Ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν ίσως η μεγαλύτερη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Ανατολής, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Παράλληλα, ήταν και ο πρώτος πόλεμος όπου βρέθηκαν στην εμπόλεμη ζώνη γυναίκες ανταποκρίτριες, δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ, που παρά τις διακρίσεις, τις παρενοχλήσεις και τις περιφρονήσεις, κατάφεραν να μεταδώσουν στους Αμερικανούς αναγνώστες τον πόλεμο με άλλη ματιά.
Γυναίκες δημοσιογράφοι επέλεξαν για λογαριασμό των τοπικών εφημερίδων που εργάζονταν, να ξεκινήσουν το μεγάλο ταξίδι και να βιώσουν τις κακουχίες και τα άδυτα ενός πολέμου. Τρεις, όμως, κατάφεραν με αυτοθυσία και πάθος, ν’ αφήσουν το στίγμα τους, να ξεχωρίσουν και ν’ αλλάξουν την ιστορία της δημοσιογραφίας. Πρόκειται για τη Γαλλίδα φωτογράφο Catherine Leroy, την Αυστραλέζα δημοσιογράφο Kate Webb και την Αμερικανίδα συγγραφέα Frances FitzGerald, όπως αναφέρονται στο ειδικά αφιερωμένο βιβλίο της Elizabeth Becker, συγγραφέας και δημοσιογράφος που κάλυψε εθνικές και διεθνείς υποθέσεις ως ανταποκρίτρια των New York Times. Με τίτλο΄You Don’t Belong Here: How Three Women Rewrote the Story of War΄, μεταφέρονται τα επιτεύγματά τους με τρομερό ενδιαφέρον. H ίδια που ήταν ανταποκρίτρια στην Καμπότζη, έχει γράψει και το ‘When the War Was Over’, ωστόσο στο νέο της βιβλίο, αφηγείται την ιστορία των τριών αυτών γυναικών, μέσα από γράμματα και ημερολόγια, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το Atlantic.
Frances FitzGerald
Σε έναν καθαρά ανδροκρατούμενο χώρο της δημοσιογραφίας, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για πόλεμο, η Frances FitzGerald ακολούθησε μια διαφορετική πορεία από τους άνδρες συναδέλφους της, που επικεντρώνονταν περισσότερο στην αφήγηση και την περιγραφή των μαχών, καθώς και στις αποτυχίες των Αμερικανών αξιωματούχων. Η FitzGerald, όμως, σοκαρισμένη από τα βασανιστήρια των Βιετναμέζων, υπό τον ζυγό των Αμερικανών, περνούσε περισσότερο χρόνο στα νοσοκομεία, στα χωριά και τις φτωχογειτονιές. Απορροφήθηκε από τις τραγωδίες των προσφύγων, τις πολιτικές απόψεις, την ιστορία και την κουλτούρα του Βιετνάμ. “Είχε τελείως διαφορετική οπτική, λες και ήταν από διαφορετική χώρα, έδωσε μια νέα ερμηνεία στον “ξένο ανταποκριτή”, γράφει η Becker στο βιβλίο της.
Catherine Leroy
Η Catherine Leroy χωρίς εμπειρία και αρκετά μικροκαμωμένη, κατάφερε με το θάρρος της, να κερδίσει επάξια τον σεβασμό των ανδρών. Συνόδευε τους πεζοναύτες στη μάχη και με την κάμερά της αποθανάτισε τις ζοφερές στιγμές με έντονο πάθος. “Λίγοι φωτογράφοι πλησίασαν τους στρατιώτες όσο η Leroy, η οποία σύρθηκε μαζί τους στη λάσπη όταν ήταν απαραίτητο, με τον φωτογραφικό φακό να εστιάζει στα μάτια και τις αλλαγές της έκφρασης. Ήταν ήσυχη παρουσία, οι στρατιώτες σπάνια την αναγνώριζαν”. Καμία άλλη γυναίκα φωτορεπόρτερ δεν έμεινε περισσότερες ημέρες από την Leroy στην πρώτη γραμμή του πολέμου. Ήρθε μάλιστα πολύ κοντά με τον θάνατο, όταν μία σφαίρα που είχε στόχο την καρδιά, καρφώθηκε στην κάμερα.
Οι γυναίκες ανταποκρίτριες πολέμου είναι πλέον σύνηθες στα μάτια μας, ωστόσο ακόμα και σήμερα χρειάζεται να ξεπεράσουν πολλά στερεότυπα, και για μερικές, ο μόνος τρόπος να γίνουν αποδεκτές είναι να γίνουν πιο σκληρές από τους άντρες συναδέλφους. Η Catherine Leroy χάραξε τον δικό της δρόμο, μπαίνοντας σε ελικόπτερα και κάνοντας τον εαυτό της αόρατο, ξεφεύγοντας από τη γαλλική καθολική ανατροφή της. Η Kate Webb, με διαφορετική τακτική, προκαλούσε τον εαυτό της, ξεφεύγοντας από το σκοτεινό παρελθόν της. Η κόρη διανοοούμενων από τη Νέα Ζηλανδία, που μεγάλωσε στην Αυστραλία, εμπλεκόταν στην αυτοκτονία του καλύτερού της φίλου στο σχολείο. Λίγα χρόνια αργότερα, οι γονείς της σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. H Frances FitzGerald πήγε στο Βιετνάμ προκειμένου να ξεφύγει από την μητέρα της που της ασκούσε έλεγχο, αλλά και για να εντυπωσιάσει τον πατέρα της που ήταν απών στην ανατροφή της.
Kate Webb
Όπως η Leroy και η FitzGerald, η Webb πήγε στο Βιετνάμ, στη δεκατία του ’20, χωρίς καμία ανάθεση ή σχετική εμπειρία, από καθαρή περιέργεια και θέληση. Eγινε γνωστή για τα θαρραλέα ρεπορτάζ της, κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, ενώ κρατήθηκε φυλακισμένη για εβδομάδες από τα εχθρικά στρατεύματα. Στη Σαϊγκόν έκοψε τα μαλλιά της κοντά, αγόρασε τα δικά της εργαλεία μάχης και έπεισε την UPI να της δώσει μια ευκαιρία. Εργάστηκε πιο σκληρά από οποιονδήποτε και, όπως η FitzGerald, αφηγήθηκε θέματα που οι άντρες συνάδελφοι τής άφηναν στο περιθώριο. “Η Webb αρνιόταν κάθε φιλοφρόνηση και μισούσε να την αποκαλούν γυναίκα ρεπόρτερ, ένιωθε ότι ήταν ένας τρόπος απόρριψης των επιτευγμάτων της”, γράφει η Becker.
Κάποιοι δημοσιογράφοι είναι αρκετά τυχεροί για να βρουν ένα θέμα που θα τους σημαδέψει. Καμία ιστορία δεν είναι, όμως, πιο απαιτητική από τον ίδιο τον πόλεμο. Η Webb έμεινε στη Νοτιοανατολική Ασία για μια δεκαετία, καλύπτοντας την εξάπλωση του πολέμου στην Καμπότζη, ενώ απήχθη από εχθρικά στρατεύματα δύο φορές. Παραιτήθηκε από τη δημοσιογραφία, όταν το αφεντικό της στο Hong Kong, έδωσε αρνητική αναφορά για τη δουλειά της στους ανωτέρους. Η Leroy δεν βρήκε ποτέ άλλο θέμα που να αγγίζει την εμπειρία στο Βιετνάμ. Οι δυο τους πέθαναν από καρκίνο, στα 60 τους χρόνια. Η FitzGerald συνέχισε να γράφει βιβλία δημιουργώντας μια εξέχουσα καριέρα, όμως η εμμονή με το Βιετνάμ δεν την άφησε ποτέ.
Όταν πρόκειται για το πολεμικό ρεπορτάζ, δεν υπάρχει διαφορά φύλου. Ωστόσο η Becker θέλησε να μεταφέρει τις ιδιαίτερες θυσίες που έπρεπε να ακολουθήσουν αυτές οι τρεις γυναίκες: τις προσβολές, το ψυχολογικό κόστος, τη δυσκολία σταθερών σχέσεων και φυσικά την οικογένεια. Έδωσαν μια πιο διερυμένη ματιά στους Αμερικανούς αναγνώστες που ίσως να μην γνώριζαν ότι την ήθελαν εξαρχής.
Ένα ακόμα βιβλίο σχετικό με τον πόλεμο είναι και το ‘The Spymaster of Baghdad: A True Story of Bravery, Family και Patriotism in the Battle against ISIS΄, της Margaret Coker, πρώην ανταποκρίτρια των The New York Times και The Wall Street Journal. Η Margaret Coker έχει ένα σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό με την Frances FitzGerald – που μάλλον αποτέλεσε έμπνευση -, το ενδιαφέρον προς τους ανθρώπους που βίωναν τον πόλεμο από τους Αμερικανούς. Καταπιάνεται με μια ιρανική μονάδα κατασκοπείας ονόματι ‘The Falcons’, αποτελούμενη από άντρες που βοήθησαν να σωθεί η χώρα τους από την επίθεση του ISIS. Γίνεται αναφορά στους ίδιους, τις οικογένειές τους και την οικογένεια μιας νεαρής γυναίκας που προσλήφθηκε από τρομοκράτες, που της επέτρεπαν να εισέλθει αόρατα σε έναν τρομακτικό κόσμο και να τον απεικονίσει με κινηματογραφική λεπτομέρεια. Αυτή είναι μια ιστορία ηρωισμού και θλίψης του Ιράκ, χωρίς να εμφανίζονται κάπου οι Αμερικάνοι.
Οι γυναίκες μπορεί να μην αντιμετωπίζουν πλέον τα εμπόδια που αντιμετώπισαν οι τρεις αξιοθαύμαστες γυναίκες που αφιερώνει τις σελίδες του βιβλίου της η Elizabeth Becker, αλλά εξακολουθούν να έχουν λιγότερες πιθανότητες, συγκριτικά με τους άντρες συναδέλφους τους, σε ελευθερία εισόδου στα στρατεύματα των ΗΠΑ και των αξιωματούχων της εθνικής ασφάλειας. Όπως και να ‘χει, όμως, ένας πόλεμος είναι πολλά περισσότερα από μάχες, είναι η ζωή στο σύνολό της.