«Αναστασία, πες μου τα νέα σου σε τίτλους», μου λέει ο Κωνσταντίνος που έχω να δω μήνες και μου χρωστάει ένα εσπρεσάκι από το τέλος της άνοιξης, τότε που πήγα να δω τον «Αύγουστο», μια παράσταση δικής του σκηνοθεσίας που συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Δημήτρης Χορν, εδώ που συναντηθήκαμε απόγευμα Κυριακής, εγώ σε ρόλο λουόμενης κι εκείνος σε ρόλο πυροσβέστη (εγώ έχω αφήσει τη θάλασσα κι έχω έρθει τρέχοντας να προλάβω τη συνέντευξη κι εκείνος έχει αφήσει το γιο του και έχει έρθει να λύσει ένα πρόβλημα που έχει προκύψει από την όχι αναπάντεχη, αλλά λίγο νωρίτερα από το αναμενόμενο αντικατάσταση μιας ηθοποιού της παράστασης). «Είμαι 47 και δουλεύω πολύ», μου λέει όταν ζητάω τα δικά του νέα σε τίτλους. «Με πετυχαίνεις σε μια στιγμή που έχω ησυχάσει από τον όγκο δουλειάς – έχει ανέβει ο “Φάρος”». Ο «Φάρος» του Κόνορ ΜακΦέρσον είναι μία αντρική παράσταση με πέντε ηθοποιούς (και τι ηθοποιούς) επί σκηνής. «Είναι πέντε ατομικότητες που αναγνωρίζουν ότι η συλλογικότητα, η συμμετοχή τους στην ομάδα τούς υπερβαίνει. Οπως και στον “Θεό της σφαγής”, στον “Πουπουλένιο” και στον “Αύγουστο” οι ηθοποιοί που συμμετέχουν στις παραστάσεις δεν είναι απλώς πρωταγωνιστές, φτάνουν σε ένα ουσιαστικό αποτέλεσμα». Ο Κωνσταντίνος παίρνει πολύ χρόνο για να μιλήσει για την ευφυία, το ταλέντο και την ικανότητα των συμπρωταγωνιστών του (Αιμίλιος Χειλάκης, Νίκος Ψαρράς, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος), αλλά και να υπερθεματίσει για τους αφανείς ήρωες της παράστασης. «Πάνω στη σκηνή βλέπεις τα αγόρια, αλλά κάτω από τη σκηνή έχουμε τα πιο ωραία, τα πιο τρομερά κορίτσια: την Αθανασία Σμαραγδή, που έκανε τη μετάφραση και το σκηνικό, τη βοηθό σκηνοθέτη Ελενα Σκουλά, τη Μαρία Κοντοδήμα, που επιμελήθηκε τα κοστούμια, την Ηρώ που είναι φροντιστής σκηνής και μας ανέχεται».
Το «Φάρο» τον διάλεξε στο τέλος των παραστάσεων του «Πουπουλένιου» όταν τον πρότεινε η Αθανασία Σμαραγδή, σταθερή συνεργάτιδα και φίλη του που το είχε δει στο Λονδίνο και είχε ενθουσιαστεί. «Εξ ου και κάναμε μαζί τη μετάφραση, μια και το έργο είχε πολλές δυσκολίες και ιρλανδικούς ιδιωματισμούς. Είναι το πιο δύσκολο και βαθύ έργο από αυτά που έχω σκηνοθετήσει και το πιο αταξινόμητο. Παίζουμε κάτι αξιολάτρευτους αλητάμπουρες πότες, αποτυχημένους σε όλα τα πεδία της ζωής, κάτι σαν τους “Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας”, με πολύ προβληματικές σχέσεις. Οι γυναίκες απουσιάζουν από την παράσταση. Σκέψου ότι παρόλο που οι δύο από τους ήρωες είναι παντρεμένοι με παιδιά, προτιμούν να περάσουν την παραμονή των Χριστουγέννων, γιατί τότε διαδραματίζεται το έργο, πίνοντας και παίζοντας χαρτιά. Εγώ είμαι ο τυφλός αδερφός Ρίτσαρντ, που τυφλώθηκε πρόσφατα, από ατύχημα, χαριτωμένος, απαίσιος και τυραννικός προς τον μικρότερο αδερφό του». Ο Κωνσταντίνος καταφέρνει να μου μιλάει είκοσι λεπτά για την παράσταση που θα δω (και θα αγαπήσω) σε λίγο χωρίς να κάνει κανένα σπόιλερ κaι αυτό από μόνο του είναι άθλος. Αναρωτιέμαι γιατί ο ηθοποιός που μπορεί να ανεβάσει σχεδόν όποιο έργο θέλει διάλεξε να υποδυθεί έναν τυφλό μέθυσο Ιρλανδό χωρίς ζωή. «Το απάντησες μόνη σου αυτό, είπες “διαλέγει να υποδυθεί”. Επίσης γιατί δεν διαλέγουμε ρόλους με βάση το πόσο κοντά μας είναι ούτε πόσο απέναντι. Δεν νομίζω βέβαια ότι μπορείς να πας και τελείως κόντρα στην εμφάνισή σου. Εγώ ας πούμε δεν θα με έβαζα ποτέ να παίξω τον Κοβάλσκι στο “Λεωφορείον ο Πόθος», δεν νομίζω ότι θα μου πήγαινε. Αυτός τυφλός αλκοολικός τύπος στο “Φάρο” είναι ένας αφόρητος τύραννος και την ίδια στιγμή το πιο φωτεινό και αισιόδοξο πρόσωπο. Υπάρχει ένα εσωτερικό φως, μια φλόγα, που με ενδιαφέρει, είναι το αντίθετο από αυτόν τον μυστηριώδη ξένο που υποδύεται ο Αιμίλιος στο έργο».
Φωτογραφίες: Γιάννης Μπουρνιάς
Πριν συναντηθούμε του είχα δείξει μια δήλωση του συνομήλικού μας συγγραφέα του έργου, Κόνορ ΜακΦέρσον: «Ζω σαν καλλιτέχνης κι αυτό είναι ένα εκπληκτικό συναίσθημα, η απόλυτη πολυτέλεια. Κι ακριβώς επειδή έχω την απίθανη τύχη να είμαι ελεύθερος να κάνω αυτό που θέλω, έχω αποφασίσει να κάνω κάτι που να αξίζει. Αισθάνομαι την ευθύνη να δημιουργήσω κάτι που θα κάνει το κοινό να αισθανθεί, να βρει ένα νόημα, να πάει κάπου. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο και θέλει πολλή δουλειά για να το πετύχεις». Ο Κωνσταντίνος το προσυπογράφει. «Σήμερα που η ζωή είναι χαοτική και οι άνθρωποι ψάχνουν να βρουν έναν νόημα για τον εαυτό τους, την οικογένειά τους και το στενό τους κύκλο, ενώ τα συλλογικά οράματα που κάποτε έβρισκες στις θρησκείες ή στα πολιτικά κόμματα έχουν καταπέσει, η τέχνη μπορεί να κάνει ακριβώς αυτό: να νοηματοδοτήσει. Είμαστε η γενιά της αλλαγής, δεν δυσκολευτήκαμε, δεν στριμωχτήκαμε, έχουμε λιγότερα απωθημένα από προηγούμενες γενιές. Κι ενώ μάθαμε από τους δασκάλους μας ότι η καταπίεση είναι το εργαλείο για να πετύχεις, ότι πρέπει να τσαλακωθείς, εμείς ποντάραμε στη χαρά. Πρέπει να επιστρέφεις τη χαρά που σου δίνει η δουλειά σου, τη χαρά ως κινητήριο δύναμη, τη χαρά ως εργαλείο. Η καλή προαίρεση και η αντιληπτική ικανότητα είναι μεγάλος φίλος. Ο τρόπος που προσεγγίζεις τα πράγματα τα διαμορφώνει σε ένα βαθμό. Και η τέχνη μπορεί όχι μόνο να νοηματοδοτεί αλλά και να επιδρά ως παυσίλυπον, να αφήνει μια φωτεινή δέσμη πίσω της ακόμη κι αν παρουσιάζει κάτι σκοτεινό. Ο κόσμος είναι μαύρος, οι άνθρωποι πεθαίνουν και είμαστε βασικά μόνοι μας, το ξέρουμε. Το θέμα είναι να πάρουμε και κάτι θετικό, να λειτουργήσει η τέχνη σαν υπαρξιακή παρηγοριά».
Ακολούθησε ένα μισάωρο συζήτησης για το τι σημαίνει μεγάλη τέχνη, τέχνη που σε διαπερνά, γιατί μπορεί να διαβάζεις τον Αφρό των ημερών ή Τα Στοιχειώδη σωματίδια ή τον Μάγο και να κλαις με μαύρο δάκρυ, γιατί μας αρέσει να κλαίμε, γιατί βλέπουμε τρομαχτικά πράγματα και καταλήξαμε στην ηδονή που βιώνει ο αναγνώστης/θεατής ζώντας κάτι έστω και από απόσταση. «Αυτό συμβαίνει και στους ηθοποιούς. Τι νιώθει ένας ηθοποιός που παίζει “Aμλετ”, που κλαίει και χτυπιέται στη σκηνή; Η απάντηση είναι μία: ηδονή. Νιώθεις τη χαρά του παίζειν, τη χαρά του να παριστάνεις πειστικά μπροστά σε άλλους ανθρώπους κάτι που επιτρέπει να σου συμβαίνει τόσο όσο να πείσεις. Βέβαια ο οργανισμός, το σώμα σου βιώνει διάφορα πράγματα και δεν καταλαβαίνει πάντα το false alarm που έχει πατήσει όταν του λες να οργιστεί, να αντιδράσει βίαια, να κλάψει, έρχονται τα δάκρυα, τα βιώνει όλα αυτά». Αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο στις ερωτικές σκηνές, Κωνσταντίνε. «Ναι, κι εκεί μπορεί να μπερδευτεί ο οργανισμός, αλλά συνήθως δεν μπερδεύεται γιατί υπάρχει πολύς κόσμος και έχει πολλά στοπ!». Ολα αυτά μου τα λέει για να στηρίξει την πάγια πεποίθησή του ότι η τέχνη είναι επί στης ουσίας αισιόδοξη. «Όταν ήμουν έφηβος, στα 16, ο αγαπημένος μου ποιητής ήταν ο Καρυωτάκης. Τώρα που μεγάλωσα είναι ο Ανδρέας Εμπειρίκος για την ικανότητά του για καταβύθιση στα σκοτάδια και μια ιδιοσυγκρασία που τον έβαζε να αναφέρεται συνέχεια στο φως. Το ποίημα του “Οταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες” τελειώνει με μία ωδή στον σκοτεινό και καταραμένο Κώστα Καρυωτάκη.
Είναι μια πολύ γκρίζα εποχή, άνθρωποι γύρω μας πιστεύουν ότι τους ψεκάζουν, βρίζουν τους διεμφυλικούς, δεν εμβολιάζουν τα παιδιά τους… Ξέρω ότι μιλάω πάντα με παρρησία, αλλά προσπαθώ να μη μιλάω διχαστικά. Εχει σημασία να προσπαθείς με τα πράγματα που λες και κάνεις να δοθεί ένα νόημα, να ανάψει ένα φως». Κι αφού του υπόσχομαι να ξαναδιαβάσω την Οκτάνα χωρίζουμε, εκείνος για να ανέβει πίσω από τη σκηνή κι εγώ να καθίσω στην κατάμεστη πλατεία (sold out, βράδυ Κυριακής) και να περιμένω να σβήσουν τα φώτα. Η παράσταση είναι απολαυστική και ο κόσμος στο τέλος χειροκροτά και ζητωκραυγάζει. Οταν το πλήθος αποχωρεί και καμαρίνια αδειάζουν από ωραία κορίτσια, σφίγγω το χέρι του Κωνσταντίνου κι εκείνος με ρωτάει με αγωνία: «Είδες το φωτάκι πάνω στη σκηνή;».
- Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης πρωταγωνιστεί στο Success Story του Νίκου Περάκη (στις αίθουσες από 2/11) και στο Φάρο στο θέατρο Αθηνών, παράσταση την οποία και σκηνοθετεί.
Σκηνοθετεί επίσης τον Αύγουστο που συνεχίζεται για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Δημήτρης Χορν, ενώ θα υπογράφει τη σκηνοθεσία και στο Skylight του Ντέιβιντ Χέαρ, με τον Δημήτρη Καταλειφό και τη Λουκία Μιχαλοπούλου, που θα ανέβει στο Εμπορικόν στις αρχές του 2018.