Η παράξενη μαρτυρία μιας γυναίκας που δημοσιεύτηκε στην Guardian επιβεβαιώνει ότι μερικές φορές η πραγματικότητα ξεπερνά και τα πιο τρελά σενάρια. Η Merced Guimarães από τη Βραζιλία αφηγήθηκε στο βρετανικό μέσο πώς ανακάλυψε «έναν ομαδικό τάφο κάτω από το σπίτι μου».

Ήταν το 1966, δέκα ετών, όταν μετακόμισε με τη μητέρα της σε μια γειτονιά του Ρίο ντε Τζανέιρο, την Gamboa. Εκεί παντρεύτηκε, περίπου δέκα χρόνια μετά, δημιούργησε την οικογένειά της με τρία παιδιά και μια εταιρεία απεντόμωσης. Εκεί αγόρασαν το πρώτο τους σπίτι, το 1990, που τότε «ήταν ήδη πολύ παλιό, οπότε ξέραμε ότι θα χρειαζόταν να κάνουμε κάποιες εργασίες. Ονειρευόμασταν να προσθέσουμε έναν ακόμα όροφο, για να μπορούν τα παιδιά να έχουν τα δικά τους δωμάτια».

Οι εργασίες άρχισαν το 1996. Απομόνωσαν το μισό σπίτι, ώστε το συνεργείο να μπορεί να εργάζεται άνετα ενώ η οικογένεια συνέχιζε να μένει εκεί. «Μια ζεστή, ηλιόλουστη μέρα του Ιανουαρίου [καλοκαιρινός μήνας για τη Βραζιλία], την ώρα του μεσημεριανού, ένας εργάτης μού είπε ότι ενώ έσκαβαν βρήκαν κόκαλα ζώων. Μετά το φαγητό, ενώ άρχισα να σκαλίζω τα μπάζα που είχε ξεθάψει, ανακάλυψα, σοκαρισμένη, κομμάτια ανθρώπινων κρανίων. Είπα στον εργάτη ότι αυτά τα κόκαλα δεν ήταν ζώων, αλλά ανθρώπινα.

«Μια ζεστή, ηλιόλουστη μέρα του Ιανουαρίου, την ώρα του μεσημεριανού, ένας εργάτης μού είπε ότι ενώ έσκαβαν βρήκαν κόκαλα ζώων. Μετά το φαγητό, ενώ άρχισα να σκαλίζω τα μπάζα που είχε ξεθάψει, ανακάλυψα, σοκαρισμένη, κομμάτια ανθρώπινων κρανίων».

»Μια έκφραση τρόμου σχηματίστηκε στο πρόσωπό του και αρνήθηκε να επιστρέψει στη δουλειά. Όλοι οι εργάτες έφυγαν νωρίς – κανένας δεν ήθελε να ενοχλήσει όσους είχαν θαφτεί εκεί. Ούτε οι κόρες μου ήθελαν να συνεχίσουν να ζουν στο σπίτι – φοβόνταν ότι ήταν στοιχειωμένο».

Τα κόκαλα ήταν πάρα πολλά και η Merced άρχισε να αναρωτιέται τι έπρεπε να κάνει. Ανάμεσά τους βρήκε ακόμα και κομμάτια μιας μασέλας που έμοιαζε παιδική. Μήπως ζούσαν στο αλλοτινό κρησφύγετο ενός κατά συρροή δολοφόνου;

«Τηλεφώνησα στον φίλο και γείτονά μου, Carlos, που είχε κάνει έρευνα για την ιστορία της Gamboa. Αν κάποιος ήξερε τι είχε συμβεί, θα ήταν αυτός. Το ίδιο βράδυ ήρθε σπίτι μου και μου έδειξε ένα βιβλίο που αναγνώριζε την περιοχή όπου ζούσαμε ως ένα παλιό κοιμητήριο».

Εκεί θάβονταν σκλάβοι που είτε έφταναν νεκροί στο λιμάνι του Ρίο ντε Τζανέιρο είτε πέθαιναν λίγο μετά την άφιξή τους. Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι την περίοδο 1769-1830 θάφτηκαν στην περιοχή περίπου 6.000 άτομα. «Παρόλο που είχα περάσει σχεδόν όλη τη ζωή μου στην Gamboa, δεν είχα ιδέα για το κοιμητήριο».

Εκεί θάβονταν σκλάβοι που είτε έφταναν νεκροί στο λιμάνι του Ρίο ντε Τζανέιρο είτε πέθαιναν λίγο μετά την άφιξή τους. Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι την περίοδο 1769-1830 θάφτηκαν στην περιοχή περίπου 6.000 άτομα.

Μετά τη μακάβρια εκείνη ανακάλυψη, δέχτηκαν την επίσκεψη του διευθυντή του Πολιτιστικού Κέντρου José Bonifácio, που είναι αφιερωμένο στην αφρο-βραζιλιάνικη κουλτούρα και ιστορία. Ακολούθησαν επισκέψεις και από ερευνητές, που μελέτησαν τα ευρήματα.

«Στο μεταξύ, δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε καμία οικοδομική εργασία. Το 1998 χρειάστηκε να μετακομίσουμε γιατί οι τρύπες που είχαν μείνει ανοιχτές γέμισαν με νερό και ο τοίχος ράγισε. Αν ήθελα να κάνω κάτι με ό,τι είχα βρει, έπρεπε να το κάνω μόνη».

Το 2021 η οικογένεια επέλεξε να ανοίξει τις πόρτες του σπιτιού στο κοινό. Τελικά, αγόρασαν δύο γειτονικά κτίρια και το μετέτρεψαν σε μουσείο. Έτσι ιδρύθηκε το 2005 το Pretos Novos Institute, που σήμερα λειτουργεί ως εκπαιδευτικό, εκθεσιακό και ερευνητικό κέντρο.

«Σήμερα στεγάζει καμιά δεκαριά εκπαιδευτές, ανθρωπολόγους και ξεναγούς. Προσφέρουμε δωρεάν ξεναγήσεις στην περιοχή, όπου αφηγούμαστε την ιστορία της δουλειάς στη Βραζιλία, και των Αφρικανών που μεταφέρθηκαν εκεί.

«Σήμερα στεγάζει καμιά δεκαριά εκπαιδευτές, ανθρωπολόγους και ξεναγούς. Προσφέρουμε δωρεάν ξεναγήσεις στην περιοχή, όπου αφηγούμαστε την ιστορία της δουλειάς στη Βραζιλία, και των Αφρικανών που μεταφέρθηκαν εκεί».

»Παρά τις αντιξοότητες, είναι για μένα ένα έργο ζωής. Το πιο σπουδαίο πράγμα που έχω κάνει. Αν και είναι δύσκολο να διατηρήσω τη λειτουργία του, θα τη συνεχίσω μέχρι να μην υποφέρουμε πλέον από τον ρατσισμό. Μέχρι τότε, θα συντηρώ την ιστορία που η Βραζιλία προτιμά να αγνοεί».

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below