Εικονογράφηση: Μαριάννα Βήτου
Η τελευταία φορά που περπάτησα μία πόλη απ’ άκρη σ’ άκρη ήταν το 2006. Η 28η Οκτωβρίου έπεφτε τριήμερο και είχα αποφασίσει ότι δεν μπορούσα να περιμένω άλλο για την κατάλληλη ευκαιρία να πάω στην Κωνσταντινούπολη, θα έμπαινα σε ένα αεροπλάνο και θα πήγαινα μόνη μου, χωρίς να ξέρω κανέναν. Την περπάτησα όλη χωρίς σταματημό, πρόλαβα την Αγια-Σοφιά πριν γίνει τζαμί και το Μεγάλο Παζάρι με τα παλιά ακόμη μάρμαρα, τα σκαμμένα από τα βήματα των αιώνων. Δεν ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά που περπατούσα με τη φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη στο λαιμό. Ευτυχώς, είχα προλάβει να σκαρφαλώσω στους αρχαίους ναούς της Σρι Λάνκα, να χαθώ στις υπαίθριες αγορές της Μπανγκόκ, να διαβώ το φαράγγι στην Πέτρα και να αναρριχηθώ μέχρι την κορυφή, στο «Μοναστήρι», ένα μεσημέρι Αυγούστου.
Πάντα ταξίδευα με αγωνία, πάντα θεωρούσα ότι ο χρόνος είναι περιορισμένος, ότι η λίστα των τόπων που θέλω να δω είναι μακριά και όλο και μακραίνει, ότι πρέπει να βιαστώ. Ήμουν ο λάθος άνθρωπος για να ασθενήσει με σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά είμαι βέβαιη ότι όλοι είμαστε οι λάθος άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις. Η προοδευτική φύση της δικής μου νόσου έδειξε τις διαθέσεις της από την αρχή, πριν από περίπου μιάμιση δεκαετία. Το μούδιασμα στο αριστερό πόδι έγινε σιγά-σιγά μάγκωμα και όσο εγώ έτρεχα σε νοσοκομεία και εναλλακτικές θεραπείες, το άκρο μου σταμάτησε να με ακούει. Απέμεινε μόνο του το δεξί να προχωράει και να ανεβαίνει σκαλιά, το αριστερό απλώς ακολουθούσε και ακολουθεί με απροθυμία. Άρχισα τους αποχαιρετισμούς: η τελευταία φορά που φόρεσα τακούνια, η τελευταία φορά που χόρεψα σε πάρτυ, η τελευταία φορά που πήγα στο «Mall». Αποχαιρέτησα και την Κωνσταντινούπολη με ένα ακόμη ταξίδι, αυτή τη φορά με ελάχιστο περπάτημα, μόνο όσο χρειαζόταν για να διασχίσω τους πεζοδρόμους του Ορτακιόι και να πιω τσάι στο «House Café».
Πάντα ταξίδευα με αγωνία, πάντα θεωρούσα ότι ο χρόνος είναι περιορισμένος, ότι η λίστα των τόπων που θέλω να δω είναι μακριά και όλο και μακραίνει, ότι πρέπει να βιαστώ. Ήμουν ο λάθος άνθρωπος για να ασθενήσει με σκλήρυνση κατά πλάκας, αλλά είμαι βέβαιη ότι όλοι είμαστε οι λάθος άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις.
Είχα χάσει την ελπίδα μου να πάω στα μέρη που δεν είχα δει ακόμα και να ξαναγυρίσω σε όσα είχα αγαπήσει. Αυτό στη δική μου γλώσσα ισοδυναμεί με κατάθλιψη. Στην οθόνη του υπολογιστή μου έβαλα το Ισφαχάν της Περσίας, στο εξώφυλλο του Facebook είχα και έχω τις λευκές λιμνούλες από το Παμούκαλε της Τουρκίας. Το ότι υπάρχουν άνθρωποι που μετακινούνται και ταξιδεύουν με αναπηρικά αμαξίδια δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Άλλωστε στην πόλη μας δεν κυκλοφορούν και πολλοί και τώρα πια ξέρω γιατί. Όταν δεν προνοεί κανείς για την πρόσβαση, οι ανάπηροι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Και πώς να βγουν; Ξηλωμένα πεζοδρόμια, μπαλώματα και λακκούβες στην άσφαλτο, κατεστραμμένες ράμπες στις διαβάσεις, σκαλοπάτια παντού, λυπάμαι που δεν μπορείτε να μπείτε στο μαγαζί μας, μπορούμε αν θέλετε να σας σηκώσουμε. Δεν θέλω να με πιάσετε, θέλω να κυκλοφορήσω.
Ευτυχώς το γραφείο του περιοδικού όπου δούλευα ήταν προσβάσιμο και πάντα είχα ένα χέρι βοηθείας από τις φίλες μου, οπότε μπόρεσα να διατηρήσω ένα επίπεδο κανονικότητας. Στον ορίζοντά μου όμως δεν υπήρχε ταξίδι. Τα καλοκαίρια στο αιγαιοπελαγίτικο νησί ήταν μαρτυρικά. Η καυτή άμμος που έπρεπε να περπατήσω για να μπω στη θάλασσα ήταν για αναστενάρηδες. Οι βραδινές βόλτες στη Χώρα ήταν βαρετές γιατί τα δικά μου πόδια έφταναν μόνο μέχρι τα σουβλάκια της πλατείας ενώ οι υπόλοιποι ανέβαιναν τα λιθόστρωτα καλντερίμια με τις μεγάλες γλιστερές πέτρες και έπιναν ποτάκια. Eπρεπε να βρω μια λύση για να μπορώ να κάνω τις διακοπές που μου ταιριάζουν, να καταφέρω επιτέλους να ξεκινήσω τα ταξίδια μου. Η ιδέα μου ήρθε μια μέρα που χρειάστηκε να πάω στο «Golden Hall». Προτού απορρίψω και πάλι την προοπτική του εμπορικού κέντρου λόγω περπατήματος, πήρα τηλέφωνο και ρώτησα αν προσφέρουν κάποια βοήθεια στους ανάπηρους. Επιτέλους! Ένα ηλεκτρικό αμαξίδιο σαν μικρό αυτοκινητάκι, μου είπαν. Πήγα τρέχοντας. Το οδήγησα και ξετρελάθηκα. Μπήκα στο Zara, φίλε μου. Όχι στην εφαρμογή του κινητού, στο αληθινό με τις κρεμάστρες.
Το ότι υπάρχουν άνθρωποι που μετακινούνται και ταξιδεύουν με αναπηρικά αμαξίδια δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό. Άλλωστε στην πόλη μας δεν κυκλοφορούν και πολλοί και τώρα πια ξέρω γιατί. Όταν δεν προνοεί κανείς για την πρόσβαση, οι ανάπηροι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους.
Έπρεπε να αποκτήσω ένα δικό μου τέτοιο μεταφορικό μέσο. Πέρασα νύχτες ολόκληρες στο Google μέχρι που ανακάλυψα το travelscoot, ένα οχτάκιλο πατίνι με κάθισμα και επαναφορτιζόμενη μπαταρία. Διπλώνει και μπαίνει σε μια τσαντούλα για να το βάζεις στο πορτμπαγκάζ ή να το παίρνεις μαζί σου στο αεροπλάνο. Το παράγγειλα το 2018 από τη Γερμανία και η ζωή μου άλλαξε από τη μια μέρα στην άλλη. Ήμουν έτοιμη να ξεκινήσω για ταξίδι, όμως τώρα πια είχαν αλλάξει οι προτεραιότητες. Τα σχέδια πλέον αφορούσαν τρεις ανθρώπους, εμένα και τις δύο κόρες μου που ήταν τότε στο Δημοτικό. Το project ήταν να τους δείξω τον κόσμο. Εκείνες ανυπομονούσαν να μπουν για πρώτη φορά στο αεροπλάνο και να πάνε για πρώτη φορά στο εξωτερικό. Εγώ ανυπομονούσα να ζήσω αυτή την εμπειρία μαζί τους. Εβγαλα εισιτήρια για την Κωνσταντινούπολη, φυσικά. Το σκούτερ μου ήταν ιδανικό για τα αεροδρόμια, τα ξενοδοχεία και τους δρόμους κάθε μεγάλης οργανωμένης πόλης – εκτός από την Αθήνα. Το πρόβλημα της μετακίνησης το είχα λύσει, εκείνο που δεν είχα προβλέψει ήταν η αντίδραση του οικογενειακού κύκλου. Πώς θα πας εσύ, μια ανάπηρη γυναίκα, με δύο μικρά παιδιά σε έναν ξένο τόπο; Πώς θα τα προστατεύσεις αν συμβεί κάτι; Να πάρετε μεγάλα σχοινιά και να τα δέσετε γύρω από τη μέση σας για να μη σας χάσει η μαμά μέσα στον κόσμο, συμβούλεψε κάποιος (δεν λέω ποιος) τα παιδιά μου. Να πάρετε σωματοφύλακα, ένας άλλος. Πέρασα από όλη την γκάμα των συναισθημάτων: θυμός, νεύρα, απογοήτευση, αυτολύπηση. Προφανώς στα μάτια τους ήμουν ανίκανη να φροντίσω τις κόρες μου επειδή δεν περπατώ καλά. Τόση εμπιστοσύνη μου είχαν.
Μόνο η μαμά μου μου είπε να πάτε, θα περάσετε τέλεια. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη και ο πατέρας μου έκαναν ταξίδια στα βάθη της Αφρικής από τη δεκαετία του ’70 και έδρατταν και την παραμικρή ευκαιρία για να πεταχτούν, ας πούμε, στη Νότια Κορέα. Ή στη Ρωσία του Μπρέζνιεφ. Ή στην Αγία Αικατερίνη του Σινά για προσκύνημα. Ή στη Σαλάλα του Ομάν όπου δούλευε ο αδερφός μου. Οπότε ξέρω από πού κληρονόμησα το γονίδιο του θάρρους. Και του θράσους, αν αναλογιστεί κανείς ότι πράγματι είμαι μια ανάπηρη μητέρα με δύο ανήλικα παιδιά αλλά έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και στα κορίτσια μου ότι θα τα καταφέρουμε. Εννοείται ότι το πρώτο ταξίδι μας ήταν μαγικό και ότι από τότε έχουμε καθιερώσει την Πόλη ως το «χωριό» μας, άλλωστε ο παππούς μου εκεί γεννήθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα. Σε αυτό το «χωριό» δεν έχει λιθόστρωτα σαν του νησιού των διακοπών μας και η μανούλα μπορεί να πάει παντού και να νιώθει άνθρωπος. Εχουμε πλέον τα στέκια μας, τα αγαπημένα μας εστιατόρια, ξέρουμε πού να ψωνίσουμε, έχουμε αποθηκεύσει αναμνήσεις.
Το πρώτο ταξίδι μας ήταν μαγικό και από τότε έχουμε καθιερώσει την Πόλη ως το «χωριό» μας, άλλωστε ο παππούς μου εκεί γεννήθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα. Σε αυτό το «χωριό» δεν έχει λιθόστρωτα σαν του νησιού των διακοπών μας και η μανούλα μπορεί να πάει παντού και να νιώθει άνθρωπος.
Για την καινούρια μου κατάσταση που περιλαμβάνει ένα σκούτερ και δύο παιδιά καταρτίστηκε νέα λίστα. Μέσα σε αυτή βάζουμε τα δικά τους όνειρά, τη δική μου περιέργεια για μέρη που δεν έχω επισκεφτεί ακόμα και προφανώς την παράμετρο των δικών μου περιορισμών. Ήθελα οπωσδήποτε να δείξω στις κόρες μου τη Βενετία, να δούνε τις γόνδολες, το Παλάτσο Ντουκάλε, το Μουράνο. Μελέτησα πολύ και βρήκα έναν χάρτη προσβασιμότητας που έδειχνε σε ποιες γέφυρες έχει ασανσέρ. Βρήκα ξενοδοχείο με πρόσβαση, τέλος πάντων ήμουν πολύ καλά προετοιμασμένη. Ανελκυστήρες όμως δεν είδα πουθενά, όλες οι γέφυρες ήταν μεσαιωνικές όπως τις θυμόμουν. Προσβασιμότητα μηδέν, αντίθετα με ό,τι έδειχναν τα σάιτ. Η μόνη περιοχή στην οποία μπορούσα να κινηθώ ήταν το Σαν Μάρκο αλλά, εντάξει, αυτό πάντα αξίζει. Η άνεση που εκτίμησα ήταν ότι με το σκούτερ μπορούσες να επιβιβαστείς εύκολα στο βαπορέτο, οπότε κάναμε βόλτες με όλες τις γραμμές της λιμνοθάλασσας. Η αμερικάνικη σοφία «όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια, φτιάχνεις λεμονάδα», περιγράφει κάθε στιγμή της πορείας ενός ανθρώπου που αντιμετωπίζει ματαιώσεις αλλά είναι αποφασισμένος να συνεχίσει.
Η πόλη που με εξέπληξε με την προσβασιμότητά της ήταν η Βαρκελώνη. Την είχα πολύ ψηλά στη λίστα μου γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να δω τη Sagrada Familia και τα άλλα αριστουργήματα του Γκαουντί. Εκείνο που δεν ήξερα ήταν ότι έχει πρωτεύσει και πανευρωπαϊκά και παγκόσμια για τις υποδομές της σε θέματα αναπηρίας. Τα πεζοδρόμια είναι στρωμένα με μεγάλες πλάκες και στις διαβάσεις έχουν ράμπες πλάτους τριών τουλάχιστον μέτρων με τη σωστή κλίση. Έχουν ξηλωθεί όλοι οι λιθόστρωτοι πεζόδρομοι που υπήρχαν παλιά και τους και έχουν ξαναφτιάξει με λεία σύγχρονα υλικά. Κάθε είσοδος σε κάθε κτίριο έχει ράμπα αντί για σκαλοπάτι. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Μέχρι το 2026 θα έχουν επενδυθεί 847.000 ευρώ για την αναδιαμόρφωση της πόλης και στην Πανεπιστημίου ακόμα φυτεύουμε φοίνικες. Οι δήμαρχοί μας έρχονται και παρέρχονται και κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε να κάνει ράμπες και πεζοδρόμια της προκοπής, χωρίς λακκούβες. Εννοείται ότι στη Βαρκελώνη έβλεπες αναπηρικά αμαξίδια στους δρόμους. Το 8% των κατοίκων έχουν κάποια μορφή αναπηρίας, όπως συμβαίνει παντού, με τη διαφορά όμως ότι εκεί μπορούν να κυκλοφορούν και να γίνονται ορατοί.
Η πόλη που με εξέπληξε με την προσβασιμότητά της ήταν η Βαρκελώνη. Την είχα πολύ ψηλά στη λίστα μου γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να δω τη Sagrada Familia και τα άλλα αριστουργήματα του Γκαουντί. Εκείνο που δεν ήξερα ήταν ότι έχει πρωτεύσει και πανευρωπαϊκά και παγκόσμια για τις υποδομές της σε θέματα αναπηρίας.
Αντίθετα, το Παρίσι δεν ήταν τόσο καλά οργανωμένο. Πάντα ονειρευόμουν να δείξω στις κόρες μου την πιο όμορφη πόλη του κόσμου και η αλήθεια είναι ότι την ξαναερωτεύτηκα μέσα από τα μάτια τους και ας μη με βόλεψε πολύ. Είχε παντού ράμπες αλλά όχι περιποιημένες όπως στην Καταλονία. Η είσοδος στο μουσείο του Λούβρου ήταν λαβυρινθώδης, καθώς το ασανσέρ στη γυάλινη πυραμίδα βρισκόταν εκτός λειτουργίας, όπως μάθαμε όταν φτάσαμε. Μας είπαν να βγούμε έξω από το οικοδομικό τετράγωνο, να μπούμε από άλλη είσοδο, να αλλάξουμε πέντε-έξι ανελκυστήρες, να περπατήσουμε όλα τα υπόγεια του μουσείου και να περιπλανηθούμε σε μια περιπέτεια μάλλον ταπεινωτική. Βέβαια, όταν φτάσαμε μπροστά στην Τζοκόντα υπήρχε ειδικός διάδρομος για αναπήρους και την πλησιάσαμε τόσο κοντά όσο κανείς, οπότε αποζημιωθήκαμε για όλα.
Τα εισιτήρια για το καλοκαίρι έχουν βγει ήδη. Μελετάω τώρα τις διαδρομές, τηλεφωνώ στα ξενοδοχεία για να βεβαιωθώ ότι είναι προσβάσιμα, γράφω email στους διοργανωτές των δραστηριοτήτων για να μάθω λεπτομέρειες. Προσπαθώ να προβλέπω τις κακοτοπιές ώστε να μην έχω εκπλήξεις. Εννοείται ότι αυτό δεν το πετυχαίνω ποτέ. Έχω μάθει πως όταν βρίσκεσαι μακριά από το σπίτι σου θα συμβούν ανατροπές, στην περίπτωσή μου ακόμη και κυριολεκτικές. Ωστόσο ο χειρισμός τους είναι που θα σε κάνει να νιώσεις πιο δυνατός και θα προσθέσει ένα τουβλάκι στην αυτοπεποίθησή σου. Το ίδιο ισχύει και για τις μικρές μου. Εκείνες βέβαια παραπονιούνται ότι δεν έχουν πάει ακόμα στη Μύκονο ή τη Σαντορίνη και η αλήθεια είναι ότι εγώ δεν διαθέτω τη φυσική κατάσταση για τέτοιες διακοπές. Το Βόρειο Σέλας, όμως, θα το δούμε οπωσδήποτε.