Ο εβραϊκής καταγωγής Taika Waititi, έχοντας προσωπική εμπειρία γύρω από ρατσιστικές προκαταλήψεις, θέλησε να κάνει μέσα από την ταινία Jojo Rabbit μια δυναμική δήλωση ενάντια στο μίσος και τη ναζισμό. Σκηνοθετεί, υπογράφει το σενάριο αλλά και παίζει σε μια μαύρη κωμωδία. Προσεγγίζει όμως μια τρομακτική πλευρά της ιστορίας με απόλυτη σοβαρότητα και ευπρέπεια. Το αν το πετυχαίνει μάλλον είναι υποκειμενικό. Σίγουρα του έδωσε 6 υποψηφιότητες για τα βραβεία Όσκαρ και ανάμεσά τους και αυτό για την Καλύτερη Ταινία. Θα “τρέξει” στην ίδια κούρσα με το “1917”,τα “Παράσιτα”, το “Joker”, τις “Μικρές Κυρίες”, τον “Ιρλανδό”, το “Κάποτε στο Χόλιγουντ”, το “Ford V Ferrari” και την “Ιστορία Γάμου”. Θα καταφέρει όμως να τερματίσει πρώτο;
Το Τζότζο, όπως είναι ο ελληνικός τίτλος της ταινίας, μιλά για την ιστορία ενός αγοριού –που υποδύεται ο 12χρονος Roman Griffin Davis– που έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου για την απόλυτη αφοσίωσή του στον Χίτλερ, όπως γίνονταν σε πολλούς εκείνη την περίοδο. Βασίζεται στο μυθιστόρημα “Caging Skies” της Christine Leunens που εκδόθηκε το 2004.
“Το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία πήγαινε περισσότερο κοντά στο δράμα, παρόλο που είχε μερικά κωμικά στοιχεία. Όμως, θεώρησα πως αν ανακατευόμουν με αυτό το project, θα έπρεπε να το ενισχύσω με στοιχεία της προσωπικότητάς μου. Το στυλ μου, δηλαδή, περιέχει φανταστικά στοιχεία και προφανώς άφθονο χιούμορ, κάτι σαν ένας χορός ανάμεσα στο δράμα και τη σάτιρα”, δηλώνει ο σκηνοθέτης.
Ο Waititi ήθελε να δώσει τη δική του οπτική πάνω σε ένα πολύ σημαντικό θέμα. “Ήξερα από την αρχή πως δεν ήθελα να κάνω ένα απλό δράμα για το μίσος και την προκατάληψη ακριβώς επειδή είμαστε πια συνηθισμένοι σε αυτού του είδους τα δράματα”, εξηγεί . “Όταν κάτι μοιάζει πολύ εύκολο, θέλω να φέρνω το χάος σε αυτό. Πάντα πίστευα πως η κωμωδία είναι ο καλύτερος τρόπος να κάνεις το κοινό να αισθάνεται άνετα”.
Ο ίδιος είχε βιώσει την προκατάληψη στο παρελθόν, κάτι το οποίο τον βοήθησε στην ταινία. “Έχω ζήσει στιγμές ρατσιστικής αντιμετώπισης κυρίως εξαιτίας του χρώματος του δέρματός μου”, εξηγεί. “Παραδοσιακά στη Νέα Ζηλανδία, υπήρχε προκατάληψη ενάντια σε όσους κατάγονταν από τη φυλή των Μαορί. Το έζησα και κατάφερα κατά κάποια έννοια να το ξεπεράσω. Αυτά όλα μπορώ πλέον να τα περάσω εύκολα στην κωμωδία πια. Γι’ αυτό το λόγο νιώθω πολύ άνετα να κάνω πλάκα στους ανθρώπους που πιστεύουν πως είναι έξυπνο να μισούν κάποιον για αυτό το οποίο είναι”.
Πώς δημιουργήθηκε η ταινία
Σημαντικό για τον Waititi ήταν ο τρόπος που θα απεικόνιζε τους Ναζί μέσα στην ταινία. Πέρα από το προφανές γι’ αυτόν – να τους παρουσιάσει με χλευαστικό τρόπο – , τους έδωσε και ανθρώπινα χαρακτηριστικά, κάτι που τους εξισώνει με τους υπόλοιπους ανθρώπους. “Ήταν σημαντικό για μένα να κάνω το Τζότζο να δείχνει ένα 10χρονο αγόρι που ουσιαστικά δεν γνωρίζει τίποτα για τον κόσμο μας”, εξηγεί. “Του αρέσει βασικά που ντύνεται με μια φόρμα και γίνεται απλά αποδεκτός. Έτσι ακριβώς συνήθιζαν να συμπεριφέρονται οι Ναζί στα παιδιά, να τους δείχνουν πώς πρέπει να γίνεται κάτι δίχως να είναι σε θέση να σκεφτούν για αυτό. Οπότε τους έλεγαν πως αυτό πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένο τρόπο και τα παιδιά το δέχονταν”.
Προσπαθούσε να βρει για το κοινό ένα λόγο για να εναρμονιστεί με τον Τζότζο και τον κόσμο του. “Ένας τρόπος ήταν να δείξω πως πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα τρομαγμένο και ασήμαντο αγόρι σε γενικό πλαίσιο έχοντας μεγάλα όνειρα, όπως όλα τα παιδιά”. Επιπλέον, τοποθέτησε την σχέση μητέρας-αγοριού στον πυρήνα της ταινίας. Σε αντίθεση με το Τζότζο, η μητέρα του Ρόζι (που υποδύεται η Scarlett Johansson), βλέπει ξεκάθαρα τον ύπουλο κόσμο που χτίζει ο Χίτλερ και αυτό που κάνει είναι να βοηθήσει.
Αν και η ταινία κάνει σαφή χρήση μερικών αναχρονισμών, ο δημιουργός έκατσε και έμαθε πολλά για την ιστορική αυτή περίοδο διαβάζοντας βιβλία και παρακολουθώντας ντοκιμαντέρ. “Διάβασα αρκετά για τον ψυχισμό των Γερμανών πριν τον πόλεμο και για το πώς είναι δυνατόν να καθοδηγείς μια ολόκληρη χώρα, πώς γίνεται να καρτερείς την απόγνωση ενός λαού ύστερα από κατάθλιψη. Είδα μερικά ντοκιμαντέρ για να έχω μια ιδέα πώς ήταν τα πράγματα. Ήθελα να είμαι ακριβής και να πειραματιστώ μόνο με τη μουσική, τη χρωματική παλέτα και τη γλώσσα”.
“Νιώθω πως καταλαβαίνω απόλυτα ταινίες σαν τον ‘Μεγάλο Δικτάτορα’ του Τσάπλιν, που διακωμωδεί την τότε κατάσταση και ταυτόχρονα προσπαθεί να δείξει πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα. Είναι μια προειδοποίηση πως ο Χίτλερ ήταν πολύ πρόσφατος σύμφωνα με τους όρους της ιστορίας της ανθρωπότητας και θα πρέπει να συνεχίσουμε να μιλάμε για αυτά τα πράγματα διότι οι παράγοντες που το προκάλεσαν δεν πρόκειται να φύγουν τόσο απλά”.
Οι παρωδίες με θέμα του Ναζί πριν το Τζότζο
Εκτός από τον Τσάρλι Τσάπλιν με την ταινία “Ο Μεγάλος Δικτάτορας’”, που έκανε την αρχή, έχουμε δει από τη δεκαετία του ’40 τον Ερνστ Λιούμπιτς με το “Να ζει κανείς ή να μη ζει’” και τον Μελ Μπρουκς με το “Δυο Τρελοί Παραγωγοί”, τον Τζον Μπούρμαν με το “Ελπίδα και Δόξα”, τον Ρομπέρτο Μπενίνι με το “Η Ζωή είναι Ωραία’” και τον Κουέντιν Ταραντίνο με το “Άδωξοι Μπάσταρδοι”.
Συχνά τέτοιου είδους ταινίες θεωρούνταν αμφιλεγόμενες και κάποιες φορές στην αρχή δεν αντιμετωπίστηκαν όπως τους έπρεπε. Μέσα στα χρόνια όμως κατάφεραν να κερδίσουν την προσοχή του κοινού. Ίσως αυτό να δικαιολογεί και την κάπως “χλιαρή” υποδοχή της ταινίες στις ελληνικές αίθουσες που ξεκίνησε την πορεία της από την Πέμπτη 23 Ιανουαρίου. Σε κάθε περίπτωση όμως περνάει το μήνυμα που πρέπει να περάσει -σε όσους τουλάχιστον έχουν ανοιχτά την καρδιά και το μυαλό τους- και είναι σημαντικό και μόνο που μας βάζει να ασχοληθούμε με τέτοια θέματα.
Φυσικά, δεν χωρούν αμφισβήτηση και οι εξαιρετικές ερμηνείες τόσο από τον νεαρό πρωταγωνιστή όσο κι από τον κινηματογραφική μαμά του Scarlet Johannson –που της δίνει αυτή η ταινία διπλή υποψηφιότητα μαζί με τον ρόλο της στο “Ιστορία γάμου“-, της Thomasin McKenzieπου υποδύεται την μικρή Εβραιοπούλα που κρύβεται στο σπίτι τους και τον Taika Waititi που κάνει τον Αδόλφο Χίτλερ.