Στο πρώτο της μυθιστόρημα «Θα Σου Δείξω τον Φόβο» (εκδόσεις Επίμετρο), η Ματίνα Ευαγγέλου, μας καλεί να ακολουθήσουμε τις ηρωίδες της σ’ ένα ταξίδι εξέλιξης και αυτογνωσίας. Να τις γνωρίσουμε, να τις νιώσουμε, να δούμε το φως και τα σκοτάδια τους, και έπειτα ν’ αναρωτηθούμε οι ίδιες: Αν το τέλος ήταν αύριο, τι θα θέλαμε από τη ζωή ακόμη;
Ένα βιβλίο γραμμένο από μία γυναίκα με επίκεντρο τις γυναίκες που φιλοδοξεί να μας βάλει στον κόσμο, τις σκέψεις και τις ανησυχίες τους. Όπως σημειώνει η ίδια η συγγραφέας: «Το βιβλίο αυτό είναι κείμενο γεμάτο εικόνες και συμβολισμούς, ένα μαύρο φόντο, πάνω στο οποίο προβάλλονται έντονα όλες οι σκέψεις και τα συναισθήματα που γεννήθηκαν…».
Το Marie Claire συνομίλησε με τη συγγραφέα, τόσο για τις ηρωίδες του βιβλίου, όσο και για τους φόβους που ο καθένας και η καθεμία μας αναπτύσσει.
Οι κεντρικές ηρωίδες σας είναι γυναίκες. Ήταν μια συνειδητή επιλογή ή εκεί σας πήγε η ιστορία σας;
«Πρώτα μπήκαν στο μυαλό μου οι ηρωίδες μου και μετά διαμορφώθηκε η ιστορία, οπότε μάλλον η απάντηση είναι κάπου ανάμεσα στα δύο. Οπωσδήποτε, μια γυναικεία πένα έχει να προσθέσει περιεχόμενο σε γυναικεία θεματολογία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ανάπτυξη των αντρών ηρώων στερείται βάθους ή ενσυναίσθησης».
Οι ηρωίδες σας ξεκινούν ένα ταξίδι εξέλιξης και αυτογνωσίας. Επίπονη διαδικασία. Ποιες δυσκολίες θα συναντήσουν σ’ αυτήν τους τη διαδρομή, με τι κόστος και τελικά θα φτάσουν στην λύτρωση;
«Στο ταξίδι της αυτογνωσίας πορευόμαστε παράλληλα με όσα καθημερινά φέρνει η ζωή. Με την έννοια αυτή, οι ηρωίδες μου συναντούν ξανά τις καταβολές τους, τα τραύματα και τους ανοιχτούς λογαριασμούς τους. Δε θα προδώσω αν θα τα καταφέρουν ή όχι, αν και ισχύει εδώ ό,τι και στη ζωή: κάποιοι προχωρούν, αλλά κάποιοι όχι. Σκοπός μου πάντως με τη συγγραφή δεν είναι να αποδείξω αν οι ίδιες φτάνουν στη λύτρωση, αλλά να το νιώσει αυτό ο αναγνώστης για τον εαυτό του παρακολουθώντας την εξέλιξη τους».
Στο βιβλίο σας θίγετε πολλά κοινωνικά θέματα (ψυχική υγεία, μεταναστευτικό). Αγκαλιάζουμε το διαφορετικό ως κοινωνία, δίνουμε το χέρι στον αδύναμο ή θέλουμε πολλή δουλειά ακόμη;
«Όχι όσο θα μπορούσαμε σύμφωνα με τον υπέροχο πυρήνα του Έλληνα. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν είναι θέμα διάθεσης ή νοοτροπίας και θεσμών. Για τους Γάλλους για παράδειγμα τα επιδόματα αλληλεγγύης αποτελούν έναν ιστορικό θεσμό. Οι Έλληνες αντίστοιχα, ιστορικά έχουμε περιπέσει σε μεγάλες ανάγκες, οπότε είμαστε επιφυλακτικοί σε περικοπές μισθών για τέτοιους λόγους. Ούτε έχουμε ανάλογη παιδεία. Αρκεί να δούμε τα ρούχα που μπορεί να στείλουμε σε παθόντες, δηλαδή τα ταλαιπωρημένα και άχρηστά μας, χωρίς σεβασμό στον άνθρωπο που θα τα φορέσει. Βέβαια, σε μεμονωμένα περιστατικά εκφραζόμαστε ανοιχτά και υποστηρικτικά, γιατί το θυμικό του Έλληνα είναι έντονο πολύ, ωστόσο δεν υπάρχει σίγουρα διευρυμένη υποστηρικτική νοοτροπία και συστηματική προσπάθεια αποδοχής και ένταξης.
Εξάλλου, καλό θα ήταν να μην ισοπεδώσω άθελά μου όλες τις διαφορετικότητες σε μια πρόχειρη παράγραφο. Κάθε κοινωνικό θέμα έχει τις δικές του παραμέτρους. Και κάθε πρόοδος έχει τη δική της ταχύτητα. Η ψυχική υγεία για παράδειγμα νομίζω επιτέλους αποστιγματίζεται, μέσω της παραδοχής και της κατάθεσης του καθενός για την προσωπική του εμπειρία. Το μεταναστευτικό δεν το θίγω καν, είναι ανείπωτα πολυσύνθετο και τραγικό. Να αναφέρω εδώ μια προσπάθεια για την οποία είμαι πολύ περήφανη και στην οποία εμπλέκονται άμεσα φίλοι, το “power of a flower”, στο οποίο απασχολούνται επαγγελματικά άτομα με αναπηρίες. Πάει περίφημα και αλλάζει τα δεδομένα και τις ζωές ατόμων που αλλιώς δε θα απασχολούνταν πουθενά. Ευτυχώς, υπάρχουν άνθρωποι φωτισμένοι και γεμάτοι ζωή, που οραματίζονται τη συμπερίληψη και αφιερώνουν το χρόνο και την ενέργειά τους εκεί».
Ο τίτλος του βιβλίου σας, «Θα σου Δείξω τον Φόβο», είναι μια προτροπή να δούμε κατάματα όσα μας φοβίζουν με σκοπό να τα ξορκίσουμε;
Η προτροπή είναι να χαλαρώσουμε και να αποδεχτούμε τους φόβους. Και να πάμε παρακάτω. Τα συμπεράσματα που θα βγάλουμε στην πορεία της διαχείρισης αυτής είναι η προσωπική μας σοφία. Ο τίτλος του βιβλίου είναι μέρος του διάσημου στίχου του Τ.Σ. Έλιοτ στην “Έρημη Χώρα”, όπως τον γνωρίζουμε από τη μετάφραση του Σεφέρη, “θα σου δείξω τον φόβο σε μια χούφτα σκόν”. Είναι ένας αγαπημένος μου στίχος και ένα αγαπημένο νόημα. Για μένα σημαίνει ότι ο φόβος υπάρχει παντού και είναι σύμφυτος με τη θνητότητα».
Εσάς τι σας φοβίζει περισσότερο και πώς ξεπερνάτε ή/και συμφιλιώνεστε με τους φόβους σας;
«Με φοβίζουν όλες οι εκφάνσεις του θανάτου, ο αποχωρισμός, ο πόνος, η απουσία. Ως μητέρα τα βιώνω αυτά ίσως σωρευτικά και σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι αν είχα να διαχειριστώ μόνο τον εαυτό μου. Τους φόβους μου τους αποδέχομαι, αλλά φροντίζω να τραβάω μια διαχωριστική γραμμή, ότι ας πούμε μέχρις εδώ έρχεσαι φόβε μου, τώρα πρέπει να προχωρήσω και με εμποδίζεις».
«Αν το τέλος ήταν αύριο, τι θα θέλαμε από τη ζωή ακόμη; Τι δεν έχουμε κάνει»; Βάζετε τον αναγνώστη ν’ αναρωτηθεί. Για εσάς, το παραπάνω ερώτημα είναι μέσο δημιουργικής κινητοποίησης ή απόρροια υπαρξιακής αγωνίας;
«Και τα δύο. Ας το πάρουμε στην υπερβολή του. Αν έσπρωχνα μονίμως τη ζωή μου με κάθε αφορμή σε νέα μονοπάτια, πολύ πιθανόν να διαπίστωνα πως κυνηγώ χίμαιρες. Από την άλλη, αν συνομιλούσα αποκλειστικά με τη φωνή της υπαρξιακής μου αγωνίας, θα επιβεβαίωνα τη ματαιότητα της καθημερινής ζωής, χάνοντας την όρεξη για τα μικρά. Το κυνήγι του ονείρου θέλει τον περιορισμό της αυτογνωσίας, τι θέλω και για ποια είμαι ικανός. Και προπάντων τι έχω στις βαλίτσες μου, τι κουβαλάω μαζί που δεν μπορώ να το αφήσω».
Αν ήξεραν οι ηρωίδες σας ότι το τέλος είναι αύριο, πώς θα περνούσαν την τελευταία τους ημέρα;
«Ωραία ερώτηση! Νομίζω οι δύο μικρές μου, η Λούκια και η Έλλα, θα την περνούσαν παρέα με φίλους και έντονο συναισθηματισμό. Η κεντρική μου ηρωίδα η Ελβίρα νομίζω θα τα έπινε…»
Τι θα θέλατε ιδανικά να αισθανθεί ο αναγνώστης κλείνοντας το βιβλίο σας;
«Σαν ευσεβής πόθος δεν μπορεί να μην υπάρχει ο αριστοτέλειος ορισμός της τραγωδίας: “δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν”. Σε σημερινά ελληνικά, θα ήθελα ιδανικά, όπως το ανέφερα και παραπάνω, ο αναγνώστης να βιώσει την αποδόμηση του ήρωα και της τύχης του, που επιφέρει ψυχολογικά και ηθικά οφέλη μέσω του ελέους- οίκτου- αποδοχής και του φόβου-επιφύλαξης-προβληματισμού. Σε τελική ανάλυση να επαναπροσδιορίσει κανείς όσα νομίζει ότι ξέρει».
Η Ματίνα Ευαγγέλου ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Απόφοιτος Βαρβακείου και Νομικής Σχολής Αθηνών, σπούδασε επίσης στην Οξφόρδη Ανθρωπολογία και Φιλοσοφία στην Λογοτεχνία. Έχει εργαστεί ως νομικός σύμβουλος επί σειρά ετών. To μυθιστόρημα «Θα Σου Δείξω τον Φόβο» είναι το πρώτο της βιβλίο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίμετρο.