Συνηθισμένη να την περνούν για Ελληνίδα, η Τσέλια Κοστέα έχει απλώς ένα επίθετο που ηχεί ελληνικά. «Ποιος ξέρει, ίσως στο μακρινό παρελθόν κάποιος από το οικογενειακό μας δέντρο να ήρθε από την Ελλάδα», λέει χαμογελώντας η σπουδαία υψίφωνος από τη Ρουμανία που τα τελευταία χρόνια ανήκει στο δυναμικό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. «Προέρχομαι από οικογένεια μουσικών. Από παιδί άρχισα να μελετώ βιολί και στη συνέχεια βιόλα ντα γκάμπα. Ο αδελφός μου σπούδασε κλαρινέτο, ο πατέρας μου ήταν τσελίστας, η μητέρα μου είχε φωνή μέτζο σοπράνο, ο θείος μου έπαιζε φαγκότο, η θεία μου ήταν δασκάλα βιολιού: Ηταν φυσιολογικό για μένα να σπουδάσω μουσική», θυμάται η ίδια. Μετά από τις σπουδές της στο Μουσικό Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου, διακρίθηκε σε 11 από τους σημαντικότερους διεθνείς διαγωνισμούς τραγουδιού, προτού ο δρόμος της τη φέρει στην Ελλάδα, όπου ζει από το 2008. Η χώρα την αγκάλιασε και αναγνώρισε την αξία της, μεταξύ άλλων, με το Μεγάλο Βραβείο Μουσικής της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών το 2011. Ήταν η δύναμη του πεπρωμένου που την έσπρωξε έως εδώ; Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θέλω να τη ρωτήσω ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες της «Δύναμης του Πεπρωμένου». Η κοσμαγάπητη όπερα του Τζουζέπε Βέρντι, σε σκηνοθεσία Ροδούλας Γαϊτάνου, κάνει πρεμιέρα στις 26 Ιανουαρίου, σε μουσική διεύθυνση Πάολο Καρινιάνι, με συμπρωταγωνιστές της Κοστέα τους Δημήτρη Πλατανιά και Μαρσέλο Πουέντε.
Για να είσαι ντίβα της όπερας χρειάζεσαι μια μεγάλη καρδιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά;
Ντίβα; Δεν μου αρέσει αυτή η λέξη. Όταν τη σκέφτομαι δεν μπορώ παρά να σκεφτώ το θείο. Αν εννοείτε ότι είναι κάτι που προέρχεται από τον Θεό, τότε μπορώ να το δεχτώ, γιατί, ναι, το να έχεις μια όμορφη φωνή είναι ένα δώρο με το οποίο έρχεσαι σε αυτόν τον κόσμο. Μετά φυσικά πρέπει να δουλέψεις για να είσαι σε υψηλό επίπεδο, για να φτάσεις και να παραμείνεις στην κορυφή. Κατά τη γνώμη μου, για να γίνεις μία πολύ καλή τραγουδίστρια της όπερας, πρέπει να σπουδάσεις ένα όργανο. Είμαι πολύ ευγνώμων στους γονείς μου που με πίεσαν, όπως λένε, να ασχοληθώ με ένα όργανο γιατί με βοήθησε πολύ να καταλάβω τη μουσική, την ευαισθησία, τα συναισθήματα που κουβαλά μια μουσική φράση.
Θα λέγατε το ίδιο σε όλα τα νέα παιδιά που ονειρεύονται μια καριέρα στο χώρο;
Συνιστώ σε όλα τα παιδιά που αγαπούν την κλασική μουσική, το τραγούδι, να σπουδάσουν ένα μουσικό όργανο. Ακόμη και τα παιδιά που θέλουν να κάνουν μπαλέτο θα ωφεληθούν μαθαίνοντας ένα όργανο, γιατί η μουσική δημιουργεί ιδιαίτερες ψυχές. Νομίζω ότι η μουσική θα είναι η σωτηρία μας σε αυτόν τον κόσμο που πηγαίνει προς μια πολύ παράξενη κατεύθυνση.
Τι σκέφτεστε για την τραγική ηρωίδα του Βέρντι που ετοιμάζεστε να ερμηνεύσετε σε λίγες ημέρες, τη Λεονόρα;
Υπάρχει κάτι που συνέβη, κάτι παράξενο, δεν ξέρω πώς αλλιώς να το χαρακτηρίσω. Πριν από χρόνια τραγούδησα σε ένα gala όπερας άριες της Λεονόρα από τη «Δύναμη του Πεπρωμένου». Τότε ήταν που γνώρισα έναν άνθρωπο που λίγο μετά άλλαξε τη ζωή μου… Γι’ αυτό είναι πολύ ιδιαίτερος ρόλος για μένα. Η Λεονόρα είναι ένας χαρακτήρας που απαιτεί μεγάλη ένταση, είναι ένας πολύ δύσκολος ρόλος. Αισθάνομαι την ίδια πίεση, την ίδια κούραση που ένιωθα όταν έκανα το ντεμπούτο μου στη «Μαντάμα Μπατερφλάι» πριν από 11 χρόνια. Η Λεονόρα είναι ένας ρόλος που έχω ονειρευτεί τόσο πολύ να τον τραγουδήσω! Και έφτασε η στιγμή να το κάνω.
Τι κάνει αυτό το ανέβασμα ξεχωριστό για εσάς;
Πρώτα απ’ όλα, η φανταστική μουσική του Βέρντι, που συγκινεί φοβερά ερμηνευτές και κοινό. Έπειτα, έχουμε τη Ροδούλα, τη σκηνοθέτιδά μας, που φέρνει αυτή την όπερα στη σκηνή με έναν τρόπο τόσο μοναδικό που δεν έχω λόγια να τον εκφράσω. Η σκηνογραφία και τα κοστούμια είναι πολύ εντυπωσιακά, παρόλο που δεν είναι ούτε μοντέρνα, ούτε και παραδοσιακά, αλλά μάλλον άχρονα. Είναι μια πολύ φρέσκια παραγωγή, ένα επίκαιρο ανέβασμα… Υπάρχει μια σκηνή στη δεύτερη πράξη όπου κάθε φορά κλαίω προτού τραγουδήσω στην πρόβα. Αυτή τη στιγμή νομίζω ότι η «Δύναμη του Πεπρωμένου» είναι ό,τι πιο ωραίο έχω τραγουδήσει, η ωραιότερη όπερα, ο ωραιότερος ρόλος.
Και η ωραιότερη άρια;
Η άρια «La Vergine degli Angeli», που τραγουδώ με την ανδρική χορωδία, η οποία είναι τρομερή και πολύ συναισθηματική. Μετά, το πρώτο μέρος της δεύτερης πράξης, το ντουέτο με τον Πατέρα Γκουαρντιάνο, το οποίο είναι πολύ μεγάλο, πολύ δύσκολο, πολύ δραματικό. Και βέβαια, η περίφημη άρια «Pace, pace mio Dio», η προσευχή της Λεονόρα στον Θεό.
Εσείς προσεύχεστε στον Θεό;
Προσεύχομαι να έχει καλά τους αγαπημένους μου. Είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάει τον Θεό, γιατί ο Θεός με αγαπάει πολύ και το νιώθω. Τον ευχαριστώ για όλα όσα έχω, για την υγεία μου, γιατί μπορώ να τραγουδάω, γιατί έχω κάθε μέρα ψωμί στο τραπέζι μου. Αισθάνομαι τυχερή γιατί η Ελλάδα, όπως και η Ρουμανία, είναι ορθόδοξη χριστιανική χώρα και αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου, είτε βρίσκομαι εδώ είτε εκεί.
Πλέον η Ελλάδα είναι το δεύτερο σπίτι σας;
Ναι, και το λατρεύω. Η κόρη μου γεννήθηκε εδώ. Αλλά είμαι λίγο απογοητευμένη από το σχολείο και γενικότερα την εκπαίδευση στην Ελλάδα. Τι θέλω να πω, για να μην παρεξηγηθώ: Δεν καταλαβαίνω γιατί στην Ελλάδα, που έδωσε στον κόσμο τη Μαρία Κάλλας, τη μεγαλύτερη και διασημότερη τραγουδίστρια όπερας όλων των εποχών, δεν υπάρχει μια εξίσου διάσημη μουσική ακαδημία. Το ίδιο συμβαίνει και με το θέατρο. Το θέατρο γεννήθηκε στην Ελλάδα, πώς είναι δυνατόν να μην είναι στην Ελλάδα η πιο σημαντική σχολή θεάτρου στον κόσμο; Όλες οι επιστήμες γεννήθηκαν εδώ, γιατί λοιπόν δεν υπάρχει στην Ελλάδα μια πανεπιστημιούπολη με το κύρος του Κέιμπριτζ ή της Σορβόνης; Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι ερωτεύτηκα αυτή τη χώρα από την πρώτη στιγμή. Αγαπώ την Ελλάδα μέχρι θανάτου, είμαι ευτυχισμένη που είμαι εδώ.
Ποια άλλη όπερα έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για εσάς;
Η «Τουραντότ». Ήταν το ντεμπούτο μου στο Κόβεντ Γκάρντεν ως Λιου. Και μάλιστα φέτος θα την ξανατραγουδήσω έπειτα από 20 χρόνια, το καλοκαίρι στο Ηρώδειο.
Είστε μια διαφορετική γυναίκα μετά από 20 χρόνια;
Σίγουρα, η ζωή σε κάνει διαφορετικό. Προσπαθώ να παραμένω αισιόδοξη γιατί αλλιώς δεν μπορείς να συνεχίσεις. Φυσικά υπάρχουν πράγματα που με πληγώνουν, υπάρχει τόση φτώχεια, τόσος πόνος, είναι τρομερό. Δεν μπορώ να βλέπω τα παιδιά αυτού του αιώνα να μην έχουν φαγητό, τα άτομα της τρίτης ηλικίας να μην έχουν περίθαλψη. Είναι κρίμα που η ανθρωπότητα, αντί να αναπτύσσεται, να προοδεύει, αυτοκαταστρέφεται.
Πώς είναι η ζωή έξω από τη σκηνή;
Η ζωή είναι ζωή. Δεν μπορεί να είναι μόνο ευτυχία, θα ήταν βαρετό να είναι έτσι, δεν συμφωνείτε; Ας πούμε ότι η ζωή είναι πολύχρωμη. Είναι καλύτερο να τη βλέπουμε με πολλά χρώματα και όχι ασπρόμαυρη. Η ζωή σού δίνει πράγματα, αλλά και σου παίρνει, σε βάζει σε δύσκολες καταστάσεις. Νικητής της ζωής είναι αυτός που τα αντιμετωπίζει όλα και συνεχίζει να στέκεται όρθιος.
Ποια είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση γύρω από το επάγγελμά σας;
Πρέπει να σας πω ότι για πολλούς ανθρώπους το να είσαι τραγουδίστρια της όπερας σημαίνει να βάζεις αυτά τα όμορφα ρούχα κάθε μέρα, σαν να είσαι σε ένα άλλο επίπεδο, να μην περπατάς στη γη, αλλά στον ουρανό. Έχει δημιουργηθεί ένας μύθος γύρω από τη δουλειά μας. Διάβαζα πρόσφατα σχόλια στο Facebook για την ταινία «Μαρία» για τη Μαρία Κάλλας. Συμπέρανα ότι οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι ένας καλλιτέχνης έχει δύο πρόσωπα. Πολλές φορές μού έχουν πει, ακόμα και φίλοι μου που έρχονται να με δουν στη Λυρική ότι «είσαι σαν δύο άνθρωποι! Γιατί όταν είσαι στη σκηνή σε κοιτάμε με το στόμα ανοιχτό, βρίσκεσαι κάπου που δεν μπορούμε να φτάσουμε, ενώ στο σπίτι είσαι ένας κανονικός άνθρωπος». Αυτό είναι το μήνυμα που θέλω να περάσω σε όλους όσοι έρχονται να δουν όπερα, ότι είμαστε κανονικοί άνθρωποι. Γιατί κάποιοι έρχονται και θέλουν να δουν και να ακούσουν την τελειότητα, να είμαστε όπως στο CD ή σε ένα DVD. Δεν είμαστε μηχανές. Πολλές φορές ένας καλλιτέχνης βρίσκεται στη σκηνή ενώ έχει πεθάνει ένας γονιός, το παιδί του είναι άρρωστο, ο ίδιος είναι άρρωστος ή δεν έχει χρήματα για να πληρώσει το φως, το φαγητό… Υπάρχει μια ειδυλλιακή εικόνα, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε φυσιολογικοί άνθρωποι, παρόλο που έχουμε αυτό το δώρο από τον Θεό, να μπορούμε να δείξουμε στους ανθρώπους τη μουσική και την ψυχή μας.
Τι σχέση έχετε με τη μόδα;
Είμαι πολύ φασιονίστα, αγαπώ πολύ τη μόδα και έχω την τύχη να φτιάχνει τα ρούχα μου η Μαριούτσα, μία καλή μου φίλη από τη Ρουμανία. Είναι μία καταπληκτική μοδίστρα, η οποία μου έφτιαξε μάλιστα το πρώτο ρούχο που φόρεσα ποτέ πάνω στη σκηνή. Δεν αγαπώ τα βαριά, χοντρά υφάσματα. Μου αρέσει να ντύνομαι κομψά, είναι κάτι που το πήρα από τη μαμά και τη θεία μου, που ντύνονταν επίσης πολύ κομψά. Μου αρέσει πολύ να ντύνομαι σέξι, όχι προκλητικά, αλλά με σέξι τρόπο.
Ποια είναι η δική σας πηγή έμπνευσης, από πού αντλείτε χαρά;
Αντλώ χαρά από το σπίτι μου, εδώ στον Άλιμο. Μένω σε ένα ρετιρέ που βλέπει στη θάλασσα. Τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα που έχω δει είναι από το μπαλκόνι μου. Ξέρετε, γεννήθηκα σε μια ορεινή πόλη της Ρουμανίας και αγαπούσα πολύ τη θάλασσα. Θυμάμαι ότι κάναμε κάθε καλοκαίρι με τους γονείς μου 800 χιλιόμετρα για να πάμε στη Μαύρη Θάλασσα. Αλλά τίποτε δεν μοιάζει με την ελληνική θάλασσα, καμία θάλασσα στον κόσμο δεν έχει την ομορφιά της. Κάθε χρόνο φροντίζω να περνώ μία εβδομάδα σε ένα διαφορετικό ελληνικό νησί. Η Ελλάδα είναι η πηγή της έμπνευσής μου.
*«Η Δύναμη του Πεπρωμένου» επιστρέφει μετά από 27 χρόνια στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στην Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» στο ΚΠΙΣΝ, στις 26, 29 Ιανουαρίου & 2, 6, 9, 12, 15 και 18 Φεβρουαρίου.