Συνάντησα πρώτη φορά τον Τάσο Αλεξιάδη τη μακρινή δεκαετία του ’90 στο υπόγειο ενός μεγάλου βιβλιοπωλείου του κέντρου της Αθήνας, ανάμεσα σε βουνά από παλιά και καινούργια βιβλία και τους βιβλιόφιλους που τα εξερευνούσαν διακριτικά. Κοινωνικός και ενθουσιώδης αναγνώστης ο ίδιος, ήταν πάντα πρόθυμος να βρει αυτό που ψάχνεις ή και αυτό που δεν ήξερες ότι χρειάζεσαι, να συζητήσει για ένα καινούργιο, αλλά και ένα κλασικό βιβλίο, να προτείνει έναν μεγάλο παραμυθά. Καλλιτέχνης, με συμμετοχές σε παραστάσεις χορού, πολυταξιδεμένος ήδη και δεινός αναγνώστης, ο δρόμος του, στα μάτια μου τουλάχιστον, ήταν προδιαγραμμένος: κάποια στιγμή θα έπιανε μολύβι και χαρτί. Και το έκανε, τρεις δεκαετίες μετά, στην αρχή για να καταγράψει τραγελαφικά περιστατικά που σχετίζονταν με τη δουλειά του («Ξύπνα με πριν φύγεις», εκδόσεις Εκάτη) και στη συνέχεια με μια εντυπωσιακή συλλογή διηγημάτων: «Στο χέρι αστέρια», στις εκδόσεις Εστία. Αυτή η συλλογή 25 διηγημάτων με μοναχικούς και μερικές φορές τραγικούς ήρωες, μικρούς και μεγάλους, που εξερευνούν τα σκοτάδια της παιδικής ηλικίας και αντιμετωπίζουν τη μαύρη τρύπα της απώλειας, έγινε αφορμή για μια σύντομη κουβέντα μαζί του.
Ποια ήταν τα αγαπημένα σου παραμύθια ως παιδί; Άλλαξαν με την ενηλικίωση;
Ο παπουτσωμένος γάτος του Περώ ήταν αυτό το οποίο με είχε μαγέψει. Πέρα από την αγάπη του για τον άνθρωπό του, η ικανότητά του αυτή να μεταμορφώνεται -ένα ζώο σε άλλο ζώο δεν το συναντάς εύκολα-με γέμιζε όνειρα τις παιδικές μου νύχτες. Στην ενηλικίωση η εξερεύνηση του κόσμου που ονομάζεται γυναίκα με μάγεψε περισσότερο.
Ο παπουτσωμένος γάτος του Περώ ήταν αυτό το οποίο με είχε μαγέψει. Πέρα από την αγάπη του για τον άνθρωπό του, η ικανότητά του αυτή να μεταμορφώνεται -ένα ζώο σε άλλο ζώο δεν το συναντάς εύκολα-με γέμιζε όνειρα τις παιδικές μου νύχτες.
Σπούδασες θέατρο και χορό. Τι σε έκανε να στραφείς στο γράψιμο;
Εκεί στην εφηβεία άρχισε το κακό, μια κιθάρα, έρωτες που δεν ευδοκίμησαν, στιχάκια γεμάτα μαυρίλα. Ήρθε το θέατρο, ο χορός, λίγο γλυπτική και μετά από πολλά χρόνια ένας καρκίνος. Ευτυχώς όχι σοβαρός αλλά ένα καμπανάκι χτύπησε ανακοινώνοντας μου πως κάπου στην πορεία ξέχασα το παιδί Τάσο. Ανέβαζα στο φέισμπουκ ιστορίες από τη δουλειά και τελικά τις έκανα βιβλίο. Ήθελα να γράψω καλύτερα και άρχισα τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής και μετά από πέντε χρόνια οδηγήθηκα στη συλλογή «Στο χέρι αστέρια».
Υπήρχε ένας/μία συγγραφέας που σε συγκλόνισε με τα κείμενά του, που είναι για σένα σημείο αναφοράς;
Όταν πρωτοπήγα στη δουλειά μου και χάρη στους ανθρώπους που εργάζονταν ήδη εκεί, γνώρισα τη λογοτεχνία την οποία δεν ήξερα ως έφηβος. Από την επιστημονική φαντασία έπεσα στα σκληρά. Ντοστογιέφσκι, Φώκνερ, Χόφμανσταλ, Μπουλγκάκωφ και άλλους, τόσους άλλους… Έκλαψα με τη Μόρισον αλλά και με τον Τουρνιέ. Άσε που ανακάλυψα και την ελληνική λογοτεχνία. Μετά τον Κέρουακ και τον αγαπημένο Φίλιπ Ντικ, να μαθαίνεις πως υπάρχει και ο Βιζυηνός ή ο Παπαδιαμάντης, που τον είχαμε στα αναγνωστικά αλλά δεν καταλαβαίναμε τίποτα, είναι ακόμα ένα φως στα σκοτάδια μας.
Στη συλλογή διηγημάτων «Στο χέρι αστέρια», γραπώνεις συχνά τον αναγνώστη σου από το λαιμό με εικόνες που κόβουν την ανάσα, ιστορίες με πρωταγωνιστές παιδιά αλλά και μοναχικούς, τσακισμένους από τη ζωή ενήλικες. Τι σε οδήγησε στην αγριότητα της παιδικής ηλικίας και στην απώλεια ως θεματικές;
Η παιδική ηλικία κάποιων είναι όντως άγριο πράγμα. Σκέφτομαι και [σ.σ. το συγκρότημα] τα Διάφανα κρίνα, με τον στίχο τους «έγινε η απώλεια συνήθειά μας»… Στα διηγήματά μου κρύβεται ένα κομμάτι από τη δική μου παιδική ηλικία και όσους μάς άφησαν πίσω. Όλοι μας πιστεύω πως αγωνιζόμαστε να καταλάβουμε και να χωνέψουμε τα γιατί και στη συνέχεια να γεμίσουμε τα κενά τους.
Διακρίνω και μία αγάπη στο μεταφυσικό στις ιστορίες σου. Από πού πηγάζει;
Μεγάλωσα με τη γιαγιά και τον παππού να μου λένε παραμύθια. Άνθρωποι οι οποίοι δεν κατάφεραν να τελειώσουν το σχολείο, παρά μόνο τις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού, με έβαζαν ανάμεσά τους στο κρεβάτι και σκάρωναν παραμύθια. Ένα αγοράκι -που συνεχώς κάνει ζαβολιές- ήταν ο ήρωάς τους. Ό,τι και να έκανε, μετά τις ζημιές δηλαδή, κατόρθωνε να τα διορθώνει όλα και να κοιμάται ήσυχα στην αγκαλιά τους. Ποιον είχαν άραγε στο νου τους; Μετά ήρθανε τα Μίκυ Μάους, που έλεγαν οι δικοί μου. Έτρωγα με τον Τιραμόλα στο τραπέζι, πλάι στο πιάτο. Μετά ήρθαν -στην ασπρόμαυρη τηλεόραση- οι σειρές επιστημονικής φαντασίας, οι ταινίες, τα κόμιξ. Ένας καινούργιος θαυμαστός κόσμος κατάλληλος για να δραπετεύσει ένα παιδί, ένας έφηβος.
Στα διηγήματά μου κρύβεται ένα κομμάτι από τη δική μου παιδική ηλικία και όσους μάς άφησαν πίσω. Όλοι μας πιστεύω πως αγωνιζόμαστε να καταλάβουμε και να χωνέψουμε τα γιατί και στη συνέχεια να γεμίσουμε τα κενά τους.
Τι θέλεις να επιτύχεις κάθε φορά που λες μια ιστορία; Να συγκινήσεις, να ξαφνιάσεις τον αναγνώστη;
Τα διηγήματα, που συνήθως είναι μικρά σε έκταση, πρέπει να πλάσουν σε λίγες γραμμές έναν κόσμο, έναν ήρωα, μια ατμόσφαιρα πιστευτή. Ναι, θέλω να ξαφνιαστεί ο αναγνώστης, να πει, «τι γίνεται εδώ, τι θα συμβεί παρακάτω;». Αν συγκινηθεί με όσα γράφω, τότε είμαστε δύο που κερδίζουμε στην ιστορία.
Είσαι ένας άνθρωπος που εργάζεται στο χώρο του βιβλίου, κυριολεκτικά αναπνέεις τυπωμένα λόγια και χαρτί. Θα μας διαλέξεις μερικά από τα αγαπημένα σου βιβλία, παλιά και καινούργια;
Αν βρίσκεσαι ανάμεσα σε τόσο σπουδαία βιβλία, συγγραφείς στους οποίους οφείλεις δάκρυα, γέλια και ξενύχτια, συγγραφείς που δεν μπορούσες να κλείσεις τα βιβλία τους και μετά αρχίσεις κι εσύ να γράφεις, ε τότε μιλάμε για πολύ γέλιο. Ευτυχώς που υπάρχει και ο εγωισμός μας και συνεχίζουν να γράφονται βιβλία και να ζούμε κι εμείς οι υπάλληλοι βιβλιοπωλείου. Τι να σου πρωτοπώ; Ενδεικτικά θα σου αναφέρω μερικά μόνο: «Λεπτή ισορροπία» του Ρόιντον Μίστρι, «Ο Τζακ Μπάρον και η αιωνιότητα» του Φίλιπ. Κ. Ντικ, «Το σπίτι του ύπνου» του Τζόναθαν Κόου, «Ο καθεδρικός ναός» του Ρέιμοντ Κάρβερ, «Χήρα για ένα χρόνο» του Τζον Ίρβινγκ, «Ο φίλος» της Σίγκριντ Νιούνεζ, «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» του Μιχάλη Αλμπάτη.