Ο Έλβις κι Εγώ. Η αυτοβιογραφία της Priscilla Presley, που εκδόθηκε το 1985, είχε σκοπό να ρίξει φως στις άγνωστες πτυχές της προσωπικής ζωής της συγγραφέα και του βασιλιά του ροκενρόλ, για τον οποίον είχαν ακουστεί πολλά και, μάλλον, είχαν παραμείνει στη σκιά ακόμα περισσότερα. Σχεδόν 40 χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία, η Sofia Coppola αποφάσισε να διασκευάσει το βιβλίο για το σινεμά, με την άδεια της Priscilla, η οποία μάλιστα έχει παραβρεθεί σχεδόν σε κάθε επίσημη παρουσίαση της ταινίας. Κάθε φορά φαίνεται χαρούμενη για το δημιούργημα της Coppola, κι ας μην ακούγεται κατά τη διάρκεια των 114 λεπτών της ταινίας ούτε μισό τραγούδι του Elvis, αφού το κληροδότημά του δεν τους παρείχε τη σχετική άδεια. Οι λόγοι πίσω από αυτή την άρνηση δεν μας αφορούν τόσο, αλλά το ίδιο το γεγονός είναι συνεπές με τη συμπεριφορά του Elvis, του ροκ σταρ που έζησε γρήγορα και πέθανε γρήγορα, το 1977, μόλις στα 42 του χρόνια.
Η ταινία της Coppola περιστρέφεται γύρω από την Priscilla. Όταν ήταν 14 ετών, βρέθηκε με την οικογένειά της σε μία αμερικανική βάση στη Γερμανία, όπου υπηρετούσε ως στρατιωτικός ο θετός πατέρας της (ο βιολογικός είχε σκοτωθεί σε αεροπορικό ατύχημα) κι εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον ήδη διάσημο Elvis Presley, o οποίος ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερός της. Η Priscilla εισχώρησε εύκολα στον κύκλο των ανθρώπων που περιέβαλλαν τον μουσικό και πολύ σύντομα ξεκίνησε μαζί του μία σχέση που είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί μόνο με βάση την ταινία. Η ίδια η Presley υποστηρίζει πως ο Elvis ποτέ δεν την εξανάγκασε να κάνει κάτι με το ζόρι, αντίθετα, όσο η σχέση τους προχωρούσε, εκείνος ήταν που έθετε τα όρια της σαρκικής τους επαφής. Εκείνος έθετε τα όρια γενικώς. «Έλα εδώ», «Μην έρθεις ακόμα», «Πρέπει να τελειώσεις πρώτα το σχολείο», οτιδήποτε αφορούσε στην Priscilla και προερχόταν από εκείνον φορούσε τον μανδύα της απαράβατης εντολής.
Η ιστορία του ζευγαριού είναι λίγο πολύ γνωστή. Κάποια στιγμή η Priscilla μετακόμισε μαζί του στην Graceland, και όταν έγινε 21 παντρεύτηκαν, για να αποκτήσουν λίγο καιρό μετά το πρώτο και μοναδικό τους παιδί, την Lisa Marie. Η Coppola παρουσιάζει τα γεγονότα που μεσολάβησαν από την αρχή μέχρι το τέλος της προσωπικής τους σχέσης ως ζευγάρι με ένα τρόπο αβίαστο, σαφέστατα υπαινικτικό, σε βαθμό που αναρωτιόμαστε αν η Priscilla πράγματι κατάλαβε τι ήθελε να κάνει η σεναριογράφος και σκηνοθέτιδα. Όχι λόγω έλλειψης εξυπνάδας, το αντίθετο: Λόγω του αφηγήματος στο οποίο κάποτε πίστεψε χωρίς να το καταλάβει.
Τη χρονιά που η Priscilla έσβηνε τα 20 κεράκια της τούρτας της στο Τενεσί, η τότε 42χρονη δημοσιογράφος Betty Friedan εξέδιδε στη Νέα Υόρκη το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο The Feminine Mystique. Είχε προηγηθεί η διεξαγωγή μίας έρευνας ανάμεσα σε γυναίκες που είχαν φοιτήσει στο κολέγιό της. Η Friedan, παντρεμένη η ίδια, έπιανε τον παλμό της εποχής, ιδίως μίας ομάδας ανθρώπων που οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι είχαν λυμένα όλα τους τα προβλήματα. Αντικείμενο της μελέτης της ήταν κυρίως οι νοικοκυρές στις ΗΠΑ, αυτές που ανήκαν στη μεσαία τάξη, συνήθως έμεναν σε κάποια μονοκατοικία στα προάστια και ασχολιόντουσαν κυρίως με το νοικοκυριό και το μεγάλωμα των παιδιών. Στο πλαίσιο της έρευνάς της, η Friedan αντιλήφθηκε ότι όλες αυτές οι γυναίκες μοιραζόντουσαν κάτι κοινό: τη θεώρηση πως η ικανοποίηση από τη ζωή τους έπρεπε να προέρχεται από τον σύζυγο, τα παιδιά και το σπίτι τους. Κυρίαρχη άποψη ήταν, παρά το γεγονός ότι πολλές γυναίκες εργαζόντουσαν και άρα έβγαιναν από το σπίτι, πως οι πραγματικά θηλυκές γυναίκες δεν έπρεπε ούτε να έχουν δουλειά, ούτε να σπουδάζουν, ούτε να έχουν γνώμη για οτιδήποτε άλλο, πέραν των τομέων που πήγαιναν πακέτο με το φύλο τους.
Παρά το γεγονός ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε βγάλει ξανά τις γυναίκες στην αγορά εργασίας, η εποχή της ειρήνης καλούσε το γυναικείο φύλο να «κάνει το καθήκον του» απέναντι στο αμερικανικό έθνος: Να γεννήσει και να μεγαλώσει παιδιά, φροντίζοντας παράλληλα τον πατέρα τους. Φυσικά και επιτρεπόταν να κάνουν άλλες δραστηριότητες, όπως τα ψώνια ή να πηγαινοφέρνουν τα παιδιά στο σχολείο, επί της ουσίας όμως ήταν εξημερωμένα ζώα που έπρεπε να κάτονται στο σπίτι, φορώντας τα καλά τους και να περιμένουν κάθε βράδυ τον άντρα τους για να του σερβίρουν την καλοψημένη του μπριζόλα στο skillet.
Η Priscilla μπορεί να μη μαγείρευε ποτέ σε skillet (η και γενικά) και να παρέμεινε παντρεμένη με τον Elvis για λίγο χρονικό διάστημα, υπήρξε ωστόσο ένα από τα διάσημα θύματα του feminine mystique και της κυριαρχίας του στην αμερικανική κοινωνία. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο Μέμφις, ο Elvis προσπαθούσε να της υπαγορεύσει πώς θα ντυθεί, πώς θα βαφτεί, πώς θα διασκεδάσει, πώς θα ζήσει γενικότερα. Φυσικά και έπρεπε να τελειώσει το σχολείο, ωστόσο αυτό μπορεί και να επιδιώχθηκε από τον βασιλιά για να πείσει την οικογένειά της να μετακομίσει μαζί του. Η προσπάθεια εξημέρωσης γινόταν σταδιακά και απλωνόταν σε όλους τους τομείς της ζωής της. Εκείνος της διάλεγε ρούχα – κι ας ήταν πολύ πιο τολμηρά από ό,τι θα επέλεγε μόνη της μία 20χρονη της εποχής – εκείνος της απαγόρευε να κάνει φιλίες στο καθολικό σχολείο όπου φοιτούσε, εκείνος έκανε κουμάντο στην ερωτική τους ζωή, και φυσικά άφηνε και όσους έλεγχαν εκείνον να διευρύνουν το πεδίο ισχύος τους και πάνω στο μικρό starstruck κορίτσι.
Μπορεί η ζωή τους να έμοιαζε πολύ διασκεδαστική, με τις εκδρομές στο Λας Βέγκας και τα πολύωρα πάρτι, ωστόσο η Priscilla βίωνε τα πάντα μέσα από το πρίσμα της γυναίκας που, αν ήθελε να έχει αυτό τον τίτλο, έπρεπε να υπακούει σε όλη αυτή τη μυθολογία που είχε δημιουργηθεί γύρω από το φύλο της άθελά της. Στη διαμόρφωση αυτής της αντίληψης είχαν συμβάλλει πάρα πολλοί άνθρωποι και πάρα πολλοί παράγοντες: Από τον ίδιο τον Φρόιντ και τις πολύ δημοφιλείς μεταπολεμικά μελέτες του, μέχρι τις διαφημιστικές εταιρείες της εποχής, που έβρισκαν στις γυναίκες το ν. 1 target group τους, όλα συνηγορούσαν στο να διαδίδεται διαρκώς αυτό το πρότυπο της εξημερωμένης συζύγου. Ακόμα και μέσα στα πανεπιστήμια όπου φοιτούσαν γυναίκες υπήρχαν μαθήματα για το πώς να γίνουν καλές σύζυγοι. Κι αυτά βέβαια κατάφερναν να τα παρακολουθήσουν όσες δεν ήταν τυχερές, ώστε να βρουν τον κατάλληλο σύζυγο από το πρώτο έτος και να παρατήσουν τις σπουδές τους για μια μονοκατοικία στο Γουεστσέστερ.
Αυτή η συντηρητική στροφή στην καρδιά των αστικών κέντρων των ΗΠΑ πήγε τη χώρα πολλά χρόνια πίσω και παρέσυρε εκατομμύρια γυναίκες που, υπό άλλες συνθήκες, θα είχαν απελευθερωθεί από συγκεκριμένες εκφάνσεις της πατριαρχίας μόνες τους. Η Priscilla ήταν μία από αυτές. Μπορεί ως παντρεμένη με έναν πάμπλουτο άνδρα να μην είχε την ανάγκη να εργαστεί για να επιβιώσει, ίσως όμως ήθελε να το κάνει για να μάθει τον κόσμο. Ίσως δεν ήθελε να κλειδωθεί σε ένα σπίτι μαζί με ένα μωρό, όσο αξιολάτρευτο κι αν ήταν το μωρό, όσο άνετο κι αν ήταν το σπίτι.
Η ταινία της Copolla περιγράφει τη σταδιακή μεταμόρφωση της Priscilla σε ένα εξημερωμένο, τρισχαριτωμένο ζώο συντροφιάς. Κι όμως, η γυναίκα του Presley άρχισε να αντιλαμβάνεται πως δεν ήταν μόνο αυτό. Και τελικά δεν εξημερώθηκε ποτέ πλήρως. Μπορεί να μην άκουσε ποτέ το όνομα της Betty Friedan, όμως αυτή η γυναίκα είχε καταφέρει να αιτιολογήσει τι ακριβώς συνέβαινε σε κάθε Priscilla του κόσμου, πλούσια ή φτωχή. Το έργο της Friedan δέχτηκε αργότερα κριτική, κυρίως επειδή δεν διέθετε συμπεριληπτικότητα, ωστόσο δεν μπορούμε να είμαστε τόσο αυστηροί με μία ερευνήτρια που δεν σκέφτηκε να συμπεριλάβει στη μελέτη της π.χ. τις μαύρες γυναίκες των φτωχών περιοχών των ΗΠΑ. Έγραφε για ό,τι έβλεπε, Και κάπως έτσι έδωσε το σήμα για να ξεκινήσει το δεύτερο φεμινιστικό κύμα.
Μέχρι η Priscilla και ο Elvis να πάρουν διαζύγιο, μία μερίδα γυναικών της Βόρειας Αμερικής είχε αρχίσει ήδη να γκρεμίζει το feminine mystique κοπανώντας το με τις κουτάλες της κουζίνας, τα βιβλία, τις πύρινες φεμινιστικές ομιλίες, αλλά και με τα τακούνια από τις λευκές γόβες: Ένα ζευγάρι παπούτσια που συμβολίζει ταυτόχρονα την καταπίεση, τον εγκλεισμό της γυναίκας στο σπίτι, και τη λαχτάρα της να βγει έξω, να λερώσει τα γοβάκια της με λάσπες και χορτάρια, να πατήσει μέσα σε γραφεία όπου είναι διευθύντρια, να περπατήσει στο δρόμο ελεύθερη. Αυτό αναζητά η ταινία Priscilla, την πραγματική «βασίλισσα της ερήμου» που της άφησαν για παιδική χαρά κι εκείνη κατάφερε να βρει το δρόμο προς την όαση.
H ταινία Priscilla κάνει πρεμιέρα στην Ελλάδα από την Spentzos Film στις 8 Φεβρουαρίου.