Το Πάσχα του 1979 προσκλήθηκα από τη Νικολέτα Νομικού, συμμαθήτριά μου στη Σχολή Ξεναγών, να περάσω λίγες ημέρες στην Πάτμο. Η μητέρα της είχε αγοράσει ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι στον Κάμπο και το είχε μετατρέψει, με πολύ γούστο οφείλω να ομολογήσω, σε εξοχική κατοικία. Από την πρώτη μου εκείνη επίσκεψη αλησμόνητη θα μου μείνει η τελετή του Νιπτήρος, μια πρωτότυπη τελετή κατά την οποία οι μοναχοί της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου νίπτουν τη Μεγάλη Πέμπτη τα πόδια του ηγουμένου.
Η δεύτερη ισχυρή ανάμνηση από το όμορφο νησί της Δωδεκανήσου συμπίπτει με μια απρόσμενη συνάντηση. Αναζητούσαμε με την έγκυο, τότε, μητέρα της κόρης μου μια απομονωμένη παραλία για να κολυμπήσουμε. Μας συνέστησαν την τοποθεσία Λειβάδι του Γερανού. Φτάνοντας στον προορισμό μας παρατηρήσαμε ότι δεν ήμασταν μόνοι. Ενας ψηλός, αθλητικός, ξανθός άνδρας έστεκε όρθιος, ενώ ένας άλλος, μεσαίου αναστήματος, κάτω από μια ομπρέλα, ήταν ξαπλωμένος σε μια πετσέτα και διάβαζε ένα βιβλίο. «Le Prince Charles!», αναφώνησε ο 14χρονος Γάλλος βαφτισιμιός μου, επίσης ονομαζόμενος Charles. Βιαστικά τού απάντησα ότι ο διάδοχος του θρόνου της Αγγλίας δεν είναι ούτε ψηλός, ούτε ξανθός, ούτε τόσο αθλητικός. «Οχι ο όρθιος, ο ξαπλωμένος», μου ανταπάντησε εκείνος με σιγουριά. Λόγω της απόστασης -από διακριτικότητα είχαμε πάει στην άλλη άκρη της παραλίας- δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω την πληροφορία. Οταν, όμως, βρήκα το θάρρος να πάω να τον χαιρετήσω, διαπίστωσα ότι πράγματι ήταν ο περί ου ο λόγος. Διάβαζε το βιβλίο του βυζαντινολόγου Sir Steven Runciman “The Rise and Fall of the Byzantine Empire” και είχε την καλοσύνη να ανταλλάξει δυο-τρεις κουβέντες μαζί μου, κυρίως οικογενειακής φύσεως, δηλαδή για τον εξάδελφό του Κωνσταντίνο. Από τις ειδήσεις στην τηλοψία έμαθα ότι πραγματοποιούσε κρουαζιέρα σε ελληνικά νησιά με τη θαλαμηγό του Γιάννη Λάτση «Alexander». Η φωτογραφία που τραβήξαμε -ένας φίλος από την παρέα μας διέθετε φωτογραφική μηχανή- διανεμήθηκε από το πρακτορείο Gamma Press, με το οποίο συνεργαζόμουν εκείνη την εποχή, και έκανε τον γύρο του κόσμου. Παπαράτσι παντός είδους κυνηγούσαν τότε τον Κάρολο διότι ήταν σε διαδικασία διάστασης με την Νταϊάνα και κυκλοφορούσαν φήμες ότι είχε επανασυνδεθεί με την πρώην ερωμένη του, την Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς.
Τα τελευταία σαράντα χρόνια είχα αρκετές ευκαιρίες να επισκεφθώ την Πάτμο, είτε με την Ομάδα Αιγαίου, που την είχε εντάξει στο πρόγραμμά της λόγω των αυξημένων ιατρικών αναγκών, είτε ως απλός τουρίστας. Το 2013, μάλιστα, εξέδωσα σε δύο γλώσσες το βιβλίο της Μαρί-Ντιόν Μεσιρέλ «Un ete a Patmos» («Ενα καλοκαίρι στην Πάτμο»), το οποίο παρουσιάσαμε στο προσφάτως ανακαινισθέν «Παλαιό Ξενία», νυν «Ακτίς». Μας έκαναν την τιμή να το παρουσιάσουν ο ηγούμενος της Μονής του Αγίου Ιωάννου Θεολόγου, ο πρίγκιπας Μιχαήλ της Ελλάδος (Michel de Grece), και ο δήμαρχος του νησιού Γρηγόρης Στόικος. Ομως είναι η τελευταία μου διαμονή που μου επεφύλαξε ένα θείο δώρο. Αγαθή τύχη με έφερε το καλοκαίρι του 2018 στον τόπο όπου ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής έγραψε την «Αποκάλυψη». Η απόφασή μου να επαναδραστηριοποιηθώ στον τουρισμό, πιο συγκεκριμένα να συνεργαστώ με την πλατφόρμα «Patmos 360» που διαχειρίζεται αρχοντικά στη Χώρα, απέκτησε αίφνης μια λογοτεχνική διάσταση, αφού εξ αυτής προέκυψε ένα μυθιστόρημα, το «Τάμα στην Πάτμο». Πρόκειται για μια βιωματική ιστορία έρωτα, au jour le jour, με ημερολογιακή καταγραφή, ο οποίος ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο νησί, μέχρι την ώρα που το «Blue Star Ferry» απέπλευσε για τον Πειραιά.
Το Marie Claire προδημοσιεύει αποκλειστικά το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου «Τάμα στην Πάτμο»:
«Είναι όμορφη. Εκείνο το είδος ομορφιάς από το οποίο δεν μπορείς να τραβήξεις τα μάτια σου από πάνω της. Οταν, όμως, σε κοιτούσε η ίδια, χαμήλωνες αυτομάτως το βλέμμα, όπως έκαναν οι γιαγιάδες στην εκκλησία. Είχε αγωνία και ένταση το βλέμμα της. Αλλοι θα το εξελάμβαναν ως SOS βοηθείας, άλλοι, πιο οξυδερκείς, ως σαφή ένδειξη διαταραχής. Η Δάφνη, αυτό είναι το όνομά της, σταύρωσε τα πόδια και άναψε ένα τσιγάρο. Ηταν ψιλόλιγνη και, όπως συμβαίνει συνήθως με τους ευειδείς, ελαφρώς ενδεδυμένη. Ενα παρεό κάλυπτε ασύμμετρα το ένα πόδι μέχρι το γόνατο και άφηνε έκθετο το άλλο πόδι έως τον άνω γοφό. Οχι, όχι, δεν είχε ντυθεί ειδικά γι’ αυτόν, αφού δεν εγνώριζε την άφιξή του. Είχε απλώς μια άνετη σχέση με το σώμα της, η οποία ιδιωτικώς αποτυπωνόταν στο minimum της ενδυμασίας, ενώ δημοσίως από μια σεμνή εμφάνισή της. Χώρα Πάτμου. Ωρα του δειλινού. Η Δάφνη φιλοξενείται σ’ ένα αρχοντικό του 18ου αιώνος, από αυτά που βλέπεις στα περιοδικά. Είναι 24 ετών και κατά βάσιν βαριέται. Μόλις είχε χωρίσει από τον κατά ένα έτος μεγαλύτερό της boy friend. Περνάει πολλές ώρες με το κινητό. Τα βράδια κοιτάει επί μακρόν το ταβάνι. Εχει θέματα ταυτότητας. Κάτι περιμένει που δεν έρχεται. Η ζωή της δεν έχει νόημα επειδή δεν της έχει δώσει νόημα. Δεν μπορεί ακόμη να ζήσει όπως θέλει, χωρίς όμως να γνωρίζει τι είναι αυτό το “όπως”. Αρκεί, όμως, με τις αναλύσεις. Ας δούμε τι διημήφθη στον πρώτο τους διάλογο:
- Με τι ασχολείσαι;
- Σπουδάζω.
- Α, τι;
- Κάνω ένα μεταπτυχιακό στο Royal College of Arts.
- ΑΣΚΤ;
- Τι είναι αυτό;
- Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
- Oχι, Βακαλό.
- Καλή σχολή. Ζωγραφίζεις;
- Ναι.
- Τι είδους;
- Διάφορα.
- Εχεις έργα σου στο κινητό; Στείλ’ τα μου στο μέιλ να τα δω.
- …
- Ωραία δουλειά.
- Ευχαριστώ.
- Αυτό τι τεχνική είναι;
- Κολάζ.
- Σαν μέδουσες μοιάζουν.
- Ναι. Μου το έχουν ξαναπεί.
- Εχεις εκθέσει;
- Εκανα μια έκθεση στην ταράτσα του γραφείου του πατέρα μου.
- Τα πουλάς;
- Αμέ!
- Τι τιμή;
Η συζήτησή τους κράτησε αρκετές ώρες. Εκτός από τα πέντε λεπτά που κατεγράφησαν, μίλησαν για Τέχνη, ταξίδια, παλαιούς έρωτες, ψυχοθεραπεία -είχε ψυχίατρο-, κοινούς φίλους, βιβλία -ω ναι, διάβαζε!-, τάβλι -δεν έπαιζε-, οικογένεια, σπίτια, και ίσως μου διαφεύγουν ένα-δύο θέματα. Οταν την είδε να κρύβει μια υποψία χασμουρητού, ταλαντεύθηκε ανάμεσα στην επιθυμία να τη φιλήσει και σε μια ηρωική καληνύχτα. Προτίμησε (;) το δεύτερο…».