Το θέλουμε το ταξίδι, το επιζητούμε, το λαχταράμε, επενδύουμε συναισθηματικά πάνω του. Πιστεύουμε ότι θα μας ανεβάσει, θα μας ξεκουράσει, θα μας αλλάξει ιδανικά, ίσως και για πάντα. Οι προσδοκίες είναι πάντα μεγάλες. Μήπως, όμως, τελικά όλο αυτό είναι μια αυταπάτη, ένας αντικατοπτρισμός, μια χίμαιρα – ειδικά, δε, σ’ έναν κόσμο όπου ο υπερτουρισμός έχει ισοπεδώσει κάθε ρομαντική ιδέα περί του ταξιδιού ως περιήγηση και ως προσκύνημα σε έναν τόπο και σε μια άλλη κουλτούρα; Και επίσης: υπάρχει κάτι πιο ανιαρό από το να σου αφηγείται κάποιος ένα ταξίδι του (μόνο με το να σου λένε τι όνειρο είδαν μπορεί να συγκριθεί η αμηχανία και η πλήξη); Υπάρχει κάτι πιο εκνευριστικό από το να λες κάτι για έναν προορισμό και να πετάγεται ο άλλος ή η άλλη αναφωνώντας «έχω πάει!»;
Πριν από περίπου έναν χρόνο, τον περασμένο Ιούνιο, στις αρχές της θερινής σεζόν, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο στο περιοδικό «New Yorker», το οποίο έκανε πάταγο, έγινε viral και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και αντεγκλήσεις. Το άρθρο, όπως εξαρχής ανήγγειλε ο τίτλος του («The Case Against Travel»), αποτελούσε ένα είδος πολεμικής «κατά του ταξιδιού» ή μάλλον κατά του τουρισμού κυρίως, αν και η συγγραφέας του κειμένου -η καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο Άγκνες Κάλαρντ- χρησιμοποιεί αδιακρίτως και τους δύο όρους. Οπως ξέρουμε όλοι, άλλωστε, όταν το κάνουμε εμείς είναι ταξίδι -ακόμα κι αν πρόκειται για ολιγοήμερες διακοπές που τις έχουμε κλείσει προ καιρού κατόπιν εξονυχιστικής έρευνας και επίπονων διαπραγματεύσεων- όταν το κάνουν οι άλλοι, είναι τουρισμός. Και για να ισχυροποιήσει τη θέση της κατά του οργανωμένου ταξιδιού (πάντα για αναψυχή) χρησιμοποιεί διάφορους επιφανείς και «ξινούς» στοχαστές, από τον Σωκράτη έως τον Καντ, στους οποίους προκαλούσε αλλεργία η μετακίνηση σε άλλα μέρη, καθώς πίστευαν ότι τα ταξίδια όχι μόνο δεν μας φέρνουν σε επαφή με την ανθρωπότητα, αλλά μας χωρίζουν ακόμα περισσότερο από αυτή. Με αποκορύφωμα τις αντιταξιδιωτικές κορόνες που χρησιμοποιεί στο «Βιβλίο της Ανησυχίας» ο διάσημος Πορτογάλος συγγραφέας Φερνάντο Πεσόα: «Η ιδέα του ταξιδιού μού προκαλεί ναυτία… Ας ταξιδέψουν αυτοί που δεν υπάρχουν… Το ταξίδι είναι γι’ αυτούς που δεν νιώθουν. Μόνο όποιος στερείται εντελώς φαντασίας μπορεί να πιστεύει ότι πρέπει να μετακινείται κανείς για να νιώσει πράγματα».
Ένα ταξίδι δεν κρατάει μόνο όσο η διάρκειά του. Υπάρχει το πριν, των σχεδίων και της προσμονής και υπάρχει και το μετά, της αφομοίωσης (της εμπειρίας) και της ανάμνησης.
Το ταξίδι μάς μετατρέπει συχνά στη χειρότερη εκδοχή μας, ενώ εμείς είμαστε πεπεισμένοι ότι είμαστε στην καλύτερη: αυτή είναι η αυταπάτη του ταξιδιώτη. Η ψευδαίσθηση ότι είναι «ανοιχτός σε νέες εμπειρίες», ενώ αυτή η αντίληψη ακριβώς -η διαρκής τσίτα να ανακαλύψει το αυθεντικό, το άλλο- είναι που του περιορίζει το «άνοιγμα». Πάμε ταξίδια επιζητώντας για τον εαυτό μας την εμπειρία της αλλαγής αλλά καταλήγουμε να επιβάλλουμε εμείς -οι επισκέπτες- αλλαγές στις ζωές των άλλων, των ντόπιων. Επιζητούμε την εμπειρία που θα μας αλλάξει, αλλά ξέρουμε ότι θα επιστρέψουμε ίδιοι. Οπως σημειώνει η Κάλαρντ στο κείμενό της, το ταξίδι είναι σαν μπούμερανγκ: σε αφήνει πάλι πίσω από εκεί που ξεκίνησες.
Είναι έτσι όμως; Ή μήπως είναι μύθος -ή υπερβολή σε κάθε περίπτωση- όλες αυτές οι ενστάσεις ενάντια σε μία από τις πιο αγαπημένες, υποτίθεται, ψυχαγωγικές δραστηριότητες του ανθρώπου; Προς τι η τόση καταγγελία και η τόση απομάγευση; Η αλήθεια είναι ότι ο σύγχρονος μαζικός τουρισμός έχει μολύνει τον πλανήτη, όχι μόνο κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά, μεταδίδοντας μια ψευδή αίσθηση κοσμοπολιτισμού και εύκολης πρόσβασης στα πιο «απάτητα» και «αμόλυντα» μέρη, αλλά είναι τόσο πολλές οι διαφορετικές εμπειρίες που μπορεί να προσφέρει από το πουθενά ένα ταξίδι. Είναι τόσα πολλά, επίσης, και διαφορετικά, τα είδη του ταξιδιώτη, αλλά και του τουρίστα ακόμα. Ακόμα και στο πλαίσιο ενός ταξιδιωτικού γκρουπ, όπου όλα είναι κανονισμένα από πριν, ακόμα και ο ταξιδιώτης που άγεται και φέρεται από τους ξεναγούς μεταξύ αξιοθέατων και πούλμαν μπορεί να έχει την ευκαιρία να βρεθεί αντιμέτωπος με μια εμπειρία που μπορεί να του αλλάξει όχι μόνο το ταξίδι, αλλά και την αντίληψή του την ίδια. Έστω και μόνο μέχρι το σημείο όπου θα αντιληφθεί ότι υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω μεγαλύτερος και διαφορετικός από τον δικό του κόσμο – ότι ο «κόσμος του» δεν είναι ο κόσμος.
Επίσης, ένα ταξίδι δεν κρατάει μόνο όσο η διάρκειά του. Υπάρχει το πριν, των σχεδίων και της προσμονής και υπάρχει και το μετά, της αφομοίωσης (της εμπειρίας) και της ανάμνησης. Ιδανικός ταξιδιώτης δεν υπάρχει, ούτε και ιδανικό ταξίδι – χωρίς καθόλου πλήξη, χωρίς αναποδιές, χωρίς ενοχλητικά απρόοπτα, χωρίς απογοητεύσεις. Ο Πεσόα έλεγε ότι γνώριζε μόνο έναν «πραγματικό ταξιδιώτη με ψυχή»: έναν νεαρό υπάλληλο γραφείου που μάζευε εμμονικά ταξιδιωτικά φυλλάδια, έσκιζε χάρτες από εφημερίδες και απομνημόνευε τα δρομολόγια των τρένων έως και τους πιο μακρινούς προορισμούς. Το αγόρι μπορούσε να περιγράψει ιστιοπλοϊκές διαδρομές ανά την υδρόγειο, αλλά δεν είχε φύγει ποτέ στη ζωή του από τη Λισαβόνα.