Στην τελική ευθεία των γενικών δοκιμών βρίσκονται ο Δημήτρης Τάρλοου και ο πολυμελής θίασος της φετινής, μεγάλης κεντρικής παραγωγής του Θεάτρου Πορεία, του Γιούγκερμαν, που ανεβαίνει στις 28 Νοεμβρίου.

Η Ζέτα Μακρυπούλια σε σκηνή από τις πρόβες του Γιούγκερμαν

Να τι είχε πει ο σκηνοθέτης της παράστασης, Δημήτρης Τάρλοου, στο Marie Claire για τον τρόπο που διάλεξε τους ηθοποιούς:
“Υπάρχει καλή κατανόηση των κειμένων και σωστό ένστικτο, ενόραση. Ξέρω ορισμένα αυταπόδεικτα χαρακτηριστικά των ηρώων, αυτό που υπάρχει εκεί, στο κείμενο και λειτουργεί σαν σημαδούρα. Ξέρω επίσης τι δεν είναι οι ήρωες ενός έργου. Από εκεί και πέρα όμως περιμένω και την αφήγηση των ηθοποιών. Περιμένω ο κάθε ηθοποιός που αναλαμβάνει έναν ρόλο, του Γιούγκερμαν της Ντάινα, της Βούλας, να συνδεθεί σε ένα πολύ προσωπικό επίπεδο με τον χαρακτήρα. Και γι’ αυτό τους βάζω να μας αφηγούνται στο βαθμό που θέλουν και επιτρέπεται ιστορίες προσωπικές που αφορούν τη ζωή τις εγκαταλήψεις, τις οδύνες, τη βία τους, στοιχείο που τους βοηθά να εκφράσουν κάτι προσωπικό μέσα στην παράσταση. Με ενδιαφέρει η προσωπική εξομολόγηση του ηθοποιού μέσα από το ρόλο του, αυτό είναι κάτι που συγκινεί τον θεατή…
Το γεγονός ότι σε αυτή την παράσταση των 18 ηθοποιών συμμετέχει η Ζέτα Μακρυπούλια στο ρόλο της Ντάινα είναι μία έκφραση αυτής ακριβώς της ενόρασης που λειτουργεί ως κριτήριο. Η Ζέτα μου απέδειξε όχι μόνο ότι είναι εξαιρετική επαγγελματίας, αλλά και μία ηθοποιός ικανοτήτων. Η Θάλεια Σταματέλου επίσης, που υποδύεται τη Βούλα ξεκινάει την καριέρα της με έναν πρωταγωνιστικό ρόλο και ανταποκρίνεται ωραία και γενναία σε αυτό το στοίχημα. Έχει τα μάτια μίας άλλης Ελλάδας, τα καθαρά μάτια ενός ανθρώπου που δεν έχει τεράστια ιδέα για τον εαυτό του, που η αυτοεκτίμησή του είναι ασύμβατη με κάθε είδους βεντετιλίκι, που είναι ασκημένη στη δουλειά της και τραγουδά υπέροχα”.

Γιάννης Στάνκογλου, Θάλεια Σταματέλου

Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη συνέντευξη του Δημήτρη Τάρλοου όπως δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νοεμβρίου.

Στο γραφείο του Δημήτρη Τάρλοου, καλλιτεχνικού διευθυντή του θεάτρου Πορεία, δεσπόζει μία μεγεθυμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία που του χάρισε η μητέρα του Μαρίνα Καραγάτση, και εικονίζει ένα τραπέζι σε κάποιο εστιατόριο άλλης δεκαετίας. «Είναι μια φωτογραφία που υπήρχε στο σπίτι που γεννήθηκα, στην οδό Χάρητος στο Κολωνάκι, και νομίζω ότι απεικονίζει μια ολόκληρη εποχή. Μετά από μια πρεμιέρα του Θεάτρου Τέχνης στη δεκαετία του ’50, ο Καραγάτσης, η γιαγιά μου Νίκη, ο γνωστός κριτικός Αχιλλέας Μαμάκης, ο Μουσούρης, ο Πλωρίτης, η Ελλη Λαμπέτη και μάλλον κάποιοι τεχνικοί του θεάτρου να τρώνε όλοι μαζί. Τα μάτια όλων αυτών των ανθρώπων εκφράζουν μία Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Κι αυτό ήταν μία επιδίωξή μου στον “Γιούγκερμαν”: να δείτε μία παράσταση που δεν τέμνεται πουθενά με το σήμερα. Νομίζω ότι τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν στο μυθιστόρημα δεν έχει σχέση με τη σημερινή εποχή – κι ας βλέπουμε σε αυτό την απαρχή για πολλές παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας».

Φωτογραφία: Γιώργος Καπλανίδης (This is not another agency*) Επιμέλεια: ΕΛΙΝΑ ΣΥΓΓΑΡΕΩΣ Grooming: ΜΟRFE

Το ανέβασμα του εμβληματικού μυθιστορήματος του Καραγάτση «Γιούγκερμαν» είναι η αφορμή για την κουβέντα μας, που ξεκινάει ενώ του ζητώ να θυμηθεί μία παράσταση που σηματοδοτεί κάτι για τον ίδιο. «Σημείο καμπής είναι όταν αρχίζω να βλέπω θέατρο που με φέρνει σε επαφή με κάτι άλλο. Στην Ελλάδα σίγουρα οι παραστάσεις του Λευτέρη Βογιατζή. Θυμάμαι πολύ καθαρά εικόνες από τους “Αγροίκους” του Γκολντόνι στα 80s, παρόλο που ήμουν πολύ μικρός. Οπωσδήποτε οι παραστάσεις του Εμπρός, όπως ο “Σωσμένος”, και ο “Γυάλινος Κόσμος” του Μαυρίκιου που άλλαξαν την οπτική μου. Μου έκανε τρομακτική εντύπωση μία παράσταση του Βασίλιεφ στη Μόσχα, βασισμένη στην ποίηση του Πούσκιν. Και σίγουρα όλες οι παραστάσεις του Οσκάρας Κουρσουνόβας που μου άλλαξαν πλήρως την οπτική για το πώς μπορούν οι ηθοποιοί να λειτουργήσουν πάνω στη σκηνή». Οταν ζητώ μία τρυφερή ανάμνηση με τη μητέρα του, εκείνος μου μιλάει για το παρόν. «Πάμε καμιά φορά θέατρο μαζί, όποτε μπορώ. Εχει άποψη, και μάλιστα είναι πολύ αυστηρή με τις παραστάσεις μου. Αυστηρή, αλλά δίκαια». Φυσικά και τον ενδιαφέρει η άποψή της. «Ολων οι απόψεις με ενδιαφέρουν πολύ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δημιουργώ θεάματα με βάση την άποψη των άλλων. Η επιτυχία της “Μεγάλης Χίμαιρας”, που την είδαν 110 χιλιάδες θεατές, μου έδειξε τι αρέσει στον πολύ κόσμο, αλλά και να ήθελα, δεν μπορώ να επαναλάβω αυτό που έκανα. Εκ των υστέρων διαπιστώνω πολλά, ξαναβλέπω τις παραστάσεις μου, τις κρίνω, βλέπω τι δεν θα έκανα τώρα. Θεωρώ ότι η “Χίμαιρα” είχε μία πολύ μοντέρνα μείξη θεάτρου και κινηματογράφου, με έναν τρόπο που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ξανά στην Ελλάδα. Και αυτό προσέδωσε νομίζω μια ιδιαίτερη γοητεία στο εγχείρημα. Υπήρχαν μπόλικα αρνητικά, αλλά τα κρατώ για τον εαυτό μου και τα επεξεργάζομαι».

Ο «Γιούγκερμαν» είναι το τρίτο βιβλίο της οικογένειας Καραγάτση που σκηνοθετεί ο Τάρλοου μετά τη «Μεγάλη Χίμαιρα» (Βραβείο Σκηνοθεσίας «Κάρολος Κουν», 2016) και το «Ευχαριστημένο» της Μαρίνας Καραγάτση. Για όσους μεγαλώσαμε στα 80s, «Γιούγκερμαν» σημαίνει θρυλική τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστή τον Αλέκο Αλεξανδράκη. «Οχι μόνο πρόλαβα τον “Γιούγκερμαν”, αλλά είχα παίξει τον Γιούγκερμαν μικρό, ως παιδί, στα flashback που γίνονται στην παιδική του ηλικία στη Φινλανδία. Η μάνα μου βρήκε τις προάλλες πάρα πολλές φωτογραφίες από τη σειρά – και ευτυχώς. Γιατί η κρατική μας τηλεόραση σεβάστηκε τόσο πολύ τον “Γιούγκερμαν” ώστε έγραψε αγώνες Μουντιάλ πάνω στα αρχεία με τη σειρά – είναι ζήτημα αν έχει επιβιώσει ένα ελάχιστο δείγμα».

Το θεατρικό κοινό θα γνωρίσει τον «Γιούγκερμαν» με το πρόσωπο και την κοψιά του Γιάννη Στάνκογλου. «Για να κάνεις σωστό casting πρέπει να έχεις διαβάσει σωστά το έργο, είτε πρόκειται για λογοτεχνία όπως ο “Γιούγκερμαν”, είτε για τις “Τρεις Αδερφές” του Τσέχοφ. Υπάρχει ενόραση, σωστό ένστικτο και βαθιά κατανόηση των κειμένων στην επιλογή των ηθοποιών. Δεν ήταν μόνο το φιζίκ του Γιάννη, το ότι είναι ψηλός, γαλανός ή ωραίος, αλλά κυρίως το psyche, ο ψυχισμός του, που είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της υποκριτικής. Τους ήρωες τους καταλαβαίνω μέσα από τους ηθοποιούς. Ο Στάνκογλου έχει έναν ψυχισμό πολύ συμβατό με αυτόν του ήρωα. Μπορεί να πάρει ένα ποτήρι και να το σπάσει στο χέρι του».

Αναρωτιέμαι τι θα ρωτούσε να μάθει σε μια φανταστική συνομιλία με τον Γιούγκερμαν. «Θα τον ρώταγα αυτό που ρωτάω και τον Γιάννη: “Πώς τις καταφέρνεις όλες;”. Επίσης μία ερώτηση που θα ήθελα να κάνω στον Γιούγκερμαν και που μας αφορά όλους, γιατί όλοι θα φτάσουμε στο φινάλε, είναι πώς είναι αυτά τα τελευταία λεπτά λίγο πριν πεθάνει, όταν μπερδεύονται πρόσωπα και πράγματα από διάφορες εποχές και μέρη και έχουν γίνει όλα κουλουβάχατα στο μυαλό του».

Με τις παραστάσεις του ο Τάρλοου δεν λέει απλώς ιστορίες, ασχολείται με την Ιστορία. «Η Ιστορία υπάρχει σε πολλές από τις παραστάσεις μου και νομίζω ότι θα ήταν λάθος να μην μπαίνει μέσα στην παράσταση. Ας πούμε στον “Γιούγκερμαν” υπάρχει όλη η Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, όπως και το θέμα της κατάρρευσης της τσαρικής Ρωσίας και της εγκαθίδρυσης του κομμουνισμού. Βλέπουμε την άνοδο του φασισμού, την κατάρρευση της Ευρώπης εκείνη την εποχή, το πώς η Ελλάδα αντιμετωπίζει τη μετάβαση σε ένα νέο καθεστώς και πώς η ίδια βιώνει τη φτώχεια μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Καραγάτσης θεωρείται από μεγάλη μερίδα κριτικών και κοινού πολύ συντηρητικός – υπάρχει μία, ας την αποκαλέσω, εχθρική στάση απέναντί του από τους γαλουχημένους με την αριστερή ιδεολογία κριτικούς. Η πραγματικότητα όμως είναι ξεροκέφαλη, όπως έχει λεχθεί, και ο Καραγάτσης παραμένει αγαπημένος του κοινού εδώ και 70 χρόνια. Θα συνεχίσει να μιλάει στον κόσμο μέσα από τα μυθιστορήματά του – κι αυτό είναι ένα κομμάτι το οποίο δεν αγνοώ στις παραστάσεις μου, είναι ένα παιχνίδι πρόκλησης». Για τη σημασία του Θεάτρου Πορεία στη θεατρική ζωή της χώρας σκέφτεται σαν θεατής «Οταν αποφασίζω να δω μια παράσταση στη Γερμανία ή τη Λιθουανία μπαίνω στο site τους και βλέπω φωτογραφίες και βίντεο. Μία φωτογραφία μπορεί να σου πει πολλά για μία παράσταση. Θα ήθελα λοιπόν στο poreiatheatre.com να τα βρίσκουν όλα αυτά, να ξέρουν ότι στο Πορεία θα δουν πάντα μία παράσταση από ένα επίπεδο και πάνω ακόμα κι αν δεν τους αρέσει, ότι θα δουν θέατρο, μία πρόταση, μία ενδιαφέρουσα ανάγνωση, ότι έχει συμβεί μία πνευματική ανάφλεξη για να παρουσιαστεί κάτι. Και ότι θα συνεχιστεί και μετά από εμένα εδώ η δουλειά του Δαμιανού και του Παπαβασιλείου, ότι το Θέατρο Πορεία θα συνεχίσει να είναι ένα θέατρο αιχμής. Για μένα έχει σημασία η συνέχεια -ειδικά στην Ελλάδα που δεν πιστεύει σε αυτήν, είναι μία χώρα που δεν πιστεύει στην ευρωπαϊκή αίσθηση της παράδοσης. Μοιάζει περισσότερο με ανατολίτικο Μανχάταν. Ομως για το θέατρο, όπως και για ένα μπαρ ή ένα παπουτσίδικο, η συνέχεια έχει σημασία. Εχει σημασία να υπάρχει για μισό αιώνα ένας μπάρμαν που φτιάχνει ένα εκπληκτικό κοκτέιλ ή ένας υποδηματοποιός που φτιάχνει εκπληκτικά παπούτσια και έρχεται ένας άλλος και συνεχίζει την τέχνη του. Ετσι και ένα θέατρο πρέπει να φέρει το άρωμα και την πατίνα των προηγούμενων».

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below