Η πρώτη ντελικάτη γουλιά από το ποτήρι της Gold Brut παραμένει μέχρι σήμερα μια αξέχαστη στιγμή που ξυπνά τις αισθήσεις. Οι γευστικοί κάλικες λυγίζουν στην αρωματική πολυπλοκότητα και χιλιάδες μικρές εκρήξεις γαργαλάνε ευχάριστα τον ουρανίσκο. Σ’ ένα μικρό καταπράσινο χωριό στη Reims, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι, ο Jean – Jacques Cattier, ο ιδιοκτήτης του οινοποιείου και ο γιος του Alexandre συνεχίζουν με το πάθος των προγόνων τους την παραγωγή της πολυβραβευμένης σαμπάνιας. «Για εμάς η ιστορία ξεκίνησε όταν, αναζητώντας το γενεαλογικό μας δέντρο, ανακαλύψαμε ότι οι πρόγονοί μας ήταν οι ιδιοκτήτες των αμπελώνων στην περιοχή Chigny-les-Roses, το 1763, ενώ το 1918 ο παππούς μου ξεκίνησε να παράγει και να πουλάει τη δική του σαμπάνια με την υπογραφή Cattier», αναφέρει ο κ. Cattier ενώ γευόμαστε την εκλεκτή Blanc des Blancs στην αίθουσα συνεδριάσεων του ξενοδοχείου Royal Champagne στην περιοχή Champillon λίγα χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι.
Το 2006 ξεκίνησε η παραγωγή της σαμπάνιας Armand de Brignac, η οποία έχει γίνει συνώνυμο μιας γευστικής πολυτέλειας που συναρπάζει εξίσου σομελιέ και aficionado του είδους. Σήμερα το οινοποιείο απλώνεται σε 33 εκτάρια αμπελώνων, από τα πιο φημισμένα στην περιοχή της Καμπανίας. Εκεί 18 άτομα ασχολούνται με τη συγκομιδή των σταφυλιών, το γυάλισμα κάθε φιάλης και την τοποθέτηση της ετικέτας. Το αστραφτερό μπουκάλι με σφραγίδα τον σκαλιστό άσο μπαστούνι από κασσίτερο φινίρεται στο χέρι, έτσι το καθένα αποτελεί ένα μοναδικό έργο τέχνης. Μια χειροποίητη διαδικασία που δοκιμάσαμε και εμείς οι ίδιοι να κατασκευάσουμε με απόσμενα θετικό αποτέλεσμα. Τα cυνées της Armand de Brignac είναι μοναδικά και περιορισμένης παραγωγής μιας και όλα είναι φτιαγμένα στο χέρι και χρησιμοποιείται μόνο το «νέκταρ» από το πρώτο πάτημα των σταφυλιών. Ο χυμός από το δεύτερο και τρίτο πάτημα αξιοποιείται στην παραγωγή για άλλες μάρκες σαμπάνιας.
Ο Γάλλος σχεδιαστής Αντρέ Κουρέζ ήταν αυτός που φαντάστηκε το «φόρεμα» της φιάλης σαν ένα χρυσό πέπλο που θα αγκαλιάζει την γυάλινη σιλουέτα της. Το πλούσιο φρουτώδες με νότες λουλουδιών προφίλ των τεσσάρων cuvées (Βrut Gold, Blanc des Blancs, Rosé και Demi-Sec) ωριμάζει σε κελάρια σε βάθος 30 μέτρων που θεωρούνται από τα πιο παλιά της Καμπανίας. Ελάχιστοι άνθρωποι μέχρι σήμερα κατέβηκαν τα 119 σκαλιά που οδηγούν στο «Gold Vault» πίσω από τη βαριά μεταλλική μαύρη πόρτα. Εκεί η μυστική αλχημεία των ποικιλιών Pinot Noir, Pinot Meunier και Chardonnay μεστώνει μέσα σε δρύινα βαρέλια, ενώ η τελική ζύμωση ολοκληρώvεται στο μπουκάλι χαρίζοντας υπεροχή στη διακεκριμένη σαμπάνια. Ο υπεύθυνος της εταιρίας Pierre-Alexandre μας οδήγησε εκεί περνώντας μέσα από ένα λαβύρινθο από τούνελ και σκάλες τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από τους κατοίκους της περιοχής σαν καταφύγιο κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.Η αντανάκλαση του ασημί, χρυσού και ροζ χρώματος από τις φιάλες στους τοίχους δημιουργεί ένα αστραφτερό οπτικό εφέ που καθηλώνει το βλέμμα.
Φανερά εντυπωσιασμένοι από το ατμοσφαιρικό σκηνικό και με τη μυρωδιά της κιμωλίας να ανδύεται από τα πέτρινα τοιχώματα γευτήκαμε την ιδέα που γεννήθηκε από την επιθυμία της οικογένειας να δημιουργήσει την καλύτερη σαμπάνια σε ένα ποτήρι Brut Gold. Με έντονο ακόμα στον ουρανίσκο το μεταξένιο τελείωμα της φίνας σαμπάνιας κατευθυνθήκαμε προς τους καταπράσινους αμπελώνες με τον Pierre-Alexandre να μας εξηγεί τις διαφορετικές ποικιλίες σταφυλιών και την επιμελή φροντίδα που απαιτείται για την εξασφάλιση της ξεχωριστής τους γεύσης.
Αφήνοντας αυτό το μαγευτικό τοπίο που θύμιζε πίνακα ζωγραφικής μεταφερθήκαμε στο ξενοδοχείο L’Assiette Champenoise, όχι επειδή η εμπειρία μας με την Armand de Brignac τελείωσε, αλλά επειδή μόλις είχε αρχίσει. Ο Pierre-Alexandre και η ομάδα του οργάνωσαν σε συνεργασία με τον βρεβευμένο με τρία αστέρια Michelin σεφ Arnaud Lallement ένα bespoke μενού υψηλής γαστρονομίας ειδικά για εμάς, το οποίο να συμπλήρωναν αρμονικά οι διαφορετικές κατηγορίες σαμπάνιας της Armand de Brignac. Μια αξέχαστη γαστριμαργική πανδεσία γεύσεων και αρωμάτων με ιδανικό συνοδό την ζωηρή προσωπικότητα της μεγαλειώδους σαμπάνιας. Τσιν-τσιν!