Από τον Λευτέρη Τρίγκα
Στην αρχή κάθε νέας χρονιάς κατακλυζόμαστε από τσιτάτα μάντρα σχετικά με το πώς να σχεδιάσουμε την επαγγελματική μας εξέλιξη για τους επόμενους 12 μήνες ή να αντιμετωπίσουμε σημαντικούς στόχους που έχουμε αναβάλει. Τι γίνεται όμως αν παρατήσουμε έξω από το ημερολόγιό μας ψυχαναγκασμούς ή ανειλημμένες υποχρεώσεις, που δεν είναι τελικά και τόσο ανειλημμένες; Φιλόδοξες δικηγόροι θέλουν να κάνουν παιδί, διαφημίστριες θέλουν να γίνουν part time, δημοσιογράφοι lifestyle επιθυμούν να γίνουν αγρότισσες και επιχειρηματίες μαγαζιών talk of the town σκέφτονται το ενδεχόμενο να κατεβάζουν ρολά τις Κυριακές. Λογικό.
Οι πολίτες φέτος, όμως, δίνουν διαφορετικές υποσχέσεις στον εαυτό τους για μια καλύτερη ζωή. Ο 4 Day Week Global — ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός με έδρα τη Νέα Ζηλανδία — δημοσίευσε δεδομένα από 33 συμμετέχουσες εταιρείες που απασχολούσαν πάνω από 2,000 άτομα με έδρα στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νέα Ζηλανδία και τον Καναδά, οι οποίες υιοθέτησαν την 4ημερη εργασία για ένα πιλοτικό πρόγραμμα που διήρκησε έξι μήνες. Η έρευνα διαπίστωσε ότι μια εβδομάδα με λιγότερες ημέρες εργασίας είχε «ηχηρή επιτυχία».
Η Juliet Schor, καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Boston College και επικεφαλής ερευνητρία της δοκιμής, είπε ότι οι εργαζόμενοι δεν ανέφεραν αύξηση στην ένταση της εργασίας τους. «Αυτό υποδηλώνει ότι η στρατηγική αναδιοργάνωσης της εργασίας πέτυχε και ότι η απόδοση δεν επιτεύχθηκε μέσω της αύξησης στην ένταση της εργασίας, κάτι που δεν είναι ούτε βιώσιμο ούτε επιθυμητό». Με λίγα λόγια, η απόδοση στην εργασία ήταν καλύτερη, χωρίς να χρειαστεί να πιεστούν περισσότερο οι εργαζόμενοι.
Μετά το σκοτάδι του εγκλεισμού, ήρθε η στιγμή μας!
Η επιθυμία για φρένο στις επαγγελματικές φιλοδοξίες και περισσότερη έμφαση στην προσωπική μας ευημερία, ειδικά μετά την καραντίνα έγινε επιτακτική ανάγκη. Πράγματι, μια πρόσφατη έκθεση του Αμερικανικού Ινστιτούτου Γκάλοπ έδειξε ότι το άγχος μεταξύ των εργαζομένων έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών και μόνο το ένα τρίτο των εργαζομένων «γεύονται τα αγαθά της ευημερία τους».
Με το άγχος της πανδημίας και τις προσαρμογές που χρειάστηκε να κάνουμε όλοι επαγγελματικά, δεν αποτελεί έκπληξη ότι κάτι πρέπει να δώσουμε πίσω στο σύμπαν. Αλλά η επιθυμία για χαλάρωση συχνά συνοδεύεται από αισθήματα αμφιθυμίας, ακόμα και ντροπής. Μπορεί η ζωή να άλλαξε και να μάθαμε νέους τρόπους εργασίας μακριά από το εταιρικό περιβάλλον ή ακόμα να ανακαλύψαμε νέες εργασίες σε νέα ωράρια και περιβάλλοντα, όμως η αφήγηση επιτυχίας της επαγγελματικής μας ζωής εξακολουθεί να έχει μόνο έναν κανόνα: Δούλεψε σκληρά για να πετύχεις, να προσελκύσεις περισσότερους πελάτες, να γίνεις πιο γνωστός στον «κύκλο», για να ανέβεις στην ιεραρχία.
Όλοι βρίσκονται στη μέση ενός επαναστατικού απολογισμού με τις φιλοδοξίες τους. Οχι κανείς δεν παρατάει τα όνειρά του, ούτε πρέπει αναγκαστικά «να γυρίσουμε πίσω στα χωριά μας». Ποιος έχει την οικονομική δυνατότητα να εγκαταλείψει τη δουλειά σε αυτή την οικονομία; Αλλά μπορούμε να επαναδιαπραγματευτούμε τους όρους της ζωής μας. Χάρη στη μακροχρόνια ανισότητα και τον επίμονο σεξισμό, που αρχίζουν να φαίνονται πια εντονότερα, οι ορισμοί για την επιτυχία βρίσκονται όλο και περισσότερο έξω από τη σφαίρα της εργασίας. Η σχέση με τη δουλειά μας πρέπει να γίνει… πολυγαμική και ας είμαστε «εξαρτημένοι από το μισθό μας».
Ως αποτέλεσμα, το να θέλεις να «φρενάρεις» ρυθμούς στη δουλειά μοιάζει επικίνδυνο. Πρακτικά μπορεί να ξεχαστείς, κάποιος φιλόδοξος να σου «φάει» τη θέση, ο προϊστάμενός σου να δυσανασχετεί που δεν σε βλέπει καθηλωμένο στην καρέκλα του γραφείου, έστω και αν κοιτάζεις παπούτσια online. Σας θυμίζει κάτι αυτό; Συναισθηματικά, μια μικρή «ανάσα» φαντάζει εσχάτη προδοσία στο βιογραφικό ή στα ιδανικά, με τα οποία γαλουχηθήκαμε από την οικογένεια και το περιβάλλον για να «τρυπώσουμε» σε μια «δουλίτσα». Με αυτό σαν βάση, αρχίζω και καταλαβαίνω ολοένα και περισσότερο όλους εκείνους που πουλούν τα «καθρεφτάκια» τους online ή μέσω social media από την άνεση του σπιτιού τους.
Ωστόσο, παρά τους πιθανούς επαγγελματικούς κινδύνους, που πάντα ελλοχεύουν στο «Severance» που όλοι εργαζόμαστε, εάν αισθάνεστε κουρασμένοι ή υπερβολικά έτοιμοι για burn out, τότε μην αφήσετε το εφηβικό σας όραμα να σας καταπιεί. Οχι, δεν θα ξεμπερδέψουμε από την υπερανάλυση απλώς διαβάζοντας ένα άρθρο, αλλά μπορούμε να αλλάξουμε στρατηγική σκέψης.
Στο βιβλίο «The Long Game: How to Be a Long-Term Thinker in a Short-Term World», οι επαγγελματίες -για ευνόητους λόγους- τείνουν να συνεχίσουν να διπλασιάζουν τις στρατηγικές που ήταν αποτελεσματικές γι’ αυτούς στην εργασία. Αυτή δεν είναι μια κακή προσέγγιση γενικά, αλλά αν αποτύχετε να αναγνωρίσετε τις στιγμές που πρέπει να αλλάξετε στη συμπεριφορά σας, μη φρικάρετε, απλώς πάρτε ανάσες.
Το μυστικό είναι να κατανοήσετε πώς να «σκέφτεστε κατά κύματα» και να αναγνωρίζετε πότε είναι ώρα να εστιάσετε σε μια άλλη στρατηγική. Αυτό ισχύει στην επαγγελματική σφαίρα. Για πολλούς επαγγελματίες, μπορεί να είναι καιρός, μετά από χρόνια ή δεκαετίες σκληρής δουλειάς, να ανακατανείμετε την ενέργεια προς την υγεία σας, την οικογένεια, ακόμα καλύτερα στον εαυτό σας.
Η φιλοδοξία δεν χρειάζεται να περιορίζεται σε μια εξουσιαστική αναζήτηση εις βάρος του εαυτού μας και των άλλων. Μπορεί επίσης να είναι μια ώθηση για έναν πιο δίκαιο κόσμο, έναν πιο υγιή εαυτό, μια ισχυρότερη κοινότητα. Και αυτό είναι σίγουρα εφικτό. Όταν η Κιμ Καρντάσιαν δήλωσε ότι «κανείς δεν θέλει να δουλέψει αυτές τις μέρες», είχε λίγο δίκιο. Κανείς δεν θέλει μόνο να δουλεύει, θέλει και να ζει και να απολαμβάνει. Αν αυτό είναι αμάρτημα, τότε ας καούμε στην εργασιακή πυρά.
Μην ξεχνάμε πως η ματαιοδοξία είναι το αμάρτημα που δημιούργησε έκπτωτους αγγέλους, κατά τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ενώ όπως πολύ εύστοχα μας θυμίζει η συγγραφέας Μάργκαρετ Λι Ράνμπεκ, «η ευτυχία είναι ένας τρόπος για να ταξιδεύουμε και όχι μία κατάσταση στην οποία φτάνουμε».