Η Ιταλίδα συγγραφέας μίλησε στο Marie Claire για τους «Λέοντες της Σικελίας» (εκδ. Κλειδάριθμος), το βιβλίο που κατέκτησε για πολλούς μήνες την κορυφή των ευπώλητων στη γείτονα χώρα. Στα χνάρια του βρίσκεται η συνέχειά του, ο «Χειμώνας των Λεόντων».
Βρισκόμαστε στο Παλέρμο του 1800, όπου μία οικογένεια προσφύγων από την Καλαβρία χτίζει μία αυτοκρατορία ξεκινώντας από ένα κατάστημα που εμπορεύεται μπαχάρια για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Κι ενώ μέσα στους κόλπους της οικογένειας, άνδρες και γυναίκες υπακούν σε άγραφους κανόνες, στην κοινωνία είναι έτοιμοι να ανάψουν το σπίρτο της επανάστασης. «Είναι ήρωες διχασμένοι. Υπάρχει μέσα τους μία τεράστια πείνα για δύναμη, για εξουσία, για πλούτη», μας λέει η Στεφάνια Άουτσι ένα ηλιόλουστο απόγευμα στο τηλέφωνο. Φιλόλογος σε Λύκειο μέχρι σήμερα, η πρωτοεμφανιζόμενη Άουτσι υποστηρίζει πως μία δασκάλα έχει πάντα πολλά να διδάξει σε μια συγγραφέα. «Πρώτα απ’ όλα την υπομονή, τη δύναμη και την ικανότητα να γράψει καθαρά και κατανοητά. Στους συγγραφείς αρέσουν οι υπερβολές, το πολύπλοκο λεξιλόγιο που βαραίνει ίσως ένα κείμενο». Στο παρελθόν, η Άουτσι είχε ασχοληθεί και με το fan fiction, τις ιστορίες δηλαδή που γράφουν οι θαυμαστές ενός βιβλίου συνεχίζοντας τις περιπέτειες των ηρώων, όπως για παράδειγμα του Χάρι Πότερ. «Στην πραγματικότητα, έχω ασχοληθεί με πολλά fandom, όχι μόνο με ένα. To fan fiction είναι για μένα ένα πεδίο γραφής, μία περιοχή, όπου αισθάνομαι απολύτως ελεύθερη και μου επιτρέπεται να κάνω λάθη χωρίς να νιώθω ότι κάποιος θα έρθει να με ανακαλύψει, να με ξετρυπώσει. Δεν το πολυσυζητώ είναι το νησί μου, εκεί που καταφεύγω για να ξεσκάσω». Όταν της λέω ότι οι «Λέοντες της Σικελίας» μου θύμισαν την ατμόσφαιρα αγαπημένων μου βιβλίων που μπερδεύουν την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, όπως το «Σπίτι των πνευμάτων» της Ιζαμπέλ Αλιέντε, συμφωνεί απόλυτα. «Το «Σπίτι των πνευμάτων» ήταν σίγουρα ένα είδος έμπνευσης για μένα, ένα πολύ σημαντικό βιβλίο. Δεν σας κρύβω πως επηρεάστηκα ακόμη και ασυνείδητα από πολλά ιστορικά μυθιστορήματα με φόντο τη Σικελία, όπως ο ανυπέρβλητος «Γατόπαρδος» του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπετούζα».
Ο Πάολο και ο Ινιάτσιο Φλόριο αποβιβάζονται στο Παλέρμο από την Καλαβρία το 1799 και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετατρέπουν το κατάστημα μπαχαρικών τους στο καλύτερο της πόλης. Εμπορεύονται θειάφι, αγοράζουν γη και σπίτια από τους ξεπεσμένους Σικελούς και ιδρύουν ναυτιλιακή εταιρεία. Πώς πήρε την απόφαση να γράψει ένα μυθιστόρημα για την περίφημη οικογένεια Φλόριο, μία από τις πιο πλούσιες ιταλικές οικογένειες του 18ου αιώνα; «Ήταν μία πραγματικά τρελή ιδέα. Η ιστορία τους μου κίνησε την περιέργεια και όσο πιο πολύ διάβαζα γι՚ αυτούς, τόσο αυτή η ιδέα με τριβέλιζε. Μου φαινόταν τρομερά ενδιαφέρον να ιχνηλατήσει κανείς πώς αυτοί οι άνθρωποι κέρδισαν τέτοια δύναμη και χρήματα. Ήξερα πως ένα βιβλίο δεν θα ήταν αρκετό, ότι θα έπρεπε να αρχίσω με δύο τόμους. Πώς αλλιώς να διατρέξει κανείς τα χρόνια από το 1799 ως το 1934, εκεί δηλαδή που τελειώνει ο δεύτερος τόμος, τότε που στην περίπτωση των Φλόριο ισχύει το αρχαιοελληνικό (σ.σ. μου το λέει στα ελληνικά) «Ύβρις=Τιμωρία». Εκείνη την περίοδο στην οποία ξεκινά η ιστορία της οικογένειας των Φλόριο δεν υπήρχε η Ιταλία όπως την ξέρουμε σήμερα, ούτε ίσχυαν πράγματα που σήμερα θεωρούμε δεδομένα για τη χώρα μας. Πολλά πράγματα ήταν διαφορετικά στην Ιταλία 200 χρόνια πριν». Μέσα από την ιστορία της οικογένειας Φλόριο που φτάνει στο Παλέρμο από την Καλαβρία και αρχίζει να πλουτίζει και να αναρριχάται κοινωνικά, ανακαλύπτουμε την εξέλιξη της Σικελίας. «Όλο τον 18ο αιώνα συμβαίνουν συναρπαστικά πράγματα στη Σικελία, η οικονομική ανάπτυξη είναι εντυπωσιακή γι’ αυτό ασχολούμαι με αυτόν σε όλο τον πρώτο τόμο. Στη συνέχεια πιστεύω πως της έβαλαν τρικλοποδιές και δεν είχε την ένδοξη πορεία που θα μπορούσε σε επίπεδο οικονομίας και ανάπτυξης, αφήστε που τη συνέδεσαν άρρηκτα και με τη μυθολογία της μαφίας. Βοήθησε σε αυτό πολύ και το σινεμά βέβαια με τις ανάλογες ταινίες».
Θα μπορούσε να περιγράψει κανείς τους «Λέοντες της Σικελίας» ως ιστορικό μυθιστόρημα γεμάτο από ιστορίες έρωτα; «Μα όλες οι οικογένειες από μία ιστορία αγάπης γεννήθηκαν και με ιστορίες έρωτα συνδέονται. Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να αποδυναμώνουμε τις ιστορίες αγάπης, να μιλάμε γι’ αυτές απαξιωτικά. Από τις άλλη, δεν μιλάμε για απλές ερωτικές ιστορίες, το συναίσθημα είναι ένας δυνατός ενωτικός κρίκος, αλλά μιλάμε για την ιστορία μιας οικογένειας». Στον πρώτο τόμο, «Οι Λέοντες της Σικελίας», παρακολουθούμε όχι μόνο τα προσωπικά πάθη και την κοινωνική άνοδο των Φλόριο, αλλά και τα κινήματα που συγκλόνισαν την Ιταλία το 1818 μέχρι την αποβίβαση του Γκαριμπάλντι στη Σικελία. Εκεί όπου οι Φλόριο παραμένουν, παρά την οικονομική τους δύναμη, παρακατιανοί και ξένοι. «Είναι κάτι στενά συνδεδεμένο με την ανθρώπινη φύση και το αίσθημα της επιβίωσης. Ο φόβος πάντα κάνει την εμφάνισή του όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον ή κάτι που δεν γνωρίζουμε. Ψάχνουμε τρόπους να το αντιμετωπίσουμε, να το εξομαλύνουμε, να το αλλάξουμε, ίσως να το φέρουμε στα μέτρα μας. Και σήμερα πιάνει τρόμος κάποιους ανθρώπους μπροστά στην έλευση των προσφύγων, όμως πρέπει να αλλάξει αυτό, πρέπει να κάνουμε χώρο στο καινούριο, το διαφορετικό, τους κατατρεγμένους ανθρώπους. Αυτό δεν σημαίνει να αποδεχτούμε κάθε τι διαφορετικό. Φυσικά θα έχουμε την κουλτούρα και τα ήθη και τη θρησκεία μας. Αλλά έχει σημασία να μάθουμε να ζούμε με ανοιχτά μυαλά, να γινόμαστε πιο πλούσιοι συμβιώνοντας με το διαφορετικό, χρησιμοποιώντας ό,τι καλό οι άλλοι έχουν να μας προσφέρουν».
Όταν της ζητάς να σου πει ένα μεγάλο ψέμα για τη Σικελία, η Άουτσι στρέφεται στο προφανές: «Είναι ψέμα ότι είμαστε η γη της Μαφίας. Στην πραγματικότητα είμαστε ένας λαός παραγωγικός, εργατικός. Η περηφάνια είναι το κατεξοχήν χαρακτηριστικό μας». Και ποια χρώματα, αρώματα και γεύσεις τής φέρνει στο μυαλό η Σικελία; «Το γαλάζιο της Σικελίας είναι μοναδικό. Όταν σκέφτομαι το νησί έρχονται στο μυαλό μου σπιτικές μυρωδιές, όπως όταν μαγειρεύουμε μελιτζάνες, ενώ τα μάτια μου γεμίζουν από αυτό το μοναδικό φως».
Τα κεφάλαια στους «Λέοντες της Σικελίας» σηματοδοτούνται από σικελικές παροιμίες. Μία από αυτές λέει «Το βάρος του χρόνου είναι το μεγαλύτερο βάρος απ’ όλα». Ωστόσο, εσείς γράφετε σε ένα σημείο ότι «Κάποιοι έρωτες δεν μπορούν να ξεχαστούν. Μένουν μέσα μας σαν μια καρδιά από πέτρα που χτυπά πλάι στην κανονική». Είναι λοιπόν το βάρος του έρωτα το μεγαλύτερο βάρος στον κόσμο; «Αναμφισβήτητα ναι».