Γράφει η Βιβή Μωραΐτου

Ενα στενό ντιβάνι σε κάποια γωνιά. Ενα μικρό ντουλάπι. Ενα τριμμένο φουστάνι. Μια λευκή ποδιά. Απέραντη μοναξιά και δάκρυα.

Υπάρχει άραγε ελληνική οικογένεια η ιστορία της οποίας να μην περιλαμβάνει την ανάμνηση μιας πειθήνιας και άβγαλτης, συνήθως αναλφάβητης, κοπελίτσας από το νησί ή το χωριό που άφησε το πατρικό της για να βρεθεί σε κάποιο αστικό σπίτι ακολουθώντας την υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής; Αμφίβολο, καθώς ήδη από τον Μεσοπόλεμο ήταν χιλιάδες τα ανυπεράσπιστα κορίτσια που έφταναν στις πόλεις από την επαρχία με τις ευλογίες των πάμφτωχων βιολογικών γονιών τους για να γίνουν ψυχοκόρες σε «θετούς». Κι όμως, τις περισσότερες φορές αυτές οι «κόρες της ψυχής» αντιμετωπίζονταν σαν να μην είχαν οι ίδιες ψυχή και ήταν τυχερές όσες εντέλει κατόρθωναν να ξεφύγουν από τις συνθήκες δουλείας που τους επέβαλλε η παντοδυναμία των κυριών του σπιτιού.

Αυτές οι κοπέλες που κατέληγαν σε ξένα χέρια είναι το θέμα της βασισμένης στην ιδέα του Γιάννη Εξηντάρη σειράς εποχής «Ψυχοκόρες», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Χαραλαμπίδη, που αναβιώνοντας τη δεκαετία του 1950 προβάλλεται από την πλατφόρμα ANT1+ και ασχολείται με ένα θεσμό επίσημα κατοχυρωμένο από το ελληνικό κράτος, ο οποίος, αν και είχε πάψει να συζητιέται, όλα δείχνουν πως αποτελούσε μια ανοιχτή πληγή.

«Η ιστορία καθεμιάς από τις τέσσερις ψυχοκόρες που παρουσιάζει η σειρά εμπερικλείει πολλές μικρότερες ιστορίες, οι οποίες συνέβησαν σε πραγματικά πρόσωπα. Το συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον του καθενός μάς αποκαλύπτει ότι ένα τεράστιο κομμάτι του σημερινού κοινωνικού ιστού έχει συγγενείς που υπήρξαν ψυχοκόρες», λέει στο Marie Claire η Πέννυ Φυλακτάκη που συνυπογράφει το σενάριο με τον Βαγγέλη Νάση.

Πηγές της έρευνας των σεναριογράφων, εκτός από κοινωνιολογικές μελέτες, ήταν ο Τύπος, αλλά και τα αστυνομικά δελτία της εποχής, όπου συχνά καταγγέλλονταν κλοπές ή άλλα μικρά παραπτώματα που αποδίδονταν στα κορίτσια κυρίως ως πλαστή αφορμή για να τα διώξουν από το σπίτι που τα «φιλοξενούσε».

Τυχερές και άτυχες

Η 72χρονη σήμερα Μαύρα Β. από τα Επτάνησα σταμάτησε το σχολείο στην Δ’ Δημοτικού και έφυγε για συγγενικό σπίτι στην Αθήνα. Ηταν από τις τυχερές, αφού οι για περίπου επτά χρόνια «θετοί γονείς» της τήρησαν την υπόσχεση να τη φροντίσουν και να της δώσουν τα εφόδια για να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή με την επιστροφή στο νησί της. Η μικρή Μαύρα βοηθούσε αμισθί στις δουλειές του σπιτιού, αλλά παράλληλα έμαθε να ράβει και να μαγειρεύει και παρακολούθησε κάποια μαθήματα γαλλικών και μουσικής μαζί με τη μακρινή εξαδέλφη της και κόρη του ευκατάστατου ζευγαριού που την πήρε κοντά του στην πρωτεύουσα. Αν και της έλειπαν οι γονείς και τα αδέλφια της, η περίπτωσή της συγκαταλέγεται στο περίπου 35% των κοριτσιών που κατέληγαν ψυχοκόρες κυριολεκτικά για ένα κομμάτι ψωμί. Για το υπόλοιπο 65% τα πράγματα δεν εξελίσσονταν το ίδιο ευοίωνα.

«Θεωρώ πως το θέμα της σειράς είναι πολύ σημερινό αν αναλογιστεί κανείς πόσες γυναίκες ξεσπιτώνονται από τις πατρίδες τους για ένα καλύτερο αύριο και έρχονται εδώ ή αλλού για να βρεθούν σκλάβες σε οίκους ανοχής ή ποιος ξέρει πού αλλού, όπου τις δέρνουν και τις εκμεταλλεύονται οι άνδρες»

«Την περίπτωση της Σπυριδούλας, φαντάζομαι, την έχουμε ακούσει οι περισσότεροι», λέει η παραγωγός και καλλιτεχνική διευθύντρια της σειράς Φρόσω Ράλλη αναφερόμενη σε μία από τις πλέον τραγικές ιστορίες ακραίας κακοποίησης τη δεκαετία του 1950. Πρόκειται για εκείνη της 12χρονης Σπυριδούλας Ράπτη από το Μεσολόγγι, που για να την τιμωρήσουν οι «θετοί γονείς» της, αφού την ξυλοκόπησαν και την άφησαν ολόκληρη νύχτα νηστική και χωρίς νερό στον φωταγωγό, προκειμένου να παραδεχθεί ότι είχε κλέψει ένα χαρτονόμισμα, την έκαιγαν δεμένη στο τραπέζι της τραπεζαρίας επί 36 ώρες σε διάφορα σημεία του σώματός της με το ηλεκτρικό σίδερο και το ραδιόφωνο στη διαπασών για να μην ακούει η γειτονιά τις κραυγές της.

«Τις έφερναν εδώ και τις είχανε κυριολεκτικά σκλάβες, απλήρωτες και νηστικές. Απλώς, αντί να βάζουνε μπάλα στο πόδι τους, τις είχαν κλεισμένες στα σπίτια», συνεχίζει η κυρία Ράλλη. «Θεωρώ πως το θέμα της σειράς είναι πολύ σημερινό αν αναλογιστεί κανείς πόσες γυναίκες ξεσπιτώνονται από τις πατρίδες τους για ένα καλύτερο αύριο και έρχονται εδώ ή αλλού για να βρεθούν σκλάβες σε οίκους ανοχής ή ποιος ξέρει πού αλλού, όπου τις δέρνουν και τις εκμεταλλεύονται οι άνδρες. Είναι ένα αιώνιο, θα έλεγα, θέμα», συμπληρώνει.

«Και μένα από μικρή με βάλαν στα ξένα χέρια, με έβαλε η μάνα μου, είχε πολλά παιδιά, να πάω να φάω ένα ξεροκόμματο, και μου ρίχναν ένα καλό ξύλο, κλειδώνανε τα φαγιά, με πήραν για ψυχοκόρη (Άρτεμη)», είναι μία από τις καταγραφές που περιλαμβάνει η έρευνα για την οικιακή εργασία το πρώτο μισό του 20ού αιώνα της λέκτορος Ιστορικής Ανθρωπολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ποθητής Χαντζαρούλα, με τίτλο Σμιλεύοντας την υποταγή. Οι έμμισθες οικιακές εργάτριες στην Ελλάδα το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα (εκδ. Παπαζήση, 2012), που αναφέρεται και στις ψυχοκόρες.

«Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η άτυπη υιοθεσία δεν ήταν παρά μια μορφή εργασιακής σχέσης με τους χειρότερους όρους εκμετάλλευσης. […] Σε πολλές περιπτώσεις, όπως θα δούμε, οι θετοί γονείς περιόριζαν τις επαφές των κοριτσιών με τον έξω κόσμο και εμπόδιζαν το γάμο τους ώστε να μη χάσουν τις υπηρεσίες τους στα γηρατειά», σημειώνεται στην έρευνα.

«Η συνειδητοποίηση ότι αυτοί οι δεσμοί αποτελούσαν τη βάση για την πιο σκληρή εκμετάλλευση προκαλούσε ψυχολογικό κλονισμό. Η διαδικασία της συνειδητοποίησης ότι η σχέση που τα παιδιά αναγνώριζαν ως σχέση μητέρας και παιδιού βασιζόταν στο οικονομικό συμφέρον […]. 

– Σ’ αυτό το σπίτι που ήσαστε κάνατε δουλειές; 

– Δουλειές, για δουλειές με πήρε, με ξεπάτωνε. 

– Ησασταν πολύ μικρή, έτσι δεν είναι; 

– Μικρή ήμουνα αλλά είχε απαιτήσεις. Ας ήμαστε μικρά, μας ψήνανε στα ξένα χέρια (Ευδοξία)».

Οι αδελφές Πολύζου στις Ψυχοκόρες (ANT1+).

The Handmaid’s Tale 

Πέρα από τη σκληρή δουλειά σε συνθήκες αβίωτες, εκείνο που έφερνε τις ψυχοκόρες σε απόγνωση ήταν η ανύπαρκτη επικοινωνία με τη βιολογική τους οικογένεια – όταν υπήρχε, καθώς μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, δύο Παγκόσμιους Πολέμους και έναν Εμφύλιο πολλά κοριτσάκια ήταν έτσι κι αλλιώς ορφανά.

Η ανέχεια της εποχής έκανε αφενός αδύνατα τα ταξίδια των γονιών στην πρωτεύουσα ή όποια άλλη πόλη προκειμένου να επισκεφτούν τις κόρες τους και αφετέρου οι θετοί γονείς αποσκοπώντας στο να αποκρύψουν τις πραγματικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσαν τα κορίτσια τούς στερούσαν με κάθε τρόπο την άμεση επαφή.

Η κοπέλα αποτελούσε αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής χωρίς δικαιώματα και υπόσταση.

Δεν ήταν μόνο ο απόλυτος έλεγχος της αλληλογραφίας που τα απέκοβε από τον έξω κόσμο. Στέλνοντας ψεύτικες και παραπλανητικές επιστολές στους βιολογικούς γονείς και όντας πάντοτε παρόντες στην περίπτωση που κάποιος άλλος από τους συγγενείς τις επισκεπτόταν, οι θετοί γονείς δεν άφηναν περιθώριο να αποκαλυφθεί τι συνέβαινε στ’ αλήθεια πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού.

Πάρα πολλές φορές η ψυχοκόρη αγνοούσε πως η πενιχρή μηνιαία αμοιβή για τις υπηρεσίες της δεν έμπαινε στην άκρη για την προίκα της, όπως της είχαν πει, αλλά την εισέπραττε κρυφά ο βιολογικός τους πατέρας προκειμένου να συντηρεί την υπόλοιπη οικογένεια. Με άλλα λόγια, η κοπέλα αποτελούσε αντικείμενο οικονομικής συναλλαγής χωρίς δικαιώματα και υπόσταση.

Ο σεναριογράφος Βαγγέλης Νάσης θέτει πρωταρχικά το ζήτημα της παιδικής εργασίας, αφού στη διάρκεια της έρευνας τον σόκαρε η ηλικία των κοριτσιών, που τα έπαιρναν στα σπίτια ακόμα και στην ηλικία των 5 ή 6 ετών. Αμέσως αντιλαμβάνεται κανείς πως μιλάμε για ένα θέμα βαθιά ταξικό και επίκαιρο αν σκεφτεί κανείς πόσα μικρά παιδιά, κυρίως από την Ασία, εργάζονται σήμερα στην παραγωγή ηλεκτρονικών ειδών και ένδυσης σε συνθήκες Μεσαίωνα.

«Υπάρχει και αυτή η περίεργη αμφισημία στη σχέση της κυρίας με την ψυχοκόρη αφού η ύπαρξή της, όπως και της υπηρεσίας, άλλαζε το κοινωνικό status των γυναικών. Δηλαδή μια κυρία ήταν “κυρία” επειδή διέθετε ψυχοκόρη/υπηρέτρια και η ψυχοκόρη/υπηρέτρια ήταν κάποια επειδή υπήρχε η κυρία. Αυτό σήμαινε πως τις Κυριακές έβγαζαν τα υποσιτισμένα και κατάκοπα κορίτσια βόλτα για να τα επιδείξουν πιστοποιώντας την κοινωνική τους θέση ή άνοδο», υπογραμμίζει ο Βαγγέλης Νάσης.

«Σε αυτή την άτυπη υιοθεσία, όπου τα κορίτσια δεν εξισώνονταν ποτέ με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, υπήρχε και συναισθηματικός εκβιασμός. Ηταν “κόρες της ψυχής” και τα επί της ουσίας αφεντικά τους έλεγαν πως “είσαι παιδί μου, είσαι κόρη μου, σ’ εσένα θα μείνουν όλα”, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί οι ισχυρισμοί δεν ήταν παρά ένα μέσο χειραγώγησης ώστε να τις κρατήσουν ει δυνατόν για πάντα δέσμιες ώσπου να τους γηροκομήσουν», συμπληρώνει.

«Η πλειονότητα των γυναικών εγκατέλειπαν το πόστο τους έπειτα από απόπειρα βιασμού από μέλη της οικογένειας».

Τραγικό ακόμα στην υπόθεση είναι και το κομμάτι της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των κοριτσιών όχι μόνο από τα αρσενικά του σπιτιού για τα οποία αποτελούσαν εύκολο στόχο, αλλά και από τις κυρίες, οι οποίες, αν ήταν άτεκνες, τα χρησιμοποιούσαν σκόπιμα ως παρένθετες μητέρες. Οι θετές μητέρες επέβαλλαν να μένουν οι κοπέλες τις νύχτες κλειδωμένες για να κοιμούνται οι ίδιες ήσυχες και όταν έμπαιναν στην εφηβεία τις υποχρέωναν να δένουν σφιχτά -μέχρι λιποθυμίας- το στήθος τους για να μη σκανδαλίζονται σύζυγοι, γιοι και παραγιοί. Φυσικά, τα μέτρα δεν ήταν πάντα αποδοτικά και έτσι οι βιασμοί και οι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες δεν αποτρέπονταν. Στην καλή και σπανιότατη περίπτωση, η θετή μητέρα υποχρέωνε τον άτακτο γιο να παντρευτεί την ψυχοκόρη. 

«Ομως, κάποια παιδιά φαίνεται ότι έβρισκαν τη δύναμη να επαναστατήσουν απέναντι στις ταπεινώσεις και στο ξύλο και έφευγαν από το σπίτι των εργοδοτών. Η πλειονότητα των γυναικών εγκατέλειπαν το πόστο τους έπειτα από απόπειρα βιασμού από μέλη της οικογένειας», αναφέρει η έρευνα Σμιλεύοντας την υποταγή.

«Κάποιες μελέτες που έγιναν με βάση το γυναικείο κίνημα στην Ελλάδα τελικά εστιάζουν στο ότι αυτές οι γυναίκες που υπέφεραν τόσο πολύ μέσα στα σπίτια ήταν και οι πρόδρομοι του φεμινιστικού κινήματος, αφού τα βάσανα τα οποία υπέστησαν τις ώθησαν να βγουν στην κοινωνία προκειμένου να ξεφύγουν από τη δυστυχία του σπιτιού. Τόλμησαν δηλαδή να βγουν και να δουλέψουν», συμπληρώνει η Πέννυ Φυλακτάκη.

Η οικογένεια Αρδίτη στις Ψυχοκόρες (ΑΝΤ1+).

«Η διαχρονικότητα του θέματος ισχύει γιατί ακόμα κι αν η σκλαβιά δεν προέρχεται αυτή τη στιγμή από τον πλούτο, αλλά από την καταπίεση ενός άνδρα που είναι δεσποτικός απέναντί τους, υπάρχει και σήμερα», υπερθεματίζει η έτερη παραγωγός της σειράς «Ψυχοκόρες» Ειρήνη Σουγανίδου. «Από την άλλη, ο θεσμός της ψυχοκόρης ήταν η πρώτη κίνηση που επέτρεψε στις γυναίκες να μην εξαρτώνται για να ζήσουν από έναν άνδρα, είτε αυτός ήταν ο πατέρας, είτε ένας σύζυγος, επειδή μετεξελίχθηκε σε μια αμειβόμενη εργασία», σχολιάζει η κυρία Σουγανίδου. Και ίσως το ελπιδοφόρο μήνυμα που πρέπει να κρατήσουμε οι επόμενες γενιές γυναικών είναι αυτό που στέλνουν οι δυναμικοί γυναικείοι χαρακτήρες στις «Ψυχοκόρες».

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below