Ο Γάλλος σκηνοθέτης Régis Roinsard επιστρέφει στον κινηματογράφο με το θρίλερ “Οι μεταφραστές” που θα απολαύσουμε στα θερινά σινεμά από τη Feelgood. Η νέα ταινία μυστηρίου κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη 18 Ιουνίου και ανάμεσα στους πρωταγωνιστές της συναντάμε και τον Μανώλη Μαυροματάκη, δίπλα στους Lambert Wilson και Olga Kurylenko. Πώς έφτασε ο Έλληνας ηθοποιός να πρωταγωνιστεί σε μια γαλλική ταινία; Ο δημιουργός της δίνει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα αλλά και πολλά ακόμα που αφορούν την ταινία.
Η πρώτη σας ταινία, Χτυποκάρδια στο Γραφείο, είναι του 2012. Αργήσατε να επιστρέψετε στη μεγάλη οθόνη. Σας πήρε επτά χρόνια για να ερωτευθείτε ξανά μια ιστορία, ή μήπως νιώσατε φόβο να περάσετε ξανά πίσω από την κάμερα;
Στα επτά αυτά χρόνια, πέρασα έναν χρόνο ταξιδεύοντας με την ταινία μου Χτυποκάρδια στο Γραφείο, να συναντώ ανθρώπους σε όλον τον κόσμο, από την Ελλάδα ως την Ιαπωνία και το Κεμπέκ. Αυτό μονοπώλησε τον χρόνο μου. Κι έπειτα, έπεσα πάνω σε πολλά άρθρα γύρω από τη μετάφραση του βιβλίου του DanBrown, τοInferno. Δώδεκα διεθνείς μεταφραστές είχαν κλειστεί σε ένα καταφύγιο στην Ιταλία για να μεταφράσουν το τελευταίο του μυθιστόρημα. Μου κίνησε το ενδιαφέρον και εντυπωσιάστηκα που ένα πολιτιστικό προϊόν χρειάζεται προστασία σαν να είναι πολύτιμος λίθος. Κι από εκείνη τη στιγμή, δημιουργήθηκε μέσα μου το περίφημο “Και αν…;”, που χαρακτηρίζει τη γένεση κάθε μυθοπλασίας. “Κι αν έκλεβαν το βιβλίο ή αν διέρρεε παρ’ όλες τις προφυλάξεις; Κι αν ζητούσαν λύτρα για να μη διαρρεύσει στο Ίντερνετ;” Είχα βρει το θέμα μου! Η πιο σημαντική πρόκληση ήταν να κάνω κινηματογραφική αυτή την εικονική κλοπή. Άρχισα να δουλεύω με τονDanielPresley, που είχε συνεργαστεί μαζί μου και στα Χτυποκάρδια στο Γραφείο. Πολύ γρήγορα, μπήκε στην παρέα μας και ο RomainCompingt. Μας πήρε χρόνο να γράψουμε αυτό το θρίλερ σε μορφή παζλ. Μόλις μετακινούσαμε κάτι, αυτό είχε επιπτώσεις σε όλη την αφηγηματική δομή και μπορούσαν να καταρρεύσουν τα πάντα. Αν και αυτή η μηχανική ακρίβειας ήταν πολύ σημαντική, δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να ξεχάσουμε τους χαρακτήρες. Και σε αυτό με βοήθησαν πολύ τα ταξίδια μου στο εξωτερικό: να χτίσω χαρακτήρες που δεν είναι αρχέτυπα, που πατούν γερά στην πραγματικότητα.
Γενικά, σας ενδιαφέρει να παίρνετε ένα θέμα που πατάει γερά στην πραγματικότητα ή στην ιστορία, να το οικειοποιείστε και έπειτα να το μετατρέπετε σε κινηματογραφικό θέμα;
Προσεγγίζω το επάγγελμά μου ως εξής: ξεκινάω με τη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών που είναι η βάση για να γράψει κανείς μυθοπλασία. Διότι θέλω να βυθίζομαι μέσα στην ταινία. Για το Χτυποκάρδια στο Γραφείο, επιθυμούσα να βυθιστώ στον κόσμο των γραμματέων, της γυναικείας εργασίας, των διαγωνισμών δακτυλογραφίας που γίνονταν κάποτε. Για τη νέα μου ταινία, βυθίστηκα στο σύμπαν των μεταφραστών. Συναντήθηκα με πέντε μεταφραστές για μάθω περισσότερα για το επάγγελμά τους, το πώς εργάζονται, να μάθω πώς ζουν. Κάποιοι μπορούν να έχουν πολύ άνετη ζωή, και άλλοι να τα βγάζουν δύσκολα πέρα.
Μόλις κατάλαβα αυτή την πραγματικότητα, ένιωσα την ανάγκη να τη μετατρέψω σε αντικείμενο του κινηματογράφου… και της μαγείας. Άλλωστε, ο πρώτος στόχος του σινεμά δεν είναι να προκαλεί ψευδαισθήσεις; Λατρεύω τη μαγεία στο σινεμά. Είτε αυτή είναι σεναριακή είτε οπτική. Είναι πολύ σπουδαίο θέαμα.
Σε ποια κατηγορία θα κατατάσσατε την καινούρια σας ταινία;
Είναι πολύ δύσκολο… Συνολικά, νομίζω ότι είναι ένα αισθηματικό θρίλερ. Στο μοντάζ, όταν είδα πώς έδεναν τα διάφορα στοιχεία και τα συναισθήματα που προκύπταν, σκέφτηκα κάποιες κορεατικές αστυνομικές ταινίες, που μπορούν να έχουν τη φόρμα του μελοδράματος.
Αλλά πίσω από όλα αυτά, δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε κοινά στοιχεία της ταινίας με τις εκλεπτυσμένες ταινίες μυστηρίου ή τις αστυνομικές ταινίες με απάτες ή κομπίνες.
Ναι, είναι τρία διαφορετικά είδη θρίλερ μαζί. Καταρχάς, είναι ένα “whodunit”, μία ταινία μυστηρίου, που θυμίζει πολύ Άγκαθα Κρίστι. Έπειτα, μεταμορφώνεται σε αστυνομική ταινία, και τελειώνει ως ταινία εκδίκησης. Μου αρέσει πολύ η ιδέα να αλλάζω είδος μέσα στην ίδια ταινία, αλλά με την προϋπόθεση ότι παίζουμε και με τους κώδικες. Μου αρέσει να μεταμορφώνω αυτό που οι θεατές νομίζουν ότι βρίσκουν σε μία ταινία είδους.
Η αστυνομική ταινία διέπεται από συμβάσεις. Ποιες από αυτές τις συμβάσεις θεωρήσατε απαραίτητο να σεβαστείτε και ποιες να σπάσετε;
Καταρχάς, στην παρουσίαση των χαρακτήρων, που τους ήθελα σαν ένα “μπαλέτο”. Θυμάμαι τοΈγκλημα στο Όριαν Εξπρές, με τη μεγάλη παρουσίαση των χαρακτήρων, ίσως μάλιστα υπερβολικά μεγάλη. Έτσι, προσπάθησα να βρω τα σεναριακά και κινηματογραφικά μέσα για να παρουσιάσω αυτούς τους χαρακτήρες με τρόπο που κυλάει, και αποτελεσματικά.
Άλλος κώδικας:στο “whodunit”, παίζουμε με το βλέμμα του κάθε χαρακτήρα προς τους άλλους, για να αποκαλύπτουμε ενδείξεις. Αλλά διασκεδάζω μ’αυτό, γιατί στην πραγματικότητα ο σκοπός της ταινίας δεν περιορίζεται μόνο στην εύρεση του ενόχου…
Έπειτα, υπήρχε το πρόβλημα της αφήγησης της κλοπής. Πώς να την κινηματογραφήσουμε; Τι εμπλοκή έχει κάθε συνεργός στη σύλληψη και την εκτέλεση της κλοπής… Δεν ήθελα να το κάνω με τον τρόπο του παντογνώστη. Το πιο συνετό ήταν να αναμείξω τους διάφορους αφηγητές και τις διαφορετικές οπτικές για να αποσπάσω την προσοχή του θεατή. Κι έτσι, επιστρέφουμε στη μαγεία. Η σκηνοθεσία ενός κόλπου είναι πάντα η ίδια: τα κοστούμια είναι πάντοτε εντυπωσιακά, τα στοιχεία θεαματικά, αλλά δεν είναι παρά τρόποι για να αποσπάσεις την προσοχή του θεατή. Και τελικά, αναρωτιέσαι τι είδες πραγματικά.
Σήμερα, είναι όλο και πιο δύσκολο να εκπλήξεις τους θεατές που ξέρουν τους κώδικες της μυθοπλασίας, χάρη στις σειρές. Τι ήταν πιο περίπλοκο στη συγγραφή αυτής της ιστορίας;
Είμαι πολύ κακός θεατής ταινιών με ανατροπές! Τις μαντεύω πολύ συχνά! Έτσι, έβαλα μία πρόκληση στον εαυτό μου. Να ξεγελάσω κι εμένα τον ίδιο. Η συγγραφή είναι ένα διαρκές πηγαινέλα ανάμεσα σε σένα και σε ό,τι προσδοκάς ως αντίδραση από τον θεατή. Μαζί με τους συν-σεναριογράφους μου, είμαστε υπερβολικά σχολαστικοί ως προς αυτή τη σχέση με τον θεατή. Μάλιστα,δώσαμε στον θεατή ένα όνομα για να τον επικαλούμαστε στην πρόοδο της ίντριγκας. Λέγαμε ασταμάτητα: “όχι, ο ΧΧ θα σκεφτεί αυτό.” Πιστεύω πως για να αφηγηθείς σωστά μια ιστορία, δεν πρέπει να δείχνεις, πρέπει να δημιουργείς την επιθυμία στον άλλον να δει, να δουλέψει εκτός πεδίου. Αυτό δημιουργεί μία προσμονή που τρέφει την έκπληξη.
Έπειτα, ήταν δύσκολο να ρυθμιστούν οι διάφορες χρονικές πλοκές, μέχρι την τελική βερσιόν του σεναρίου. Στο μοντάζ ολοκληρώθηκε, επιτρέποντάς μου μάλιστα να επέμβω σε κάποιες.
Η δομή της αφήγησής σας βασίζεται σε μία φωνή off, μία διαδικασία ευφυής, αλλά και ριψοκίνδυνη. Γιατί τη χρησιμοποιήσατε; Ποια ήταν η λειτουργία της;
Γενικώς, επικρατεί η άποψη πως η φωνή off πρέπει να αποφεύγεται, ενώ εγώ είμαι μεγάλος φαν. Παραπέμπει σε παραμύθι κι αυτό είναι κάτι που με γοητεύει.
Για τον θεατή, είναι ένα σημείο αναφοράς, ή κάτι που θεωρεί σημείο αναφοράς. Γι’αυτό και ήθελα έναν ηθοποιό με ιδιαίτερη χροιά. Με τον Lambert Wilson, δουλέψαμε πάρα πολύ τη φωνή του, η οποία έχει εκπληκτική μουσικότητα. Ένα από τα πράγματα που του ζήτησα ήταν να μην τον ακούμε να αναπνέει, σαν η φωνή του να μην κάνει καμία παύση.
Όσο προχωράει η ταινία και αποκαλύπτεται η ίντριγκα, η φωνή off εξαφανίζεται, για να εισάγει την ταινία στην πραγματικότητα.
Στην ταινία σας, βάζετε τον χαρακτήρα που ενσαρκώνει η Olga Kurylenkoνα λέει: “Ο Δαίδαλος δεν είναι απλώς ένα αστυνομικό. Είναι μία ιστορία μετάνοιας.” Αυτό ισχύει και για την ταινία σας;
Ναι, και τότε η ταινία γίνεται πιο προσωπική και μιλάει για τη σχέση μου με τους ανθρώπους που αγαπώ ή αγάπησα… Ίσως προσπαθώ με αυτή την ταινία να ξαναβρώ μία επικοινωνία με ανθρώπους που εξαφανίστηκαν. Τόσο στο Χτυποκάρδια στο Γραφείο όσο και στους Μεταφραστές, στο γύρισμα – και όχι στη συγγραφή του σεναρίου – συνειδητοποίησα πόσες ιστορίες ήταν προσωπικές μου. Είμαι από τους ανθρώπους που έχουν μία δυσκολία να μιλάνε για τον εαυτό τους ευθέως. Χρειάζομαι ένα πρίσμα. Γι’ αυτό αγαπώ το σινεμά με τα κοστούμια και τα σκηνικά εποχής, γιατί μπορώ να πω πιο προσωπικά πράγματα μέσα από αυτή τη μάσκα.
Για την ταινία σας, επιστρατεύσατε διεθνείς ηθοποιούς. Πώς δημιουργήσατε αυτή την ισορροπία ανάμεσα στους χαρακτήρες και τους ηθοποιούς;
Δεν γράφω ποτέ έχοντας έναν ηθοποιό στο μυαλό μου, ή μάλλον, μόνο έναν πεθαμένο ηθοποιό. Φοβάμαι πολύ την απογοήτευση.
Ο Lambert Wilson ουσιαστικά “επιβλήθηκε”, επειδή έχει τη στόφα του Παριζιάνου εκδότη, όπως πολλοί τον φαντάζονται. Με τη διπλή του κουλτούρα, τη γαλλική και την αγγλοσαξονική, έχει τα χαρακτηριστικά των κακών υψηλού επιπέδου όπως στις ταινίες του James Bond. Του αρέσει η μεταμόρφωση.
Το υπόλοιπο κάστινγκ κράτησε έναν χρόνο, γιατί έπρεπε να βρούμε ξένους ηθοποιούς που μιλούν γαλλικά.
Την Olga Kurylenko, πέρα από την ερμηνεία της στο Quantum οf Solace, τη βρήκα πολύ καλή στη σειρά Magic City. Πέρα από την πλαστικότητά της και το παρελθόν της ως μανεκέν, είναι δυνατή και καταφέρνει να δίνει πυρετώδεις ερμηνείες.
Ο Riccardo Scamarcio είναι γαλλόφιλος ηθοποιός. Μου άρεσε πολύ η ερμηνεία του στο JohnWick 2. Δεν είχε παίξει ποτέ κωμικό ρόλο και απέδωσε άψογα τον “γλείφτη”. Αμέσως κατάλαβε το γκροτέσκο του χαρακτήρα. Είναι πιο αστείος απ’ ό,τι ήταν στο σενάριο.
Η Sidse Babett Knudsen, με τη σειρά Borgen και με το Inferno κατάφερε να εγγράψει το πρόσωπό της στον παγκόσμιο κινηματογράφο και στο γαλλικό τοπίο. Ανακάλυψα μάλιστα πως είχε ξεκινήσει το θέατρο στη Γαλλία. Μου αρέσει η ευθύτητα του βλέμματός της, το παράστημά της. Αρχικά, την είχα προσεγγίσει για έναν άλλον ρόλο, αυτόν που υποδύεται η Γερμανίδα Anna-Maria Sturm. Ο χαρακτήρας της Άννας ήταν κατά βάση ανδρικός. Ενώ είχε αποφασίσει να συμμετάσχει στην ταινία, η Sidse μού είπε πως προτιμούσε να παίξει τον αντρικό ρόλο. Για εκείνη, η πρόταση ήταν πιο ενδιαφέρουσα αν υποδυόταν τον ρόλο μία γυναίκα. Ξαναδιάβασα τις σκηνές έχοντας τη Sidseστο μυαλό μου. Και είχε δίκιο. Αυτό δεκαπλασίαζε την ένταση του ρόλου.
Τον Eduardo Noriega τον επέλεξα γιατί τον θυμάμαι στις πρώτες ταινίες του Alejandro Amenábar. Νομίζω πως όταν ήταν πιο νέος υπέφερε λόγω της φυσιογνωμίας του, επειδή είναι όμορφος άντρας. Του ζήτησα να κάνει δοκιμαστικά και τον βρήκα τόσο συγκεντρωμένο που με έπεισε.
Μέχρι να καταλήξω στον Frédéric Chau, είδα πολλούς Γάλλους ηθοποιούς ασιατικής καταγωγής και… τίποτα. Δεν ταίριαζαν. Η διευθύντρια του κάστινγκ με έσπρωξε προς τον Frédéric Chau, του οποίου δεν ήξερα καλά τη δουλειά. Αλλά τελικά, τον βρήκα πραγματικά ανώτερο από τους άλλους. Ο Frédéric μεταμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της ταινίας. Υπάρχει μία αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ μας.
Δεν είχα δει τη σειρά The End Of The Fucking World, όταν διάλεξα τον Alex Lawther. Είναι πρόταση της διευθύντριας κάστινγκ. Είδα το δοκιμαστικό του και τρελάθηκα. Έχει απίστευτη ωριμότητα για την ηλικία του. Είναι σαν μικρός μου αδερφός τώρα. Θα ήθελα πολύ να γράψω για αυτόν ξανά.
Η Anna-Maria Sturm προέρχεται από την τηλεόραση και το θέατρο. Είναι λιγότερο γνωστή στο γαλλικό κοινό, αλλά στις πιο σκληρές σκηνές, η συναισθηματική της εμπλοκή ήταν τόσο έντονη στο πλατό, που παρέσυρε και όλους τους άλλους ηθοποιούς.
Το ίδιο ισχύει και για τον Μανώλη Μαυροματάκη, που είναι ηθοποιός του θεάτρου. Τον πρόσεξα χάρη σε μία πολύ επιτυχημένη selftape. Τον έφερα στο Παρίσι για να δουλέψουμε μαζί. Αλλά όταν ήρθε, κατάλαβα πως ουσιαστικά δεν μιλούσε γαλλικά. Για το ντέμο, τον είχε βοηθήσει η αδερφή του που είναι καθηγήτρια γαλλικών και είχε δουλέψει εξ ακοής. Ήταν ρίσκο, αλλά έπεσε με τα μούτρα στα γαλλικά, με πολύ καλά αποτελέσματα. Ο αστείος χαρακτήρας του, η δουλειά του και η προσωπικότητά του, μας έκαναν γρήγορα να ξεχάσουμε το πρόβλημα της γλώσσας. Σε τέτοιο σημείο που, καθώς ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία ηθοποιός, έγινε ο “μπαμπάς” του πλατό.
Για τον ρόλο που ενσαρκώνει η Maria Leite, σκέφτηκα πως θα ήταν εύκολο να βρω Πορτογαλίδα ηθοποιό στη Γαλλία ή ηθοποιό που μιλάει γαλλικά στην Πορτογαλία. Όμως, αποδείχθηκε πιο περίπλοκο. Στο κάστινγκ, συνάντησα μια κοπέλα με ξυρισμένο κεφάλι και σκέφτηκα πως αυτό θα έκανε πολύ ιδιαίτερο τον χαρακτήρα. Το πρότεινα στη Maria. Αμέσως δέχθηκε να θυσιάσει τα μαλλιά της. Είναι ορμητική, λιγάκι επαναστατική, είχε πολλά στοιχεία από τον χαρακτήρα της Telma.
Όταν είδα τη Sara Giraudeau στο κάστινγκ, δεν είχε λάβει ακόμη το César της, αλλά η υπέροχη ερμηνεία της ήταν εκεί. Είναι πολύ εφευρετική. Μου αρέσει να τη βλέπω να παίζει. Για μένα, δίνει τον τόνο της ταινίας. Προσφέρει την ειρωνεία και την απόσταση που χρειαζόταν η ταινία.
Δεν αρκείστε,στην αστυνομική ταινία. Ενδιαφέρεστε και για άλλα θέματα και δείχνετε την απάτη της κοινωνίας μας, τη μετατροπή της λογοτεχνίας σε προϊόν υπερκατανάλωσης…
Είναι μία επιθυμία μου που γεννήθηκε με το Χτυποκάρδια στο Γραφείο. Μία αλληγορία της κοινωνίας του θεάματος. Μία μοντέρνα ζωή, κενή από το νόημα της αυθεντικότητας και του εσωτερικού πλούτου…
Το μυστηριώδες φαινόμενο των καλλιτεχνών “φαντασμάτων”, όπως ο EmileAjar, ο Banksy ή η ElenaFerrante, που παραμένουν εντυπωσιακά αινίγματα για μένα, κυρίως σε μια εποχή όπου όλοι αποφεύγουν την ανωνυμία και ονειρεύονται τη δόξα… Είχα την επιθυμία να διαδώσω αυτά τα θέματα ώστε η ταινία μου να εγγραφεί στην εποχή της.
Φαίνεται πως με αυτή τη δεύτερη ταινία σας εμβαθύνετε σε ένα θέμα που ήταν ήδη παρόν στα Χτυποκάρδια στο Γραφείο. Το θέμα της κληρονομιάς, του μέντορα, της πατρότητας και της αναγνώρισης. Επιστρέφουμε στον πατέρα.
Ναι, θυμίζει πολύ αρχαία ελληνική τραγωδία. Συνειδητοποιώ πως το βρίσκουμε αυτό και στις δύο ταινίες μου. Και είναι αλήθεια πως, αν και δεν αναζητώ πια έναν μέντορα, είμαι πάντα πρόθυμος να μάθω.