Ο Λουτσιάνο Παβαρότι ήταν σπάνιος συνδυασμός προσωπικότητας, ιδιοφυίας και διασημότητας και χρησιμοποιούσε τις θαυμάσιες αυτές αρετές του για να διαδώσει το Ευαγγέλιο της όπερας σαν τρόπο διασκέδασης – και κάτι που μπορεί να απολαύσει όλος ο κόσμος που αγαπάει τη μουσική. Μέσα από την απόλυτη δύναμη του ταλέντου του, κυριάρχησε στις μεγάλες σκηνές του κόσμου και έκλεψε τις καρδιές του κοινού όπου και να πήγαινε.

Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης, Ρον Χάουαρντ καταπιάνεται με το μουσικό αυτό φαινόμενο στο νέο του ντοκιμαντέρ -κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες από σήμερα 26 Δεκεμβρίου. Περιλαμβάνοντας σπάνιες συνεντεύξεις με την οικογένειά του και τους συναδέλφους του, ακυκλοφόρητο υλικό και τελευταίας τεχνολογίας ηχητική επεξεργασία,  σκηνοθετεί την απόλυτη ταινία φόρο τιμής σε έναν αξιοθαύμαστο άνθρωπο και έναν θρύλο της μουσικής που άφησε ιστορία.

Ο Λουτσιάνο Παβαρότι είχε μία από τις πιο επικές φωνές και εκφραστικές καρδιές στην ιστορία, όμως το ντοκιμαντέρ εστιάζει στον άνθρωπο όπως δεν τον έχετε ξαναδεί ποτέ: μέσα από απίθανα κοντινά πλάνα που σε ταξιδεύουν πίσω από τη δόξα της μουσικής του και τη ζεστασιά του χαρίσματός του στην αναζήτηση των ανθρώπινων διαμαχών του, του χιούμορ του και των ελπίδων του. Η ταινία αυτή ξετυλίγει την ιστορία ενός ανθρώπου που ανακαλύπτει, αντιμετωπίζει και στο τέλος μαθαίνει να αξιοποιεί την μνημειώδη σημασία όσων έχει πράξει.

Η Φωνή

Τι ήταν αυτό που έκανε τη φωνή του Παβαρότι τόσο ξεχωριστή και τον αποθέωναν όλοι; Υπήρχε κάτι μοναδικό και αναπόφευκτο στη συμπεριφορά και τη χροιά του που ανύψωνε το πνεύμα, ένα είδος εσωτερικής ζωτικότητας, γενναιοδωρίας και ζεστασιάς που έκαιγε το δέρμα του ακροατή σαν τον ήλιο. Ακόμη και σήμερα, οι άνθρωποι δυσκολεύονται να το ορίσουν αυτό. «Δεν υπήρξε κανένας σαν και αυτόν με τέτοια αγνότητα στη φωνή», δηλώνει ο Ντίκον Στάινερ, γενικός διευθυντής της Universal Music Classics  and Jazz. «Μπορείς να αναγνωρίσεις την χαρακτηριστική φωνή του μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και να ξέρεις πως είναι αυτός. Δεν του άρεσαν οι συμβιβασμοί και μελετούσε λεπτομερώς κάθε νότα. Είχε μια πηγαία φυσικότητα και έναν αξεπέραστο τρόπο έκφρασης».

Μια από τις κορυφαίες συνεργασίες για τον Παβαρότι αλλά και για τον κόσμο της όπερας ήταν όταν με τους Χοσέ Καρέρας και Πλάθιντο Ντομίνγκο τραγούδησαν στο άνοιγμα του Παγκοσμίου Κυπέλλου στη Ρώμη το 1990. «Ήταν μια ανεπανάληπτη στιγμή. Οι υπέροχες φωνές τους κατέκτησαν τον κόσμο. Θα μπορούσα να πω ότι οι τρεις τους ήταν μία από τις μεγαλύτερες μπάντες που υπήρξαν στον πλανήτη. Κατάφεραν και άλλαξαν το σκηνικό της μουσικής βιομηχανίας» λέει ο Στάινερ.

Για τον Στάινερ, δεν είναι μόνο η διαύγεια της φωνής του Παβαρότι που θα μείνει στην ιστορία, αλλά και το πρόσωπο που έγινε όταν ανακάλυψε την εκπληκτική γκάμα του ταλέντου του. «Κατάφερε να γίνει ένα από τα διασημότερα πρόσωπα στον πλανήτη. Μέσα από τις φιλανθρωπίες του, έδινε πράγματα του εαυτού του σε όλο τον κόσμο. Είχε πράγματι μια μαγική ικανότητα να δημιουργεί μια παγκόσμια εμπειρία για τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο».

Η Προσωπικότητα

Ο Παβαρότι γεννήθηκε στη Μόντενα της Ιταλίας στις 12 Οκτωβρίου 1935. Ο πατέρας του ήταν φούρναρης αλλά και ερασιτέχνης τενόρος. Γοητευμένος από τη φωνή του πατέρα του και του ειδώλου του, τον Ενρίκο Καρούζο, άρχισε το τραγούδι στην παιδική του ηλικία. Κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει πως μια μέρα θα μετατρέπονταν σε αδιαμφισβήτητη ηγετική μορφή της όπερας σε όλο τον κόσμο. Ύστερα από παρότρυνση της μητέρας του και μόνο όταν κέρδισε έναν τοπικό διαγωνισμό τραγουδιού, ο νεαρός Παβαρότι πήρε στα σοβαρά μαθήματα φωνητικής.

Στη δεκαετία του ’60, έγινε με τον καιρό γνωστός για τη συνεργασία του με τη σοπράνο Τζόαν Σάδερλαντ καθώς η επίδραση του ενός στον άλλον έδινε στις ερμηνείες τους άφθονη ενέργεια και πάθος. Η δεκαετία του ’70 τον βρίσκει στο απόγειο των φωνητικών του δυνατοτήτων ενώ παράλληλα είχε εξελιχθεί στον απόλυτο διεθνή αστέρα και τον αγαπημένο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Σε μια περίοδο που η όπερα δεν είχε μεγάλη επίδραση στο ευρύ κοινό, εκείνος συνέχιζε ακάθεκτος δίνοντας μεγαλειώδεις και επικές συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Στη δεκαετία του ’80, έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος τραγουδιστής στην ιστορία της όπερας και στη δεκαετία του ’90 οι συνεργασίες του με τους άλλους δύο κορυφαίους τενόρους – Ντομίνγκο και Καρέρας – γέμιζαν ολόκληρα στάδια από κόσμο κάθε φορά που έδιναν συναυλία.

Έτσι, ο «Τενόρος του Λαού», όπως τον αποκαλούσαν, ήταν με τον καιρό πιο κοντά στους καθημερινούς ανθρώπους καθώς η φωνή του έβρισκε τόπο και σε άλλους κύκλους πέραν από αυτούς της όπερας. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αφιέρωσε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του στο να φέρει την όπερα σε ένα σύγχρονο κοινό με τρόπους που δεν φαντάζονταν. Οι συνεργασίες του ήταν αμέτρητες, με πολλούς και διάφορους καλλιτέχνες από όλο το μουσικό στερέωμα. Τα έσοδα από αυτές τις εκδηλώσεις πήγαιναν σε ιδρύματα που μεριμνούσαν για τα παιδιά των πληγωμένων από τον πόλεμο χωρών.

Όπως κάθε άνθρωπος, έτσι και ο Παβαρότι υπήρξε ένας περίπλοκος άνθρωπος με μερικά σκάνδαλα στο βίο του να τον επισκιάζουν. Άλλοι τον κατακρίνουν για την απόφαση του να φέρει την όπερα σε στάδια γεμάτα κόσμο ή την επιμονή του να κάνει την όπερα μουσική με ευρεία και εμπορική απήχηση. Ο, τι και να έλεγε ο κόσμος, εκείνος δεν έχανε ποτέ του την όρεξη του για ζωή και δημιουργία. «Ο Παβαρότι ήταν ένας αξιολάτρευτος άνθρωπος, δεν ήταν το κορόιδο κανενός και είχε πολλή δύναμη στα χέρια του. Πιστεύω πως όλα αυτά φαίνονται ξεκάθαρα και στην ταινία», λέει ο Χάουαρντ.

Ο Φιλάνθρωπος

Όπως πολλοί άνθρωποι που φτάνουν να αποκτήσουν παγκόσμια φήμη, έτσι και ο Παβαρότι δυσκολεύτηκε κάποια στιγμή με αυτή. Την χρησιμοποίησε, όμως, για να φτάσει σε άλλα επίπεδα. Κατόρθωσε και το 1991 γνώρισε την πριγκίπισσα Νταϊάνα, μια σημαντική συνάντηση για τον ίδιο. Γίνανε αμέσως φίλοι αλλά και τον επηρέασε στον τρόπο που κάποιος νοιάζεται για το καλό του κόσμου.

Αποτέλεσμα αυτής της σημαντικής συνάντησης είναι η διοργάνωση συναυλιών του Παβαρότι και των Φίλων του το 1992. Μέσα από αυτές τις συναυλίες, ο διάσημος τενόρος έκανε έναν ακόμα φίλο που εξελίχθηκε σε μεγάλο φιλάνθρωπο: τον Μπόνο των U2.

Ο Παβαρότι διοργάνωσε μια συναυλία συμπαράστασης στη Βοσνία για τα παιδιά του πολέμου, ο οποίος ήταν στο απόγειο του. Ο ίδιος ένιωθε τη φρίκη του πολέμου που κατέστρεφε τις νέες γενιές διότι θυμόταν από προσωπική εμπειρία σκηνικά από τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου όταν ήταν παιδί. Εκτός από τη Βοσνία, έδωσε και άλλες πετυχημένες συναυλίες σε εμπόλεμες περιοχές όπως η Γουατεμάλα, το Κόσοβο και το Ιράκ.

Οι φιλανθρωπίες αποτέλεσαν επέκταση της δουλειάς του και της αγάπης του για ζωή. Η σύζυγος του Παβαρότι Νικολέτα Μαντοβάνι ελπίζει ακριβώς αυτό το πράγμα να εισπράξει το κοινό από την πολύτιμη κληρονομιά του σπουδαίου αυτού προσώπου. «Μας απέδειξε ότι πρέπει να ζούμε τη ζωή μας στο μέγιστο κάθε λεπτό. Ήταν τεράστιος καλλιτέχνης, πίστευε όμως πως το ταλέντο δεν αρκούσε. Η πειθαρχία και η αφοσίωση είναι απαραίτητες. Πίστευε πως κάθε συναυλία του ήταν καλύτερη από την προηγούμενη. Τον ενδιέφερε να προσφέρει όσο μπορούσε. Αυτό ήταν και εκείνο που έκανε στην τελική», προσθέτει η ίδια.


  

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below