Συναντάω τον Χρήστο Λούλη ένα ζεστό φθινοπωρινό απόγευμα, αφότου μάζεψε τα πιτσιρίκια που έχουν με την επίσης ηθοποιό Εμιλυ Κολιανδρή, τον 8χρονο γιο του και την 3χρονη κόρη του, από το σχολείο. Η ταινία του Κώστα Γαβρά «Ενήλικοι στην Αίθουσα», όπου υποδύεται τον Ελληνα υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη, διανύει την πρώτη της εβδομάδα προβολής στις αίθουσες, ενώ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά οι πρόβες για τον «Χορό της Φωτιάς» σε σκηνοθεσία του Αρη Μπινιάρη βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους.
Τι θα έκανες σήμερα, αν αντί να πίνεις καφέ μαζί μου, έκανες κοπάνα από τις υποχρεώσεις σου;
Θα ήμουν σπίτι και θα έπαιζα με τα παιδιά ή θα διάβαζα τον μικρό. Είναι κάτι που το κάνω με μεγάλη χαρά, αλλά είναι ταυτόχρονα και κουραστικό. Δεν έχω μάθει ακόμη να κάνω το διάβασμα παιχνίδι. Είναι πολύ δύσκολο να στριμώξεις μια ύπαρξη που το μυαλό της είναι σαν πεταλούδα και πετάει παντού, να της πεις «μπες τώρα στο τετραγωνάκι και μάθε». Με πικραίνει να το κάνω αυτό γιατί μου θυμίζει τη δική σου χαμένη ανεμελιά.
Χαμένη ανεμελιά; Και το κλισέ που θέλει τους ηθοποιούς να έχουν διαλέξει μια δουλειά που τους εξασφαλίζει το παιχνίδι;
Τα παιχνίδια έχουν κανόνες και όρια. Κερδίζεις μόνο όταν στριμώχνεσαι, όταν σου βάζουν όρια. Χωρίς αυτά δεν πάμε πουθενά, χωρίς όρια είναι εφιάλτης. Φλερτάρεις μαζί τους, τα ξεπερνάς, αλλά είναι ωραίο που υπάρχουν. Για μια στιγμή, μια ανάσα, βλέπεις λίγο τι γίνεται στην άλλη μεριά και επιστρέφεις. Μαθαίνεις τον εαυτό σου και τους άλλους, τη ζωή την ίδια, παίζοντας με τα όρια.
Στην καριέρα σου πότε αισθάνθηκες ότι τα ξεπέρασες;
Κάθε φορά που έκανα κάτι που δεν πίστευα ότι μπορώ να κάνω. Δεν θα σου πω τα προφανή, το να παίξω πάνω σε παγοπέδιλα ή σε ξυλοπόδαρα, ή όλα αυτά τα ζογκλεριλίκια που κάνουμε οι ηθοποιοί. Θυμάμαι όμως πόσο δύσκολο ήταν να πω τον περίφημο μονόλογο στον «Αμλετ» χωρίς να πλασάρω τα λόγια. Ο Χουβαρδάς, που με σκηνοθέτησε, μου είπε: «Χρήστο, μην κάνεις τίποτα, μόνο να εννοείς τα λόγια». Αυτό ήταν ένα προσωπικό όριο που ξεπέρασα, η στιγμή που κατάλαβα ότι δεν είμαι εγώ το θέμα, αλλά τα λόγια. Να λέω τα λόγια χωρίς να δείχνω τον εαυτό μου. Το πιο απλό πράγμα για έναν φιλόδοξο, αλαζόνα, εγωιστή όπως εγώ, είναι να ανέβω στη σκηνή σαν να θέλω να πω στο κοινό: «Κοίτα τι καλά που παίζω». Είναι μεγάλη ασπίδα το εγώ, το περιφέρεις και λες: «Αυτός είμαι, όποιος δεν συμφωνεί και δεν συντονίζεται μαζί μου, δεν με απασχολεί». Ομως αυτό το εγώ-ασπίδα είναι το σκότωμα της περιέργειας, η δολοφονία της τέχνης.
Φιλόδοξο, αλαζόνα και εγωιστή χαρακτηρίζεις τον εαυτό σου. Ετσι δεν αποκαλούσαν πριν από μερικά χρόνια στις Βρυξέλλες τον Γιάνη Βαρουφάκη; Πώς ένιωσες όταν κλήθηκες να τον υποδυθείς;
Αν εννοείς ότι ο Γιάνης είναι μία προσωπικότητα που δεν περνάει απαρατήρητη, θα μπορούσες να το πεις και ταιριαστό. Δεν έμεινα στα κοινά που έχω με τον Γιάνη. Με προβλημάτισε πολύ η μικρή απόσταση από τα γεγονότα. Τέσσερα χρόνια πριν, υπήρξε ένας διχασμός που χώρισε ζευγάρια, οικογένειες, χάλασε φιλίες. Οταν είπα στην Εμιλυ τους προβληματισμούς μου η αντίδρασή της ήταν «Τώρα κοροϊδευόμαστε; Αφού θα το κάνεις!». Με φόβισε η πρόταση του Γαβρά, κι επειδή με φόβισε, με κέντρισε να το κάνω. Αυτός που θέλει να λέγεται καλλιτέχνης πρέπει να τσιγκλάει τα πράγματα, να τα αναποδογυρίζει…
Θυμάμαι μία συνέντευξη του Βαρουφάκη με τον Πίτερ Σπίγκελ στους «FinancialTimes», που ξεκινούσε με τον δημοσιογράφο να τον κατηγορεί πως κάθε του κίνηση στις Βρυξέλλες ήταν χορογραφημένη σαν να πρωταγωνιστούσε ήδη στο «Γιάνης Βαρουφάκης, η ταινία». Αλλαξε η γνώμη σου γι’ αυτόν αφού γνωριστήκατε;
Όταν είπα ναι στην ταινία με κάλεσε για δείπνο στο σπίτι του μαζί με τον Γαβρά και τη σύζυγό του. Κάποια στιγμή εκείνοι αποχώρησαν, η σύζυγός πήγε να κοιμηθεί και μείναμε οι δυο μας μέχρι τις 6 το πρωί πίνοντας ουίσκι και συζητώντας. Είναι ένας πανέξυπνος, μορφωμένος άνθρωπος που ξέρει τι λέει, άσχετα αν διαφωνείς ή όχι: το υποστηρίζει. Δεν πίστευα ποτέ ότι όλα όσα έκανε έκρυβαν ιδιοτέλεια. Η άποψή μου γι’ αυτόν δεν έχει αλλάξει. Δεν είχα «αγοράσει» ποτέ τη βεβαιότητά του ότι αν πηγαίναμε στη δραχμή τα πράγματα θα έφτιαχναν μακροπρόθεσμα… Δεν είμαι δεξιός εκ πεποιθήσεως, γιατί δεν θεωρώ τον εαυτό μου συντηρητικό άνθρωπο, αλλά δεν είμαι ούτε αριστερός από γνώση της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας.
Ζούμε σε μια κοινωνία νικητών και ηττημένων;
Μα δεν υπάρχει ισότητα, εγώ δεν πιστεύω στην ισότητα στην κοινωνία.
Είσαι φεμινιστής;
Oχι, δεν είμαι.
Πώς αντιλαμβάνεσαι το φεμινισμό που μόλις αρνήθηκες;
Σαν υπερβολή. Δεν μπορώ την υστερία του φεμινισμού ή του οικολογικού κινήματος ή του βεγκανισμού. Είμαι υπέρ της ισότητας των φύλων.
Ξέρεις, αυτό είναι φεμινισμός, να υποστηρίζεις την ισότητα.
Ωραία, τότε είμαι φεμινιστής.
Τα παιδιά σου πώς τα μεγαλώνεις ώστε να πιστεύουν στην ισότητα;
Προσπαθώ να είμαι το ίδιο τρυφερός και το ίδιο αυστηρός μαζί τους.
Τι έχουν καταλάβει τα παιδιά για τη δουλειά που κάνετε εσύ και η Έμιλυ;
Τους κοστίζει όταν λείπουμε πολλές ώρες από το σπίτι και οι δύο, ειδικά στον μεγάλο που βλέπει τους συμμαθητές του να περνάνε το βράδυ με τους γονείς τους. Εμείς δεν είμαστε μαζί κάθε βράδυ. Αλλά όλοι οι άνθρωποι δικαιούνται δυο-τρία καλά παιδικά τραύματα μεγαλώνοντας.
Ποια ήταν τα δικά σου;
Θυμάμαι τη μαμά μου που υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να είχε γίνει καλλιτέχνις. Εφυγε παιδάκι από ένα χωριό στη Θράκη, πήγε στην Αυστραλία, δεν τέλειωσε το σχολείο, δούλεψε σε εργοστάσιο, γύρισε στην Ελλάδα, απέκτησε δύο παιδιά. Μεγαλώνοντας έβλεπα μια ματαίωση εκεί, μια τρύπα. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να είχε γίνει κάτι άλλο, μεγάλη ηθοποιός, σίγουρα.
Κρατάω το ότι η μητέρα σου είναι Θρακιώτισσα. Ετσι εξηγείται ο ρυθμός που είδα πέρσι στις «Βάχκες» του Μπινιάρη στη Στέγη;Είχα σκεφτεί ότι, δεν μπορεί, θα έχεις ποντιακές ρίζες. Στο «Χορό της Φωτιάς» βούτηξες βαθιά στην κουλτούρα του Πόντου;
Στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων, όχι στην έναρξη, που χόρευα με την Κατερίνα Παπαγεωργίου, έκανα τον παρουσιαστή για τον κόσμο στο γήπεδο. Θυμάμαι, ήμασταν στις πρόβες στον Ασπρόπυργο. Βγήκαν οι Κρητικοί, έκαναν πέντε κύκλους, εντάξει, δεν έγινε τίποτα. Και βγαίνουν οι Πόντιοι και χορεύουν Πυρρίχιο και με έπιασε αυτό το πράγμα από το λαιμό. Πιστεύω πως έχει να κάνει με τη χαμένη πατρίδα. 3.000 χρόνια είναι οι Ελληνες στον Πόντο, μιλάνε τη γλώσσα… και μέσα σε πέντε χρόνια τους εξαφανίζουν. Ηρθαν εδώ όπως πάνε τώρα οι πρόσφυγες στα νησιά και οι Ελλαδίτες τούς κορόιδεψαν για την αγαθότητά τους, τους εκμεταλλεύτηκαν. Μελέτησα πολύ για τους Πόντιους με αφορμή την παράσταση, αλλά όσα με εντυπωσιάζουν γι’ αυτούς τα ήξερα ήδη από δική μου περιέργεια: η γλώσσα τους είναι αριστούργημα, η μουσική τους είναι σαν βράχος σκληρός. Πιο πολύ όμως με συγκινούν οι άνθρωποι, βλέπω σε αυτούς μία ευγένεια φυσιογνωμική. Ίσως να είναι και λίγο μεταφυσικό αυτό, ίσως όσοι έρχονται από τον Πόντο να είναι πολύ παλιά πνεύματα.
*Ο «Χορός της Φωτιάς», μια μουσικοθεατρική παράσταση για τον Πόντο, κάνει πρεμιέρα στις 30 Οκτωβρίου.
Το μεγαλύτερο μέρος της συνέντευξης δημοσιεύτηκε στο Marie Claire Νοεμβρίου. Τον Χρήστο Λούλη φωτογράφισε ο Γιώργος Μαυρόπουλος. Styling: Κωνσταντίνα Λειβαδίτη.