Περπατώ στο πάρκο μια μέρα με κρύο και μπροστά μου μια μητέρα μαλώνει το αγοράκι της. Δεν το μαλώνει ακριβώς, είναι μια πολύ δραματική στιγμή, την έχει κουράσει, εκείνη φωνάζει, εκείνο κλαίει απελπισμένο με λυγμούς σπαρακτικούς. Οι λυγμοί ενστικτωδώς είναι δυνατοί, μπορεί στο βάθος να θέλει να ακουστούν σε όλο το πάρκο, να επέμβει κάποιος, να σταματήσει το δράμα.
Ποιος, όμως, να επέμβει; Εγώ που περνάω αυτή τη στιγμή δίπλα; Πώς να το κάνω; Πώς γίνεται να τραβήξεις για λίγο, για δευτερόλεπτα, τα παιδιά από την απόλυτη εξουσία και αρμοδιότητα του γονιού τους;
Το παιδάκι είναι πολύ μικρό, το πολύ τριών ετών, ίσως δυόμισι. Το θέμα σύγκρουσης είναι ο πατέρας του, η μάνα έξαλλη του λέει να τον πάρει τηλέφωνο, το παιδάκι να πάρει τον πατέρα, να του πει ότι δεν τη θέλει, ότι προτιμά να μείνει μαζί του. Το παιδάκι δεν αντέχει τέτοιο περίπλοκο εκβιασμό, κλαίει, ουρλιάζει, ρουφάει τη μύξα του με σπασμένη αναπνοή και ξανακλαίει. Η μάνα του απλώνει το τηλέφωνό της με το ένα χέρι, «Πάρ’ τον λοιπόν, πάρ’ τον!», λέει και ξαναλέει, και αυτό όλο θρηνεί.
Είναι πολύ ενοχλητικό, είναι αβάσταχτο, θέλει κανείς να της αρπάξει το παιδί από τα χέρια και να το πάρει αγκαλιά, να του σκουπίσει τα δάκρυα, αλλά πώς; Από μακριά εύχομαι να ηρεμήσει ώσπου να πλησιάσω, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση, οι φωνές και το κλάμα συνεχίζονται αδιάπτωτα μέχρι που φτάνω κοντά τους. Περνάω δίπλα τους με το στομάχι σφιγμένο, δεν ενοχλείται καθόλου ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, η έξαλλη μάνα δηλαδή, ενώ ήμουν τόσο κοντά δεν σταμάτησε, δεν γύρισε, δεν μου έδωσε καμία σημασία. Τους προσπερνάω γεμάτη ενοχές.
Πώς θα μπορούσα να επέμβω; Αν ήμουν άντρας, ας πούμε, θα ήταν πιο εύκολο; Τι φοβάμαι; Θα με έβριζε κι εμένα κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα βοηθούσε η παρέμβασή μου, μπορεί να σταματούσε λίγο τις φωνές μέχρι να απομακρυνθώ, κι ύστερα να ξέσπαγε χειρότερα στο μικρό λέγοντάς του «Ορίστε τι έκανες, μας τη λένε τώρα και οι ξένες περαστικές!», κάτι τέτοιο. Χρόνια πριν, όταν ήμουν πιο νέα, πιο θαρραλέα και αυθόρμητη, είχα βάλει τις φωνές σε κάποιον που χτυπούσε το παιδί του στο δρόμο. Να μη σε νοιάζει εσένα, μου είχε απαντήσει άγρια, με νοιάζει γιατί παραβαίνεις το νόμο, είχα την (σπάνια για μένα) ετοιμότητα να αντιλέξω, απαγορεύεται να δέρνεις το παιδί σου! Φυσικά με είχε στολίσει με διάφορα επίθετα κατάλληλα για γυναίκες, αλλά κάπως είχε σταθεί, είχε πάρει ανάσα, κι είχε σταματήσει να το χτυπάει. Κι αν τότε η επόμενη στιγμή ήταν να πάει στο σπίτι με το παιδί κι εκεί αθέατος να το σπάσει στο ξύλο με την ησυχία του; Μπορούν να σταματήσουν να είναι βίαιοι οι γονείς που έχουν συνηθίσει τη βία στην καθημερινότητά τους; Αλλά μπορεί και να το σκέφτηκε λίγο, ήλπιζα, κι αφού ενημερώθηκε ότι ο νόμος απαγορεύει να χτυπά κανείς το ίδιο του το παιδί, να αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Ποια εξέλιξη από τις δύο μοιάζει πιθανότερη;
Καθώς προχωράω λίγο ακόμα μπροστά από τη μάνα με το πιτσιρίκι που σπαράζει χωρίς εκείνη να χαμηλώνει ούτε τον τόνο της φωνής ούτε την επιθετική της διάθεση, ντρέπομαι πια πολύ. Δεν γίνεται να φύγω χωρίς να κάνω κάτι. Πρέπει να επεμβαίνετε, διάβασα συμβουλές ειδικών, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, δεν πρέπει να μένετε απαθείς όταν ένα παιδί υποφέρει από τους γονείς του, αν πέσει στην αντίληψή σας. Ναι, αλλά πώς; Πώς να το κάνουμε όταν ξέρουμε ότι τα παιδιά είναι απόλυτα εξαρτημένα από τους γονείς; Πώς να το κάνουμε έτσι που να βγει στ’ αλήθεια κάποιο θετικό αποτέλεσμα;
Εδώ μπροστά μου, και πλέον πίσω μου, γιατί έχω προσπεράσει, βλέπω καθαρά άσκηση σαδισμού από τη μάνα, που ποιος ξέρει τι ζόρια τραβάει από τον πατέρα του παιδιού της ή από τη ζωή της, πάνω σε ένα ανυπεράσπιστο κι εντελώς εξαρτημένο από αυτήν νήπιο. Κάτι ξεθυμαίνει επάνω του κι είναι φανερό ότι το απολαμβάνει με κάποιο διεστραμμένο τρόπο, η σκέψη ότι εκτίθεται δημόσια δεν την απασχολεί. Πώς να φερθεί ο περαστικός; Δεν μιλάμε καν για ξύλο, δεν το χτυπάει το παιδί, η φράση όμως που σφυροκοπάει καθώς εκείνο σπαράζει στο κλάμα είναι τόσο απειλητική που ένας Θεός ξέρει τι τραύματα του δημιουργεί, τι χαρακτήρα του πλάθει.
Τι κάνει κανείς εδώ και τώρα; Δεν ζούμε πια στην εποχή που το παιδί χρειαζόταν ένα χωριό για να μεγαλώσει. Τώρα οι γονείς έχουν πάρει τη θέση του χωριού και δεν ανέχονται επισκέπτες. Τώρα ακόμα και να χαμογελάσεις σε ένα παιδάκι στο δρόμο μπορεί να τους ενοχλήσει, ακόμα κι αν πεις μια απόλυτα φιλική κουβέντα από τη χαρά σου που βλέπεις παιδιά. Για να τους πιάσεις κουβέντα πρέπει να είσαι πολύ προσεχτικός και οι γονείς να είναι δίπλα. Είναι τόσο σπάνια η παρουσία παιδιών στην πόλη μας, που δεν κρατιέμαι όταν τα βλέπω, θέλω να τους χαμογελάσω, να πω μια τρυφερή φράση, κι όποτε το κάνω πάντα οι γονείς στραβοκοιτάζουν ενοχλημένοι.
Πρέπει να μένετε απαθείς όταν ένα παιδί υποφέρει από τους γονείς του, αν πέσει στην αντίληψή σας. Ναι, αλλά πώς; Πώς να το κάνουμε όταν ξέρουμε ότι τα παιδιά είναι απόλυτα εξαρτημένα από τους γονείς;
Πρέπει να περάσει πολλή ώρα για να χαλαρώσουν, να βεβαιωθούν ότι δεν κινδυνεύουν από σένα, ότι δεν έχεις κακές προθέσεις, ότι μπορεί και να ωφεληθεί το παιδί από κάτι που θα του πεις ή θα του δώσεις, και φυσικά στην καθημερινότητα της πόλης δεν υπάρχει χρόνος για τέτοια. Ετσι είναι πια ο τρόπος που ζούμε, τα παιδιά δεν έχουν χωριό. Τα συμπονώ πολύ, ούτε κι εγώ είχα χωριό, αλλά τουλάχιστον καμιά φορά με άφηνε η μάνα μου στη γειτόνισσα. Τώρα κάτι τέτοιο θέλει ανθρώπους ικανούς για μεγάλες υπερβάσεις.

Καθώς οι φωνές και το κλάμα συνεχίζονται και με τραβούν από το στομάχι δεν αντέχω να συνεχίσω να περπατώ σαν να είμαι τυφλή και κουφή, σταματώ και κάνω μεταβολή. Στέκομαι ακίνητη και την κοιτάζω τη μάνα, χωρίς να μιλάω, περιμένοντας. Αυτή συνεχίζει, αγνοεί την ύπαρξή μου, αλλά κι εγώ το αποφάσισα, δεν σαλεύω. Σταυρώνω και τα χέρια στο στήθος, σαν δασκάλα που περιμένει να της πει κάποιος το μάθημα είσαι, λέω στον εαυτό μου, αλλά μένω έτσι. Η μάνα απτόητη. Σιγά μη σκάσει που κάποια άγνωστη την παρατηρεί. Ωστόσο, σαν να κουράστηκε. Σαν να παίρνει ανάσα, σαν να θέλει να πιει νερό. Στέκεται λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλή, κάτι ψάχνει στην τσάντα, βάζει το τηλέφωνο μέσα. Το μωρό κλαίει ακόμα. Εκείνο δεν κουράζεται. Τα βρέφη και τα νήπια έχουν διαφραγματική αναπνοή, μπορούν να φωνάζουν με τις ώρες. Δεν είναι βρέφος, ίσως σιγά-σιγά να τη χάνει τη διαφραγματική αναπνοή, πνίγεται από τους λυγμούς που έχουν γίνει μηχανική επανάληψη. Η μάνα τού λέει «Σκάσε πια!», αλλά εκείνο συνεχίζει. Είναι η πιο ήρεμη στιγμή του περιστατικού.
Είναι τόσο σπάνια η παρουσία παιδιών στην πόλη μας, που δεν κρατιέμαι όταν τα βλέπω, θέλω να τους χαμογελάσω, να πω μια τρυφερή φράση, κι όποτε το κάνω πάντα οι γονείς στραβοκοιτάζουν ενοχλημένοι.
Σηκώνει στιγμιαία το κεφάλι και με κοιτάζει, αστραπιαία απομακρύνει το βλέμμα. Στέκομαι λίγο ακόμα, τη βλέπω να χαμηλώνει προς το πιτσιρίκι, δεν φωνάζει πια αλλά είναι γεμάτη νεύρα. Εκείνο κλαίει. Δεν αντέχω να μείνω άλλο, ξανά μεταβολή και φεύγω. Αν πήγαινα κοντά της και τη ρωτούσα «Μήπως χρειάζεστε κάτι;», άραγε θα ήταν καλύτερα; Ισως κι αυτή να ήθελε έναν άνθρωπο να πει τον πόνο της, αν και ήταν τόσο έξαλλη που μάλλον θα είχε διάθεση να με δαγκώσει.
Θα ήθελα πολύ να έχω οδηγίες χρήσεως για τέτοιες καταστάσεις. Ας μας έλεγε εκείνη η ειδικός που συμβουλεύει να επεμβαίνουμε, πώς μπορεί να γίνεται αυτό; Πώς να γλιτώνεις τα παιδιά από τη βαρβαρότητα των γονιών τους, ή καλύτερα ας μην είμαστε τόσο φιλόδοξοι, γιατί δεν μπορεί κανείς στην πραγματικότητα να ελέγξει τη γονεϊκή εξουσία, ας πούμε απλώς πώς να απαλύνεις λίγο, ελάχιστα, τη διάθεσή τους να τα βασανίσουν, να τα τραυματίσουν, να τα κακοποιήσουν; Πώς να επέμβει κανείς έτσι ώστε να μη δημιουργήσει χειρότερη κακοποίηση αλλά να κατευνάσει τη μανία; Υπάρχει τρόπος; Να βρούμε κάτι, να κάνουμε ένα κίνημα, να το ονομάσουμε Δημιουργία Αναγκαίου Χωριού, κάτι τέτοιο. Χρειάζεται ένα χωριό για να μεγαλώσει ένα παιδί. Στη θέση του χωριού τι να βάλουμε;