Εχει μια ψυχοπαθολογική σχέση με τη μητέρα του και αγαπά τα έντονα χρώματα, ενώ κακοποιήθηκε σεξουαλικά σε παιδική ηλικία. Ο βραβευμένος με Οσκαρ, Πέδρο Αλμοδόβαρ, γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1949. Είναι γνήσιο τέκνο της λεγόμενης «κίνησης movida», που δημιουργήθηκε στη Μαδρίτη, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, με το σύνθημα «Κάνε τέχνη τη ζωή σου».
Η ηθοποιός Πενέλοπε Κρουζ έχει πει για εκείνον: «Οι ταινίες του ήταν σοκαριστικές, επιδεικτικές, ασεβείς, αναρχικές αλλά και ζεστές και αστείες και, μερικές φορές, τελείως παλαβές. Ακόμα και ως μικρό κορίτσι ταυτιζόμουν μαζί του και έλεγα: ”Με ενδιαφέρει πολύ αυτός ο άνθρωπος. Γιατί βλέπει τον κόσμο με αυτό τον τρόπο; Γιατί καταλαβαίνει τις γυναίκες όπως τις καταλαβαίνει; Ηθελα να γνωρίσω αυτό τον άνθρωπο, που ήταν τόσο γενναίος ώστε να υψώσει το ανάστημά του και να υπερασπιστεί πολιτικά τις θέσεις του. Οταν μεγάλωνα, όλοι φοβούνταν τις αλλαγές που συνέβαιναν στην Ισπανία και αυτός φαινόταν πως είναι ακριβώς το αντίθετο”».
Ο «ΤΡΕΛΟΣ» ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ
Πράγματι, ο Αλμοδόβαρ είναι σίγουρα ο άνθρωπος που θα θεωρούσε τιμητικό τον τίτλο του «τρελού του χωριού», αφού είναι ατέρμονα υπερβολικός σε όλα του: Oι χαρακτήρες, η σεξουαλικότητα, οι διαστροφές, η πολυχρωμία, τα σενάρια, οι διαπλεκόμενες καταστάσεις που διαδραματίζονται στα έργα του τον έχουν καθιερώσει σαν αυτοκράτορα του κιτς. Είναι ο σκηνοθέτης που ασχολήθηκε με θέματα όπως η αλλαγή φύλου, η ομοφυλοφιλία, η σεξουαλική κακοποίηση, το AIDS, η θρησκεία, ο τρανσεξουαλισμός, τα φετίχ, ο θάνατος και η χρήση ουσιών, κι όλα αυτά με πολύ αντικομφορμισμό, μαύρο χιούμορ και κυνισμό.
«Μέσα σε κάθε γυναίκα υπάρχει μια μητέρα, ηθοποιός, αγία, αμαρτωλή. Και μέσα σε κάθε άντρα υπάρχει μια γυναίκα».
Αυτή η φράση του Αλμοδόβαρ συνοψίζει ένα τεράστιο κεφάλαιο της ψυχοσύνθεσης και της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας. Αλλωστε, αυτό προσπαθεί να κάνει και ο ίδιος: Να αποδομήσει το αρσενικό στοιχείο, άρα τον πατριαρχισμό κι επομένως τις ανδροκρατούμενες κοινωνίες. Ο στόχος όλης αυτής της αποδόμησης είναι να κατακεραυνώσει το δικτάτορα Φράνκο και ό,τι αυτός συνεπάγεται για τη δύσκολη περίοδο που πέρασε η Ισπανία υπό το καθεστώς του.
«Δε θέλω να μιμηθώ τη ζωή στις ταινίες μου. Θέλω να την αναπαραστήσω. Και σε αυτή την αναπαράσταση, χρησιμοποιείς τα χρώματα που νιώθεις και, μερικές φορές, αυτά είναι ψεύτικα χρώματα. Αλλά πάντα είναι για να δείξουν ένα συναίσθημα», σχολιάζει.
Παρακολουθώντας τις ταινίες του, μαθαίνει κανείς σίγουρα δύο πράγματα για τον εαυτό του: Πρώτον, ότι η μητέρα του πιθανόν να είναι ο λόγος που χρειάζεται ψυχανάλυση, και δεύτερον, να μη φοβάται την αλλαγή, γιατί σημαίνει εξέλιξη.