποχής».
Είστε λάτρης της αρχιτεκτονικής;
«Αυτής του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ναι, είναι όλα αυτά που αγαπώ. Το κίνημα της Αρ Νουβό με αγγίζει ιδιαίτερα, είτε πρόκειται για έπιπλα, είτε για υφάσματα με σχέδια, είτε για τις παριζιάνικες εισόδους του μετρό. Αυτή η απουσία ευθειών γραμμών, αυτές οι καθόλου γεωμετρικές φόρμες που μιμούνται τη φύση δεν με γοητεύουν απλώς οπτικά αλλά μου προκαλούν ρίγη».
Από όλες τις επιδείξεις Chanel στις οποίες έχετε παραστεί στο Grand Palais, ποια σας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση;
«Ωχ, πώς να διαλέξω; Όταν ο Καρλ Λάγκερφελντ ήταν επικεφαλής, υπήρχαν πάντα αυτά τα φαντασμαγορικά σκηνικά, γεμάτα χιούμορ: ένας πύραυλος, ένα παγόβουνο, ένα σουπερμάρκετ. Αργότερα θυμάμαι και μια επίδειξη κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID, σχεδόν χωρίς κοινό, μόνο για εμάς, μια μικρή ομάδα προσώπων της Chanel που καθόμασταν εκεί τηρώντας αποστάσεις. Στο τέλος, όταν έφτασε η νύφη καβάλα σε άλογο, στο σχεδόν άδειο Grand Palais, ήταν τόσο τρελό, που τσιμπούσα τον εαυτό μου για να δω αν ονειρεύομαι ή όχι!».
Αναφερθήκατε στα σκηνικά του Λάγκερφελντ, που σχεδόν θυμίζουν κινηματογραφικές παραγωγές. Έχετε τα ίδια συναισθήματα παρακολουθώντας επιδείξεις μόδας και ταινίες;
«Τα δάκρυα δεν έρχονται όπως σε μια μεγάλη δραματική ταινία, όχι, όχι τόσο, αλλά ο ενθουσιασμός και η ομορφιά που νιώθω πλησιάζουν αυτό που βιώνω σε μια θεατρική αίθουσα. Μια επίδειξη μόδας είναι ζωντανή τέχνη σε πραγματικό χρόνο, οπότε για μένα μοιάζει περισσότερο με θέατρο, όπερα. Όπως σε μια παράσταση, υπάρχει πρώτα η αναμονή. Το κοινό κάθεται. Ενέργειες μοιράζονται. Η αδρεναλίνη ανεβαίνει. Και ξαφνικά, η επίδειξη ξεκινά και το όραμα ενός καλλιτέχνη αποκαλύπτεται στα μάτια μας. Η μουσική, στο τέλος, μας συνεπαίρνει».
«Μια επίδειξη μόδας είναι ζωντανή τέχνη σε πραγματικό χρόνο, οπότε για μένα μοιάζει περισσότερο με θέατρο, όπερα».
Υπάρχουν χαρακτήρες που έχετε υποδυθεί με τους οποίους έχετε αισθανθεί στιλιστική και ενδυματολογική συγγένεια;
«Στην πρώτη ταινία της Σεσιλιά Ρουόντ, “Je me suis fait tout petit” (2012), είχα ένα στυλ πολύ “Άνι Χολ”, με παντελόνια με πιέτες, ανδρικά πουκάμισα και γιλέκα, ίσια παπούτσια, όλα όσα λατρεύω. Και μετά, σκέφτομαι αυτό το απίστευτο πράσινο βινύλ παλτό της δεκαετίας του ’70 που φορούσα στην ταινία του Γιαν Γκονζάλες “Un couteau dans le cœur” (2018). Υπήρχε μόνο ένα στο σετ, οπότε το μοιραζόμασταν με τον Νικολά Μορί και, δυστυχώς, στο τέλος των γυρισμάτων έπρεπε να το επιστρέψουμε!».
Ανάμεσα στους σημαντικούς ρόλους σας των τελευταίων χρόνων είναι κι εκείνος της Αν Παρέζε, μιας λεσβίας παραγωγού γκέι πορνό στην ταινία που μόλις αναφέρατε, «Un couteau dans le cœur», μια παράξενη και υπέροχη ταινία. Σας εξέπληξε που ο σκηνοθέτης σκέφτηκε εσάς για να ενσαρκώσετε αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο χαρακτήρα;
«Με εξέπληξε, ναι, αλλά ήμουν κυρίως τρελή από χαρά που μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Να παίξεις έναν ρόλο στον οποίο δεν σε περιμένουν να δημιουργήσεις την έκπληξη – και πρώτα απ’ όλα να εκπλήξεις τον ίδιο σου τον εαυτό! Τι τυχερή που ήμουν! Είναι κατά κάποιον τρόπο αυτός ο λόγος που κάνουμε κινηματογράφο, για να ενσαρκώσουμε κάτι που δεν μας μοιάζει. Η Αν Παρέζε, επειδή είναι πληγωμένη, έχει κάτι το επιθετικό, κάτι που εγώ δεν έχω ιδιαίτερα, οπότε έπρεπε να καταβάλω κάποια προσπάθεια για να παίξω τη δική της βία, τη δική της κακία. Με βοήθησε σε αυτό το εξαιρετικό γράψιμο του Γιαν -του οποίου είμαι φανατική θαυμάστρια- τόσο κοφτερό στο χιούμορ, στο δράμα, στο ονειρικό στοιχείο».
Στην ταινία της Αν Λε Νι, «Dis-moi juste que tu m’aimes», η ηρωίδα σας, Ανέλ, μας παρουσιάζεται στην αρχή σχεδόν δηλητηριώδης. Τη βιώσατε κι εσείς έτσι;
«Καθόλου· είναι δηλητηριώδης μέσα από τη ματιά που στρέφουν πάνω της ο χαρακτήρας της Ελοντί Μπουσέ και εκείνος του Ομάρ Σι, με τον οποίο είχε ζήσει έναν δύσκολο χωρισμό παλιότερα. Η Ανέλ είναι ένας χαρακτήρας που έχει χάσει τα πάντα και επιστρέφει εκεί όπου βρίσκονται οι ρίζες της, με την ανάγκη να ξαναβρεί τον εαυτό της ανάμεσα στους δικούς της ανθρώπους, και όχι για να προκαλέσει χάος ή να κλέψει τον άντρα της πρώην φίλης της. Επιστρέφει για την ίδια, για να νιώσει καλά, και τυχαίνει αυτό να μην αρέσει σε πολλούς. Από εκεί και πέρα είναι αλήθεια ότι, όπως κι εκείνη, πάντα θέλουμε να αισθανόμαστε πως εξακολουθούμε να αρέσουμε, είναι πάντα κολακευτικό για το εγώ!».
Όπως η Ανέλ που επιστρέφει στη Βρετάνη της νιότης της, επιστρέφετε κι εσείς, νοερά, σε κάποιες περιόδους και μέρη της ζωής σας; Το μυαλό σας κάνει flashback;
«Συνεχώς! Όσο είμαι πολύ ριζωμένη στο παρόν, απολαμβάνοντας τη ζωή, τους ανθρώπους, τις δουλειές μου, άλλο τόσο λατρεύω να θυμάμαι σκηνές από το παρελθόν, να ανακαλώ στη μνήμη ανθρώπους που έχουν φύγει και να τους δίνω έτσι λίγη ζωή ξανά. Χωρίς αυτό θα ένιωθα ότι τους ξεχνάμε. Δεν είναι καθόλου σέξι να το λέω, αλλά είμαι ένας πολύ νοσταλγικός άνθρωπος, ναι».
Γιατί να μην είναι σέξι αυτό;
«Γιατί έχεις την αίσθηση ότι οι νοσταλγικοί άνθρωποι είναι θλιμμένοι και μελαγχολικοί, του τύπου “ήταν καλύτερα παλιά”. Εγώ καθόλου δεν λέω ότι ήταν καλύτερα παλιά, λέω ότι ήταν υπέροχα παλιά και ότι είναι υπέροχα και σήμερα! Έχετε δει τα “Μυαλά που κουβαλάς 2”, τα κινούμενα σχέδια; Είναι μια ταινία για τα συναισθήματα, τα οποία προσωποποιούνται. Και τη νοσταλγία την εκπροσωπεί μια μικροκαμωμένη, σκυφτή γριούλα. Είπα στον εαυτό μου: “Μα, έτσι αντιλαμβάνονται αυτό το συναίσθημα;”. Για μένα η νοσταλγία χρησιμεύει για να γιορτάσω τη στιγμή που ζω τώρα, γιατί όλα όσα συνέβησαν πριν στη ζωή μας είναι αυτά που μας διαμορφώνουν εδώ, στο παρόν. Παρ’ όλα αυτά, δείτε τα “Μυαλά που κουβαλάς”, και το δεύτερο και το πρώτο, που είναι ακόμα πιο συγκινητικό. Θα κλάψετε με αναφιλητά!».
«Για μένα η νοσταλγία χρησιμεύει για να γιορτάσω τη στιγμή που ζω τώρα, γιατί όλα όσα συνέβησαν πριν στη ζωή μας είναι αυτά που μας διαμορφώνουν εδώ, στο παρόν».
Από αυτό να συμπεράνουμε ότι βλέπετε συχνά κινούμενα σχέδια;
«Ναι, τα λατρεύω. Ειδικά τις ταινίες της Pixar, που είναι όλες εξαιρετικές· συγγνώμη αν επαναλαμβάνω συχνά τις λέξεις “εξαιρετικό”, “υπέροχο”, “μαγικό”, αλλά τις εννοώ! Χωρίς να θέλω να διαφημίσω το συγκεκριμένο στούντιο, τα σενάριά τους είναι τόσο ευφυή, τόσο ευαίσθητα… Βλέπω κινούμενα σχέδια, φυσικά, μου φέρνουν αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία, από την εποχή που ήμουν μαμά -τα παιδιά μου είναι μεγάλα τώρα- κι από την εποχή της θείας που είμαι τώρα – τα ανίψια μου, όμως, είναι ακόμα μικρά».
Αν η νοσταλγική πλευρά σας σκεφτεί τη Βανέσα Παραντί στα 30 της, ποιες εικόνες σάς έρχονται στο μυαλό;
«Χωρίς να επεκταθώ, σκέφτομαι αμέσως τον εαυτό μου ως νέα μαμά. Είναι μια εποχή που έβαλα λίγο στην άκρη το επάγγελμά μου για να είμαι απόλυτα ελεύθερη να φροντίζω τα παιδιά μου, να είμαι πραγματικά παρούσα στο σπίτι. Παρ’ όλα αυτά, από τη μουσική σκοπιά ετοιμαζόμουν τότε να ξεκινήσω τη δεύτερη περιοδεία της καριέρας μου, το 2001, οπότε ήταν μια περίοδος που βελτιωνόμουν, που μάθαινα να νιώθω άνετα στη σκηνή. Καλλιτεχνικά ήμουν πολύ ικανοποιημένη».
Κατά τη διάρκεια της δημιουργίας ενός άλμπουμ, είστε από αυτούς που δεν ακούν τίποτε άλλο πέρα από τη μουσική τους ή, αντίθετα, εμπνέεστε από τη μουσική των άλλων;
«Αντίθετα, εγώ πάντα εμπνέομαι από τη μουσική των άλλων, είτε πρόκειται για παλιούς δίσκους είτε για νέες κυκλοφορίες. Και μερικές φορές, όταν πραγματικά κολλάς, προσπαθείς να δεις πώς τα κατάφεραν οι άλλοι. Λες: “Θέλω τα ντραμς μου να ακούγονται όπως σε αυτό το τραγούδι από αυτόν τον καλλιτέχνη”. Ή: “Αυτή η ενορχήστρωση μου μιλάει”. Αυτό που προτιμώ να ακούω στις συγκεκριμένες περιόδους είναι soul από τη δεκαετία του ’60-’70, ακόμα κι αν εγώ δεν τραγουδάω τέτοια. Αυτοί οι Al Green, Curtis Mayfield ή Marvin Gaye, τους οποίους θαυμάζω για την κατασκευή των μελωδιών, τα φωνητικά, την τοποθέτηση των χάλκινων, τον τρόπο με τον οποίο κάθε όργανο είναι βασιλιάς στο κομμάτι του. Και στη σύγχρονη μουσική λατρεύω τους Khruangbin, ένα αμερικανικό συγκρότημα με τόσο καλοδουλεμένες παραγωγές… Ακούστε τους, είναι φανταστικοί».
Αγαπάτε λοιπόν το στούντιο, αλλά σας αρέσει πολύ και η ζωή στα κινηματογραφικά πλατό – ενώ πολλοί από τους συναδέλφους σας λένε ότι βαριούνται εκεί, ότι συχνά δεν έχουν τίποτα να κάνουν. Σε τι οφείλεται η αγάπη σας για τα γυρίσματα και ό,τι τα συνοδεύει;
«Στον κινηματογράφο, μπορείς να είσαι καλός μόνο αν ο σκηνοθέτης ή η σκηνοθέτριά σου σε καθοδηγεί εξαιρετικά. Αλλά πριν από αυτό, μπορείς να παίξεις μόνο αν οι τεχνικοί του σκηνικού, του φωτισμού, του κάδρου, του ήχου, όλοι, έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά. Και για μένα αυτό δεν είναι καθόλου βαρετό, αντιθέτως, με συναρπάζει να τους παρατηρώ να δημιουργούν τα πλάνα μέσα στα οποία θα παίξουμε. Είναι συναρπαστικό να βλέπεις πώς η κίνηση μιας κάμερας θα συνοδεύσει το συναίσθημα της ερμηνείας σου, να είσαι δίπλα σε αυτόν ή αυτήν που σπρώχνει το travelling στον ρυθμό της αναπνοής σου, της φράσης σου, κάνοντας την ερμηνεία σου ακόμα καλύτερη. Είναι σαν μια μικρή ιδανική κοινωνία, στην οποία όλοι δίνουν το καλύτερο που έχουν για έναν κοινό σκοπό».
Σε αντίθεση με μια ιδανική κοινωνία, τα γυρίσματα της ταινίας «Noce Blanche» του Ζαν-Κλοντ Μπρισό το 1989, όταν ήσασταν 16 ετών, ήταν, αν δεν κάνω λάθος, τρομερά δύσκολα για εσάς.
«Πράγματι, υπέφερα εκεί. Ο Μπρισό ήταν πολύ, πολύ, πολύ αυταρχικός, όχι ευχάριστος και λεκτικά σκληρός. Αλλά επειδή ήταν η πρώτη μου εμπειρία στον κινηματογράφο, δεν είχα σημείο σύγκρισης, οπότε παρ’ όλα αυτά με κέντρισε η επιθυμία να παίξω και με μάγεψε η ζωή στα πλατό. Ήταν μια πρώτη φορά πολύ δύσκολη, αλλά ίσως χάρη σε αυτήν έγινα η ηθοποιός που είμαι σήμερα».
«Ο Μπρισό ήταν πολύ, πολύ, πολύ αυταρχικός, όχι ευχάριστος και λεκτικά σκληρός. Αλλά επειδή ήταν η πρώτη μου εμπειρία στον κινηματογράφο, δεν είχα σημείο σύγκρισης, οπότε παρ’ όλα αυτά με κέντρισε η επιθυμία να παίξω και με μάγεψε η ζωή στα πλατό».
Με την κόρη σας, που είναι επίσης ηθοποιός, συζητάτε για την τοξικότητα που μπορεί να υπάρχει στον κόσμο του κινηματογράφου; Της δίνετε συμβουλές;
«Φυσικά, απαντώ στις ερωτήσεις της όταν μου τις θέτει. Της λέω τη γνώμη μου, φυσικά. Και συζητάμε πολύ. Παρεμπιπτόντως, μαθαίνω πολλά από τη δική της οπτική. Στην ουσία, είναι μια πολύ δυνατή νεαρή γυναίκα, στην οποία δεν χρειάζεται να δώσω πολλές συμβουλές. Τη δουλειά της, τις επιλογές της, τις διαχειρίζεται τόσο καλά».
Η Σαρλότ Γκενσμπούρ μάς είπε ότι το να δουλεύει με την οικογένειά της, αφού έχει κάνει πολλές ταινίες με τον σύντροφό της Ιβάν Ατάλ, «είναι το καλύτερο πράγμα στον κόσμο». Θα λέγατε το ίδιο εσείς που έχετε δουλέψει σε ταινίες και στο θεατρικό έργο του συζύγου σας Σαμιουέλ Μπενσετρί;
«Δεν ξέρω αν θα το έλεγα το καλύτερο πράγμα, γιατί δεν είμαι και τόσο διαφορετική με τον Samuel από ό,τι με τους άλλους σκηνοθέτες. Στη δουλειά δεν είμαι η γυναίκα του, ούτε αυτός είναι ο άντρας μου, είναι ο σκηνοθέτης μου και είμαι ακόμα πιο προσεκτική στα λόγια του απ’ ό,τι στη ζωή. Τα λόγια του, σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι σχεδόν ο λόγος του Θεού!».
Θα μπορούσατε επίσης να πείτε ότι η συνύπαρξη του έρωτα και της εργασίας ενισχύει τόσο τους καλλιτεχνικούς όσο και τους συναισθηματικούς δεσμούς σας;
«Όταν ο Σαμιουέλ κι εγώ βγήκαμε σε περιοδεία για τέσσερις μήνες με το έργο του, “Maman”, η ιδέα του να είμαστε συνέχεια μαζί, κατά τη διάρκεια της ημέρας, το βράδυ, επί σκηνής, στο δρόμο, μας τρόμαζε, μας φαινόταν ριψοκίνδυνη. Λόγω της δουλειάς μας παίρνουμε και οι δύο συχνά τους δρόμους, συνηθισμένοι να είμαστε χώρια. Αλλά τελικά αυτή η μεγάλη περιοδεία αποδείχθηκε πολύ διασκεδαστική για εμάς. Ήταν ένας πολύ καλός τρόπος και για τους δυο μας να περνάμε χρόνο μαζί, καθώς μας αρέσει πολύ να είμαστε μαζί».