Από τη Σοφία Μανδηλαρά
Η γενιά που ελπίζει να αλλάξει τα πράγματα
Όταν κράτησε την ελληνική σημαία στην εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, ορισμένα ρατσιστικά σχόλια στο Διαδίκτυο ήταν αποκαρδιωτικά. Ομως, τον Φεβρουάριο, η Καλυψώ Βεατρίκη Ντούγκου κατέρριψε το πανελλήνιο ρεκόρ στα 200 μέτρα στην κατηγορία Κ18 του στίβου, έπειτα από 34 ολόκληρα χρόνια. Αμέσως μετά την επιτυχία της δήλωσε ότι «η δημοσιότητα ξεκίνησε από ένα περιστατικό στην παρέλαση. Αυτή τη φορά αξίζει να σημειωθεί το όνομά μου, έστω και λίγο, γιατί αυτή τη φορά έκανα κάτι».
«Δεν ήμουν η σημαιοφόρος, αλλά παραστάτρια», εξηγεί στο Marie Claire και επιμένει να αναφερθεί, «γιατί είναι άδικο για την κοπέλα που ήταν όντως σημαιοφόρος». Οταν κυκλοφόρησε η πρώτη φωτογραφία της, τόσο εκείνη όσο και ο πατέρας της ένιωσαν ότι «τα ρατσιστικά σχόλια ήταν αναμενόμενα». «Δεν πτοήθηκα. Καθένας είναι ελεύθερος να εκφράσει την άποψή του, απλά η αμάθεια καταστρέφει την κοινωνία και δεν αναφέρομαι στην ακαδημαϊκή παιδεία», σχολιάζει η μόλις 17 ετών Καλυψώ-Βεατρίκη, και έχει δίκιο.
Ο πατέρας της είναι Κενυάτης, εργάζεται στην Ελλάδα ως ιατροδικαστής και είναι καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η μητέρα της είναι Ελληνίδα. Η Καλυψώ-Βεατρίκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και θέλει να σπουδάσει «ιατρική, ίσως οδοντιατρική, κάτι στον τομέα της υγείας». Ως μαθήτρια λυκείου ελπίζει «να αλλάξει ο δείκτης ανεργίας, έτσι ώστε να κινητοποιηθεί η νέα γενιά στην παραγωγικότητα και τη δημιουργικότητα».
Πιστεύει πως «όλοι ξέρουν ότι υπάρχουν Αφροέλληνες», αλλά μετά ακολουθούν οι προκαταλήψεις. «Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ξεκινάει από την οικογένεια. Οσοι διαβάσουν αυτό το άρθρο θα ήταν σώφρον να μεταδώσουν σωστές αρχές στις μικρότερες ηλικίες. Θα σας μιλήσω από προσωπική εμπειρία. Εύχομαι οι νέοι γονείς να μαθαίνουν στα παιδιά τους τη διαφορετικότητα, την πολυπολιτισμικότητα. Είναι άσχημο να περπατάω στο δρόμο και ένα παιδάκι να με δείχνει, να σχολιάζει δυνατά (που ίσως είναι λογικό) και ο γονιός να μην κάνει τίποτα ή να με αντιμετωπίζει ως αξιοθέατο».
Στην πραγματικότητα, η συζήτηση επιστρέφει στο σεβασμό. Ο πατέρας της τον κέρδισε με τη δουλειά του – και της έδειξε το δρόμο. «Ξέρω την κοινωνία και ξέρω ότι ο ρατσισμός υπάρχει», επισημαίνει η Καλυψώ-Βεατρική, προσθέτοντας ότι κάθε μαύρη κοπέλα «πρέπει να μάθει να προστατεύει τον εαυτό της γιατί αυτά τα βλέμματα θα συνεχίσουν να υφίστανται». Η συμβουλή της έχει αξία για όλες τις γυναίκες. «Εγώ τέτοια περιστατικά τα αντιμετωπίζω ως τεστ αυτοσυγκράτησης και υπομονής. Ή πολλές φορές επιλέγω να συμβάλλω, να προσεγγίζω τους ανθρώπους αυτούς και πολύ ευγενικά τους εξηγώ πώς νιώθω για τη συμπεριφορά τους», σημειώνει και καταλήγει: «Θα ’θελα οι γυναίκες να μη φοβούνται, να κάνουν την αλλαγή και να μιλάνε».
Πώς γράφεται η ιστορία και πώς αλλάζει ο κόσμος;
Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να βελτιωθεί μια κοινωνική πραγματικότητα. Η πρόεδρος της Οργάνωσης Ενωμένων Γυναικών Αφρικής Λορέτα Μακόλεϊ ήρθε από τη Σιέρα Λεόνε λίγο πριν ενηλικιωθεί. «Ζω και εργάζομαι στην Ελλάδα 40 χρόνια. Κατάφερα να πάρω την ελληνική ιθαγένεια μόλις πέρσι. Ολη μου τη ζωή, πότε κυνηγούσα την άδεια παραμονής, πότε, μετά, την ιθαγένεια», υπογραμμίζει στο Marie Claire με κάποια δικαιολογημένη πικρία.
Η οργάνωσή της ξεκίνησε την εκστρατεία «Οχι στον ρατσισμό από την κούνια» που λειτούργησε ως αφορμή για να ανοίξει η συζήτηση για τα δικαιώματα των παιδιών που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα από μετανάστες ή πρόσφυγες γονείς. Κατόπιν ψηφίστηκε ο νόμος από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. «Βέβαια, υπάρχουν πολλά παιδιά που γεννήθηκαν εδώ και ακόμα δεν έχουν πάρει την ιθαγένεια. Παλεύουν. Αλλά γίνεται κάτι. Δεν είναι όπως πριν που ο κόσμος δεν ζητούσε καν συμβουλές, δεν υπήρχε τίποτα».
Η Λορέτα πήγε στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, αποφοίτησε από το γυμνάσιο και το λύκειο και, προφανώς, μιλάει ελληνικά.
Ωστόσο, για το κράτος, λέει χιουμοριστικά, μόλις έγινε 18 χρόνων, αφού φέτος θα ψηφίσει για πρώτη φορά, αν και έχει ζήσει εδώ κυριολεκτικά όλη της τη ζωή. Αν το πρόβλημα των παιδιών δεύτερης γενιάς είναι να πάρουν την πολυπόθητη ιθαγένεια ώστε να αναγνωρίζονται ως πολίτες στη μόνη πατρίδα που έχουν γνωρίσει, η μεγαλύτερη δυσκολία της πρώτης γενιάς μεταναστών, που πλέον βαδίζει στην τρίτη ηλικία, είναι ότι δεν το πέτυχε ποτέ. «Δεν είχαμε δικαιώματα όσο δουλεύαμε, οι εργοδότες δεν μας έβαζαν ΙΚΑ. Τώρα κινδυνεύουμε όλοι να μείνουμε στο δρόμο. Δούλεψες τόσα χρόνια και δεν μπορείς να πάρεις σύνταξη. Είμαστε εντελώς εκτεθειμένοι», τονίζει η Λορέτα. Δυστυχώς, οι μετανάστες μοιράζονται αυτή την τύχη με πολλούς ευάλωτους Ελληνες.
Μετράει τις αδικίες απέναντι στην κοινότητά της και θεωρεί ότι η πολιτεία «δεν κοιτάει τον άνθρωπο». Για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο σχολιάζει χαρακτηριστικά ότι «δεν τον έχει δεχτεί η ελληνική κοινωνία, το συμφέρον της την ενδιαφέρει». Από το βιβλίο του Γιάννη μάλλον προκύπτει κάποιο παρόμοιο συμπέρασμα και, όμως, εκείνος επιλέγει να αγαπά την Ελλάδα και να τη λέει πατρίδα. Δεν είναι ο μόνος. Τα παιδιά που γεννιούνται εδώ θέλουν να μείνουν εδώ, με βάση την εμπειρία της Λορέτα, αλλά, όπως όλοι οι νέοι άνθρωποι, «λόγω του τρόπου αντιμετώπισης» βρίσκονται σε δίλημμα. «Ενα κράτος πρέπει να κρατάει τα νέα παιδιά, είτε είναι ξένα είτε Ελληνες. Χάνεται πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο», τονίζει η πρόεδρος της Οργάνωσης Ενωμένων Γυναικών Αφρικής.
Παρόλο που η οργάνωσή της είναι ενεργή, με εκδηλώσεις, συζητήσεις, συμμετοχή σε φεστιβάλ και κοινωνικές κουζίνες, δεν έχει καμία εκτίμηση του συνολικού πληθυσμού των Αφρικανών γυναικών στην Ελλάδα και αυτό γιατί στηρίζεται σε εθελόντριες και δεν λαμβάνει χρηματοδότηση. Το ελληνικό κράτος, από την άλλη, δεν έχει κάνει την απαραίτητη έρευνα, συνεπώς οι πολιτικές της ένταξης, στο βαθμό που υπάρχουν, «πέφτουν στο κενό». «Με το που γίνουν 18 και μιας ημέρας, τα παιδιά δεύτερης γενιάς που δεν έχουν καταφέρει να βγάλουν τα χαρτιά τους, κι ας έχουν γεννηθεί εδώ, είναι τόσο εκτεθειμένα όσο ήμουν εγώ» υπογραμμίζει.
Οι μισάνοιχτες πόρτες της ελληνικής κοινωνίας
Το όνομά της σημαίνει «καλή νίκη», από τα αρχαία ελληνικά. Οι γονείς της την είχαν ονομάσει έτσι προτού καν φτάσουν στην Ελλάδα. Η Γιούνις Κερούμπο, δηλαδή η Ευνίκη, είναι πλέον 21 ετών, φοιτήτρια. Τελείωσε εδώ το σχολείο, αλλά γεννήθηκε στην Κένυα. Εχει δύο μικρότερες αδερφές. Μόνο η τελευταία γεννήθηκε στην Ελλάδα κι έτσι δημιουργείται το παράδοξο, καθεμία τους να έχει διαφορετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι στο κράτος. Εκείνη μιλάει σουαχίλι, αγγλικά και σπαστά ελληνικά. Η μεσαία της αδερφή μιλάει μόνο ελληνικά διότι παρακολούθησε μόνο ελληνικό σχολείο, και η μικρότερη είναι ο διερμηνέας μεταξύ όλης της οικογένειας γιατί, αν και στο δημοτικό, χειρίζεται ήδη όλες τις γλώσσες άψογα. «Η μικρότερη αδερφή μου έχει περισσότερα προνόμια γιατί έχει πιστοποιητικό γέννησης από εδώ, οπότε ο ελληνικός νόμος είναι πιο ευέλικτος για εκείνη μετά από κάποια χρόνια. Για εμένα είναι τελείως διαφορετική διαδικασία γιατί έκανα μόνο το λύκειο εδώ, στο διαπολιτισμικό σχολείο», λέει στο Marie Claire.
Δεν νιώθει αδικημένη σε σχέση με την αδερφή της, αλλά επειδή η Ελλάδα δεν της δίνει την ευκαιρία να γίνει ισότιμο μέλος της, να σπουδάσει, να ζήσει εδώ. «Εάν ήμασταν στην Αγγλία, και η αδερφή μου είχε υπηκοότητα, οι πιθανότητες να την πάρω κι εγώ θα ήταν εξαιρετικά υψηλές. Εδώ δεν είναι έτσι. Οι πιθανότητες είναι πολύ λίγες και η διαδικασία πολύ δύσκολη. Είναι δύσκολη ακόμα και αν έχεις γεννηθεί εδώ», επισημαίνει. Θέλει να γίνει γιατρός, ωστόσο, οι οικονομικές δυσκολίες σε συνδυασμό με τον κορωνοϊό και το εμπόδιο της γλώσσας έχουν πάει πίσω το όνειρό της.
Η χειρότερη εμπειρία της εδώ είναι όταν «κάποιες φορές οι Ελληνες παριστάνουν ότι δεν αντιλαμβάνονται τι λέω. Πρέπει να καταλάβετε ότι προσπαθούμε, και θέλουμε να μάθουμε τη γλώσσα, και είναι κάπως δύσκολη, και εάν μας βοηθούσατε, θα ήταν όμορφο. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις το google translate για να εκφράσεις τον πόνο σου. Εάν οι άνθρωποι μπορούσαν να δείξουν λίγη περισσότερη κατανόηση, θα ήταν εξαιρετικά καλό».
Ομως, έχει συναντήσει και την αισιοδοξία και τη ζεστασιά της ελληνικής κοινωνίας. «Είχα ένα ατύχημα και τραυμάτισα τον αστράγαλό μου. Δεν έχω ξανανιώσει αυτού του είδους τη φροντίδα. Οι άνθρωποι με βοηθούσαν στις σκάλες, στο μετρό σηκωνόντουσαν για να κάτσω. Ο τρόπος που τους ενδιέφερε να είμαι ασφαλής ήταν πάρα πολύ γλυκός. Δεν μου συμπεριφέρθηκαν διαφορετικά επειδή είμαι μαύρη, ούτε καν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία», αναφέρει, προσθέτοντας: «Κι εγώ είμαι μαύρη, και η αδερφή μου που γεννήθηκε εδώ είναι μαύρη. Εάν κάποιος είναι ρατσιστής απέναντί μου, πιθανότατα θα είναι ρατσιστής και απέναντί της».
«Η Ελλάδα είναι πολύ όμορφη χώρα, γιατί κάποιος να θέλει να φύγει;» αναρωτιέται. Συχνά, όμως, λείπουν οι πολιτικές, τα εργαλεία, η βούληση εκ μέρους της Πολιτείας να μείνει εδώ ο πλούτος όλων αυτών των ανθρώπων.
«Οι γονείς μου αγαπούν την Ελλάδα. Καταλαβαίνω ότι οι Αρχές θέλουν να ξέρουμε περισσότερα για την ελληνική κουλτούρα, για τον ελληνικό τρόπο ζωής. Αυτό θέλουμε κι εμείς. Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο να φτάσεις σε αυτό το σημείο, έτσι όπως είναι δομημένο το σύστημα», καταλήγει η Ευνίκη.