H συγγραφέας του αυτοβιογραφικού βιβλίου «Maid», που ξεκίνησε τη ζωή της από την απόλυτη φτώχεια και μια κακοποιητική σχέση, από την οποία κατάφερε τελικά να αποδράσει βγάζοντας τα προς το ζην ως οικιακή βοηθός (το βιβλίο μεταφέρθηκε και στη μικρή οθόνη, στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά του Netflix) έγραψε ένα πολύ προσωπικό άρθρο στο Time όπου εξηγεί γιατί, μετά την κυκλοφορία του «Maid» και παρά την παγκόσμια επιτυχία του, που της έφερε μια άνευ προηγουμένου αναγνωρισιμότητα αλλά και οικονομική ευχέρεια, αντιστάθηκε για χρόνια στην ιδέα να προσλάβει η ίδια οικιακή βοηθό.
«Όταν εργαζόμουν εγώ ως οικιακή βοηθός, περνούσα ώρες ξεσκονίζοντας δωμάτια με αντικείμενα τόσο πολύτιμα, που η χρηματική αξία τους αντιστοιχούσε για μένα σε καθημερινά ψώνια εβδομάδων. […] Εργαζόμουν για εννέα δολάρια την ώρα, από τα οποία μού έμεναν περίπου τα έξι. Παρόλο που τα εισοδήματά μου μού επέτρεπαν οριακά να επιβιώνω, το ίδιο το αντικείμενο της δουλειάς μου φαινόταν τόσο ανούσιο και περιττό, που άρχισα να νιώθω έτσι και για τον εαυτό μου. Οι πελάτες μου ήταν ευχάριστοι, ως επί το πλείστον, αν και κάποιοι από αυτούς δεν ήταν. Σε κάθε περίπτωση, όποτε γονάτιζα να καθαρίσω πατώματα και τουαλέτες με βάραινε μια ανισορροπία εξουσίας. Το να αποφασίσω να προσλάβω η ίδια οικιακό βοηθό θα σήμαινε ότι όχι μόνο θα έβαζα κάποιον άλλο σε αυτή τη θέση αλλά επιπλέον θα γινόμουν εγώ κάποια που στο παρελθόν μισούσα».
«Όποτε γονάτιζα να καθαρίσω πατώματα και τουαλέτες με βάραινε μια ανισορροπία εξουσίας. Το να αποφασίσω να προσλάβω η ίδια οικιακό βοηθό θα σήμαινε ότι όχι μόνο θα έβαζα κάποιον άλλο σε αυτή τη θέση αλλά επιπλέον θα γινόμουν εγώ κάποια που στο παρελθόν μισούσα».
Όταν το βιβλίο της έγινε μπεστ σέλερ και, ακόμα περισσότερο, μεταφέρθηκε στην τηλεόραση, τα χρήματα που άρχισε να κερδίζει ήταν αρκετά ώστε να αντικαταστήσει όλα τα παλιά πράγματα με καινούρια, στο σπίτι που άνοιξε με τον νέο τότε σύζυγό της και τα παιδιά τους – μετά την κόρη που είχε με την παλιά, κακοποιητική σχέση της, θα αποκτούσε μαζί του ένα ακόμα παιδί.
Δεν κατάφερνε ωστόσο να απολαύσει το νέο σπίτι της, γιατί συνέχιζε να το βλέπει μέσα από τη ματιά της οικιακής βοηθού: «Όπου κι αν κοιτούσα, έβλεπα δουλειές που έπρεπε να γίνουν. Το υπνοδωμάτιό μου είχε γίνει αποθήκη για σκουπίδια που δεν χρειαζόμασταν πια αλλά δεν είχαμε τον χρόνο να ξεκαθαρίσουμε».
Το σπίτι της τής προκαλούσε άγχος, αντί να της προσφέρει ασφάλεια και ηρεμία. Ωστόσο συνέχισε να αντιστέκεται στην ιδέα να προσλάβει βοήθεια για την καθαριότητά του.
Τελικά, ενέδωσε στην πρόταση ενός γείτονά της να απευθυνθεί σε μια εταιρεία καθαρισμού η οποία, όπως τη διαβεβαίωσε, «πλήρωνε αρκετά καλά τους εργαζόμενούς της για να ζήσουν και, αν κάποιος πελάτης ακύρωνε, φρόντιζε να τους βρίσκει τις ίδιες ώρες εργασίας σε άλλο σπίτι. Αυτό ήταν για μένα ανέκαθεν η μεγαλύτερη πηγή στρες: Βασιζόμουν στο εισόδημα, αλλά οι πελάτες μου μπορεί να ακύρωναν το ραντεβού την τελευταία στιγμή, στερώντας μου τα 30 δολάρια που χρειαζόμουν για να πληρώσω τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος». Η ίδια εταιρεία χρησιμοποιούσε επίσης φυσικά καθαριστικά, ώστε οι εργαζόμενοί της να μην αναγκάζονται να εισπνέουν χημικά προϊόντα.
Τελικά, ενέδωσε στην πρόταση ενός γείτονά της να απευθυνθεί σε μια εταιρεία καθαρισμού η οποία, όπως τη διαβεβαίωσε, «πλήρωνε αρκετά καλά τους εργαζόμενούς της για να ζήσουν και, αν κάποιος πελάτης ακύρωνε, φρόντιζε να τους βρίσκει τις ίδιες ώρες εργασίας σε άλλο σπίτι».
Έτσι, μία εβδομάδα, μετά τέσσερα άτομα πέρασαν πέντε ώρες στο σπίτι της. «Είχα περάσει προηγουμένως πολλές μέρες αδειάζοντας τους πάγκους από τις στοίβες χαρτιών, τους μαρκαδόρους και τις κόλλες, για να τους διευκολύνω να καθαρίσουν τις επιφάνειες και είχα συμμαζέψει το δωμάτιο της μικρότερης κόρης μου όσο καλύτερα μπορούσα».
Όταν επέστρεψε σπίτι, η λίστα των υποχρεώσεών της δεν ήταν πλέον ατελείωτη. «Έκανα κάποιες κινήσεις – για παράδειγμα, αποθήκευα τα γάντια του χιονιού και άλλα αξεσουάρ που δεν χρειαζόταν να είναι σε κοινή θέα- αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν εξαντλητικές».
Πλέον, υποδέχεται στο σπίτι της δύο άτομα κάθε Τετάρτη, ώστε να το καθαρίσουν για δυόμιση ώρες. «Συνεχίζω να κάνω κάποια προετοιμασία την Τρίτη, ώστε να μην υπάρχουν πιάτα στο νεροχύτη και, κάποιες φορές, βάζω σκούπα. Αφήνω στον καθένα ένα φιλοδώρημα 20 δολαρίων και φεύγουμε όλοι από το σπίτι μέχρι να φτάσουν. Αν και μία φορά άργησα να φύγω και έπιασα κουβέντα με έναν από αυτούς – εργαζόταν για τη συγκεκριμένη εταιρεία για δέκα χρόνια».
Το περασμένο φθινόπωρο, πέρασε μια δύσκολη περίοδο χωρισμού από τον σύζυγό της για τέσσερις μήνες, στη διάρκεια της οποίας όλα είχαν έρθει στη ζωή της άνω-κάτω. «Η δεκάχρονη κόρη μου άρχισε να κοιμάται μαζί μου τα βράδια, γεμίζοντας το κρεβάτι μου με τις αγαπημένες τις κουβέρτες και τα αρκουδάκια της. Ανάμεσα στη δουλειά και τη φροντίδα των παιδιών, των ζώων και του σπιτιού, που είχα αναλάβει μόνη, δεν έμεναν πολλά για τον εαυτό μου. Αλλά μια μέρα μπήκα στο υπνοδωμάτιό μου και είδα πόσο όμορφα οι οικιακοί βοηθοί είχαν στρώσει το κρεβάτι μου και είχαν τακτοποιήσει τα αρκουδάκια. Αυτό με έκανε να χαμογελάσω και μετά έφερε δάκρυα στα μάτια μου. Ήταν η πρώτη φορά, για εβδομάδες, που κάποιος είχε προσπαθήσει να με φροντίσει».
«Μπήκα στο υπνοδωμάτιό μου και είδα πόσο όμορφα οι οικιακοί βοηθοί είχαν στρώσει το κρεβάτι μου και είχαν τακτοποιήσει τα αρκουδάκια. Αυτό με έκανε να χαμογελάσω και μετά έφερε δάκρυα στα μάτια μου. Ήταν η πρώτη φορά, για εβδομάδες, που κάποιος είχε προσπαθήσει να με φροντίσει».
«Ίσως τελικά η δουλειά μου στο παρελθόν ως οικιακή βοηθός να μην ήταν τόσο ανούσια» καταλήγει η συγγραφέας.
Σε μια παλαιότερη συνέντευξή της στο Marie Claire, η Land είχε μιλήσει για τις πράξεις καλοσύνης που δεν θα ξεχάσει ποτέ, από την εποχή που δούλευε ως οικιακή βοηθός: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ τους σπιτονοικοκύρηδες που θυμόνταν το όνομά μου και που γενικά με αντιμετώπιζαν ως άνθρωπο με ανάγκες. Κάποιοι ήταν σπίτι ενώ καθάριζα. Ένας από αυτούς μού μαγείρευε κάθε φορά που ήμουν εκεί, για να γευματίσω μαζί τους: κάτι ανήκουστο για τη συγκεκριμένη δουλειά, όπου στην πραγματικότητα δεν μου επιτρεπόταν να κάνω διάλειμμα – αν πεινούσα, έπαιρνα ένα σνακ στο χέρι και συνέχιζα να καθαρίζω. Και μετά ήταν ένας τύπος, που στο βιβλίο αποκαλώ “Χένρι”, ο οποίος μού έδωσε αστακούς, ως δώρο για την έξτρα δουλειά που έκανα. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα».