Ο Κωνσταντίνος Πίττας έκανε αίσθηση πριν από δύο χρόνια ξεθάβοντας από ένα ντουλάπι τις υψηλής αισθητικής ασπρόμαυρες φωτογραφίες του. Δύο λευκώματα και μία μεγάλη έκθεση μετά, συνεχίζει να μας εκπλήσσει.
Πώς γεννήθηκε η αγάπη για τη φωτογραφία;
Γεννήθηκε από την ανάγκη μου να κάνω κάτι, όταν ήμουν πολύ νέος, μέσα από μια κρίση που πέρασα. Το ’84 είχα τελειώσει το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, αλλά δεν άντεχα να δουλέψω ως μηχανικός, πνιγόμουν. Αγόρασα τότε μια μικρή μηχανή και άρχισα να φωτογραφίζω στους δρόμους της Αθήνας. Και μου έγινε πάθος.
Οι γυναίκες, όπως και οι πόλεις και η Ευρώπη η ίδια, είναι γένους θηλυκού. Τι σημαίνει λοιπόν για σένα θηλυκό;
Θα πω ένα κλισέ αλλά είναι έτσι ακριβώς: για κάθε άντρα που τον ενδιαφέρουν οι γυναίκες το θηλυκό είναι ένα μεγάλο μυστήριο. Δεν είναι μόνο γιατί είναι το εντελώς άλλο από εμένα. Δεν είναι γιατί η έλξη για το άλλο φύλο μυθοποιεί κάπως το αντικείμενο του πόθου σου. Είναι για άλλους λόγους. Για παράδειγμα, η πολυπλοκότητα του θηλυκού συναρπάζει εμάς τους άντρες που είμαστε απλές κατασκευές δυστυχώς. Η δύναμη των γυναικών, η προσαρμοστικότητά τους, η προσκόλληση στη ζωή: σπουδαίες ιδιότητες που βλέπω στις γυναίκες. Βλέπω και άλλες ιδιότητες και ικανότητες που διαθέτουν και που ίσως δεν συνειδητοποιούν και οι ίδιες γιατί δεν το έχουν ανάγκη.
Ποια είναι η καλύτερη στιγμή να φωτογραφίσεις μια γυναίκα;
Τη στιγμή που είσαι καλά μαζί της. Η φωτογραφία είναι σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων. Οταν είμαι καλά με κάποια, τη στιγμή που πατάω το κουμπί η φίλη μου βγάζει την ψυχή της στο πρόσωπό της και αυτό είναι μαγικό αν το βλέπεις.
Ποιο ρόλο έπαιξαν οι γυναίκες στη ζωή σου:
Από τις γυναίκες κατάλαβα, όσο μπορούσα, την ίδια τη ζωή. Ακόμη προσπαθώ να την καταλάβω μέσα από αυτές – και αυτές μαζί. Σε μένα αυτό ισχύει κυριολεκτικά: μέσα από τα πρόσωπα των γυναικών που έβλεπα και φωτογράφιζα τότε, είδα τον κόσμο, όλη την κοινωνία και τις σχέσεις των ανθρώπων. Αυτές με καθοδήγησαν να καταλάβω πέντε πράγματα στην Αθήνα του ’84 καθώς σκηνοθετούσαν υποσυνείδητα τη ζωή τους έξω εκεί στον δρόμο που τις έβλεπα. Και στη μεγάλη δουλειά που έκανα μετά στην Ευρώπη, όπου κι αν πήγα, σε κάθε μικρή ή μεγάλη πόλη, σε όλες τις χώρες, τις γυναίκες παρατηρούσα και από αυτές καταλάβαινα κάπως μια κοινωνία που δεν ήξερα. Με οδηγούσαν!
Και τα πραγματικά πρόσωπα, οι γυναίκες της ζωής σου;
Οι γυναίκες της ζωής σου σε πλάθουν στην ουσία, σε κάνουν αυτό που είσαι. Από τη μάνα σου μέχρι τις φίλες και τις αγαπημένες. Και αν δεθείς με κάποια, η σύντροφός σου. Αυτές σε διαμορφώνουν, σε στήνουν στα πόδια σου, σε σώζουν ή σε καταστρέφουν. Η γυναίκα μου με έσωσε κάποτε χωρίς να το καταλάβει. Και δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου σήμερα χωρίς τις κόρες μου. Ζωή χωρίς γυναίκες είναι κόλαση. Βλέπω τους φίλους μου που στρέφονται στις αντροπαρέες όσο μεγαλώνουν. Εντάξει, ωραία περνάμε και στις αντροπαρέες, αλλά είναι κάπως ρηχές, πατώνεις γρήγορα, σαν να κάνεις μπάνιο στον Σχινιά. Με τις γυναίκες είσαι στα άπατα! (γέλια)
Τι προηγείται; Η μελαγχολία εκεί έξω ή η μελαγχολία στο βλέμμα του φωτογράφου;
Η μια έψαχνε την άλλη. Η δική μου ψυχολογική κατάσταση τότε με έκανε να δω σε βάθος, να μη με ενδιαφέρει η επιφάνεια. Μια και μιλάμε για τις γυναίκες, δεν με ενδιέφεραν, π.χ., οι ωραίες και οι μοιραίες, με ενδιέφεραν οι «καθημερινές» γυναίκες. Αυτά τα πρόσωπα θα δεις στο λεύκωμα. Γιατί αυτά τα πρόσωπα σε φέρνουν πιο κοντά στην ανθρώπινη κατάσταση απ’ ό,τι μια πιο γκλάμορους εικόνα της γυναίκας. Η ανθρώπινη κατάσταση με ενδιέφερε, η μοίρα του ανθρώπου. Παρατηρούσα πάντα τους ανθρώπους που περπατούν στους δρόμους της πόλης – όχι μόνο γυναίκες. Οταν περπατάει κάποιος, είναι μέσα στους συλλογισμούς του. Μέσα από τα προβλήματα που έχει και τον απασχολούν σκέφτεται ασυνείδητα τη θέση του στον κόσμο. Εχει κάτι το υπαρξιακό όλο αυτό κι αυτό έψαχνα. Και ξέρεις, η ζωή δεν είναι εύκολη για κανέναν, αυτό που φαίνεται σαν μελαγχολία στα πρόσωπα μπορεί να είναι και η τραγικότητα της ζωής όπως τη βιώνει ο καθένας.
Τι σε γοητεύει σε μια εικόνα; Τα αντικείμενα, το φως, ο τρόπος που αποτυπώνεται η ιστορική συγκυρία;
Πάνω απ’ όλα με γοητεύει το πρόσωπο του ανθρώπου. Πάνω σε αυτό διαβάζω πάρα πολλά. Βλέπω ένα πρόσωπο και συγκινούμαι – νιώθω ένα αεράκι που έρχεται από πολύ μακριά, από τότε που υπάρχει ο άνθρωπος. Το πώς φωτίζεται το πρόσωπο του ανθρώπου και δίνει μια εικόνα όπου όλα είναι στη θέση τους και έχουν νόημα και η ζωή μαζί τους έχει νόημα, αυτό είναι η μαγεία και η αξία της φωτογραφίας.
Τι σε έμαθαν οι φωτογραφίες σου για τις γυναίκες; Τι σε έμαθαν οι φωτογραφίες σου για την Αθήνα;
Με έμαθαν πολλά γιατί ήμουν παιδαρέλι τότε, δεν ήξερα πολλά γι’ αυτές! (γέλια) Μου έμαθαν, π.χ., τη γυναικεία μοναξιά, που είναι εντελώς διαφορετική από την ανδρική. Γενικότερα, όμως, μου έμαθαν τη θέση της Ελληνίδας μέσα στην ελληνική οικογένεια, που ήταν πανίσχυρη ακόμη τότε. Και δεν μπορείς να καταλάβεις την Ελλάδα αν δεν μελετήσεις σε βάθος την οικογένεια. Προσπάθησα να κάνω μια μεγάλη ανθρωπογεωγραφία της Αθήνας και πήγα παντού, σε όλες τις γειτονιές, με τα πόδια πάντα -περπατούσα τουλάχιστον δώδεκα ώρες κάθε μέρα- ήταν μια πολύ διαφορετική Αθήνα τότε. Δεν έκανα καταγραφή, ούτε κοινωνιολογία, προσπαθούσα να δω βαθύτερα. Τώρα βέβαια επειδή πέρασαν σχεδόν 35 χρόνια από τότε, αυτή η δουλειά είναι λίγο και ντοκουμέντο μιας εποχής. Δεν το επεδίωξα όμως.
Στο «Αθήνα, πόλη των γυναικών» οι φωτογραφίες σου μαρτυρούν και καταγράφουν, όπως λες, την εποχή. Από όλα τα πραγματολογικά στοιχεία που αλιεύουμε από αυτές ας σταθούμε στη μόδα. Πες μας τι σου άρεσε από τη μόδα που έβλεπες να φορούν οι γυναίκες στην Αθήνα του 1984, τι έβρισκες ιδιαίτερα γοητευτικό;
Με τη μόδα δεν έχω μεγάλη σχέση, θυμάμαι όμως από εκείνη την εποχή το εμπορικό τρίγωνο της Αθήνας με τα άπειρα μικρομάγαζα. Ο πατέρας μου είχε ένα μικρό υφασματάδικο στη Μητροπόλεως. Θυμάμαι μικρό παιδί τις πελάτισσες στο μαγαζί και τους χειρόγραφους λογαριασμούς που έκανα εγώ. Αλλά και τα άλλα μαγαζιά όπου πήγαινα, 5-6 χρόνων, με τη μάνα μου για να αγοράσει είδη μοδιστρικής γιατί πολλές γυναίκες ραβόντουσαν τότε, πριν το ’80, μόνες τους. Υπάρχουν μερικές εικόνες από εκείνη τη γειτονιά στο λεύκωμα γιατί όλο εκεί γύρω τριγύριζα – από νοσταλγία.
*Βρείτε τα λευκώματα του Κωνσταντίνου Πίττα εδώ: cpittas.com
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο Marie Claire, τεύχος Μαρτίου 2018.