Από τον Λευτέρη Τρίγκα
«Φαίνομαι αρκετά άσχημη στην ταινία», μονολόγησε στην παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Tribeca 2024 η Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ. «Δόξα τω Θεώ, ήμουν όμορφη όταν ήμουν νέα! Αλλά το να μην είσαι όμορφη νομίζω ότι κάνει τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα. Η δύναμη είναι κι αυτή ομορφιά. Είμαι 77 ετών, αλλά θα έπρεπε να είμαι 300. Το πιο τολμηρό πράγμα που έκανα ποτέ ήταν να γεννηθώ. Η μητέρα μου ζύγιζε 49 κιλά όταν επέστρεψε από το Άουσβιτς και παντρεύτηκε τον πατέρα μου. Ο γιατρός της την προειδοποίησε να μη μείνει έγκυος – η εγκυμοσύνη θα μπορούσε να τη σκοτώσει. Δώδεκα μήνες αργότερα, γεννήθηκα. Και μόνο που είμαι ζωντανή είναι θρίαμβος για μένα».
Η μητέρα της, Λιλιάν Ναμίας, επέζησε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης και η εμπειρία της αυτή επηρέασε βαθιά την Νταϊάν αλλά και τη σχέση μεταξύ τους. «Η μητέρα μου μού δίδαξε την αξία της δύναμης και της αντοχής», αναφέρει η ίδια κατά τη διάρκεια της ταινίας «Diane von Furstenberg: Woman in Charge», σε σκηνοθεσία των Σαρμίν Ομπάιντ Σινόι και Τρις Ντάλτον, η οποία είναι διαθέσιμη στις συνδρομητικές πλατφόρμες Hulu και Disney+.
Ο βασιλικός γάμος και το ροκ τρίο
Η Νταϊάν σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, όπου συνάντησε τον πρίγκιπα Έγκον φον Φίρστενμπεργκ. «Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πίστεψε ποτέ σε μένα», λέει. Ήταν επίσης ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισε με σπίτι, το οποίο ήταν στην πραγματικότητα ένα επιβλητικό κάστρο στη Γερμανία. Η ίδια αναπολεί την εμπειρία με μια δόση ειρωνείας: «Σκέφτηκα, ίσως με δηλητηριάσουν εδώ». Η οικογένεια κυβέρνησε τη δική της χώρα, αργότερα πριγκιπάτο, στο σημερινό κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Η χώρα των Φίρστενμπεργκ διαλύθηκε επίσημα το 1806. Σήμερα, η οικογένεια Φίρστενμπεργκ εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τους βασιλικούς τίτλους της, αν και δεν αναγνωρίζονται επίσημα από τη γερμανική κυβέρνηση, η οποία κατάργησε κάθε νόμιμο προνόμιο ευγενείας το 1919. Η συνάντηση της Νταϊάν και του Έγκον ήταν επεισοδιακή και η μετέπειτα ερωτική σχέση τους εκρηκτική. Σύντομα η Νταϊάν βρέθηκε σε έναν κόσμο γεμάτο ευκαιρίες και νέες προοπτικές. Τότε ήταν που η Νταϊάν Σιμόν Μισέλ Χαλφίν έγινε η Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ. Η αγάπη της για τη μόδα ξεκίνησε ακριβώς εκείνη την περίοδο, καθώς άρχισε να σχεδιάζει και να δημιουργεί τα δικά της ρούχα. «Η μόδα ήταν για μένα ένας τρόπος να ανακαλύψω και να εκφράσω τον εαυτό μου», αναφέρει. Μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και ζει εκεί στα 70s και τα 80s, σε μια πόλη που η ίδια περιγράφει σαν «μια παιδική χαρά γεμάτη δυνατότητες».
«Αυτό που με σοκάρει είναι ότι κάποιος σοκάρεται. Τι κι αν είχα φλερτ με γυναίκες ή αν κοιμήθηκα με πολλούς άνδρες; Ποιο είναι το μεγάλο θέμα; Ενας από τους κανόνες μου είναι: ποτέ μην αισθάνεσαι ένοχος. Είναι χάσιμο χρόνου. Είμαι περήφανη που έζησα τη ζωή ενός άνδρα σε ένα γυναικείο σώμα. Μια φορά ήμουν με τον Ράιαν Ο’Νιλ και τον Γουόρεν Μπίτι το ίδιο Σαββατοκύριακο!».
Μετά τον γάμο της με τον Έγκον το 1969 και αφού υποδέχτηκαν έναν γιο, τον Αλεξάντερ, και μία κόρη, την Τατιάνα, το ζευγάρι βρίσκεται σε διάσταση από το 1973, πριν χωρίσει επίσημα, το 1983. Αν και η Νταϊάν δεν ήταν πλέον με τον σύζυγό της, αποφάσισε να κρατήσει το επώνυμό του και να το κάνει ακόμα πιο διάσημο! Στην ακμή του «Studio 54», η νεαρή Νταϊάν είχε πάντα το δικό της τραπέζι και -πλέον- τις πιο πικάντικες ιστορίες να διηγηθεί από εκείνα τα χρόνια. «Ο Μικ Τζάγκερ και ο Ντέιβιντ Μπόουι ήρθαν ένα βράδυ για να προτείνουν ένα τρίο. Το σκέφτηκα, αλλά αποφάσισα ότι θα ήταν καλύτερο ανέκδοτο αν δεν το έκανα». Μπορεί κανείς να εκπλαγεί από το πόσο ανοιχτή είναι σε τέτοιου είδους θέματα. «Είμαι Ευρωπαία», λέει. «Αυτό που με σοκάρει είναι ότι κάποιος σοκάρεται. Τι κι αν είχα φλερτ με γυναίκες ή αν κοιμήθηκα με πολλούς άνδρες; Ποιο είναι το μεγάλο θέμα; Ενας από τους κανόνες μου είναι: ποτέ μην αισθάνεσαι ένοχος. Είναι χάσιμο χρόνου. Είμαι περήφανη που έζησα τη ζωή ενός άνδρα σε ένα γυναικείο σώμα. Μια φορά ήμουν με τον Ράιαν Ο’Νιλ και τον Γουόρεν Μπίτι το ίδιο Σαββατοκύριακο!».
«Feel like a woman, wear a dress»
Πριν μετακομίσει στη Νέα Υόρκη έμαθε την τέχνη της μόδας δίπλα στον έμπορο υφασμάτων Άντζελο Φερέτι. Στην Ιταλία τής ήρθε η ιδέα να μετατρέψει μια μπλούζα κρουαζέ σε ολόκληρο φόρεμα. Ενθαρρυμένη από τον τότε σύζυγό της, άρχισε να πουλάει τα σχέδιά της στη Νέα Υόρκη, με το εμπορικό της σήμα να γίνεται γνωστό με το ακρωνύμιο DVF. Το wrap dress, ένα φόρεμα που τυλίγει το σώμα χιαστί και δένει στη μέση, προσέφερε άνεση, ευελιξία και κομψότητα, κατακτώντας γρήγορα τις γυναίκες παγκοσμίως. «Το wrap dress ήταν μια επανάσταση. Ήθελα να δώσω στις γυναίκες κάτι που να τις κάνει να αισθάνονται ισχυρές και όμορφες», λέει στην ταινία.
Η σχεδιάστρια βρέθηκε στο εξώφυλλο του «Newsweek» με ένα αφιέρωμα στο οποίο χαρακτηρίστηκε «Η γυναίκα που πουλάει περισσότερο στη μόδα μετά την Κοκό Σανέλ». Μέχρι το 1976, με μότο «Νιώσε σαν γυναίκα, φόρα ένα φόρεμα», είχε πουλήσει πάνω από 5 εκατομμύρια φορέματα καθιστώντας την εταιρεία της μία από τις πιο επιτυχημένες στον χώρο της μόδας. Την ακολούθησαν εκατομμύρια «πραγματικές» γυναίκες, συμπεριλαμβανομένης της Όπρα Γουίνφρεϊ, η οποία παραδέχεται στο ντοκιμαντέρ: «Έβαλα στην άκρη όλα τα χρήματα από την πρώτη μου δουλειά ως ρεπόρτερ για να αγοράσω ένα φόρεμά της». «Η απήχηση που είχε ήταν καταπληκτική. Δεν μπορούσα να το πιστέψω», αναφέρει.
Ωστόσο, η πορεία της DVF δεν ήταν χωρίς προκλήσεις. Με το κατάστημα-ναυαρχίδα της και την έδρα της στην περιοχή Meatpacking District της Νέας Υόρκης, η εταιρεία ανέπτυξε ένα παγκόσμιο δίκτυο διανομής σε περισσότερες από 100 χώρες στη Βόρεια και Νότια Αμερική, στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και την περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού. Το 1983 η εταιρεία της αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και η ίδια αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τη στρατηγική της. Το 1993 η Νταϊάν μπήκε στο νεοσύστατο εμπορικό κανάλι QVC στις ΗΠΑ. Τα φορέματά της εξαντλήθηκαν μόλις σε δύο ώρες! Με σκληρή δουλειά, επιμονή και νέο συμβούλιο μετόχων, συμπεριλαμβανομένων της κόρης της και της εγγονής της Ταλίτα, κατάφερε να ανακάμψει και να επανέλθει δυναμικά. Το 2005 έλαβε το βραβείο Lifetime Achievement Award από το Συμβούλιο Σχεδιαστών Μόδας της Αμερικής (CFDA) για την επιρροή της στο χώρο. Τώρα, ως πρόεδρος του συμβουλίου, αφιερώνεται στην προώθηση ανερχόμενων ταλέντων και έχει αυξήσει τα μέλη του οργανισμού σε περισσότερα από 500.
Το 2010 καθιέρωσε τα βραβεία DVF Awards με το Diller – von Furstenberg Family Foundation, το οποίο διευθύνει με τον σύζυγό της, τον μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης Μπάρι Ντίλερ, για να τιμήσει και να παρέχει επιχορηγήσεις σε γυναίκες που έχουν επιδείξει ηγετική ικανότητα, δύναμη και θάρρος στη δέσμευσή τους να κάνουν τον κόσμο καλύτερο, όπως η Γκλόρια Στάινεμ και η Ρουθ Μπέιντερ-Γκίνσμπεργκ. Το 2014, το εμβληματικό φόρεμα wrap, που φέτος κλείνει μισό αιώνα ύπαρξης, γιορτάστηκε με την έκθεση «Το Ταξίδι ενός Φορέματος» στο Λος Αντζελες, ενώ βρήκε πλέον τη θέση του στο Εθνικό Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας του Smithsonian.
Μία αληθινά δύσκολη στιγμή ήρθε το 2020: λόγω της πανδημίας του COVID-19 η καταξιωμένη σχεδιάστρια μόδας κήρυξε πτώχευση στην Ευρώπη και έκλεισε 18 από τα 19 καταστήματά της στην Αμερική.
Πώς μπορεί να περιγράψει κανείς μια τέτοια γυναίκα; Για άλλη μία φορά, η απάντηση έρχεται από την ίδια. «Όταν μεγαλώνεις, μπορείς να λες τα πάντα! Μία από τις φράσεις που χρησιμοποιούνται για μένα σε αυτή την ταινία είναι: “Δεν απολογείται για τίποτα”. Είχα πάντα την ευθύνη των αποφάσεων στη ζωή μου». Το φιλμ δεν είναι μια αγιογραφία ούτως ή άλλως. Η Νταϊάν ερωτευόταν διάφορους άνδρες σε τακτική βάση, ενώ η σχέση με τα παιδιά της ήταν μάλλον προβληματική. Σε μία σκηνή θυμάται το θάνατο του πρώην συζύγου της από επιπλοκές του AIDS το 2004, ενώ σε ένα άλλο πλάνο διαβάζει ένα «όχι και τόσο κολακευτικό γράμμα» που της έγραψε η έφηβη τότε κόρη της.
Ξεκίνησε μία σειρά από αρώματα, έναν εκδοτικό οίκο, αλλά to brand έγινε βορά στα χέρια επιτήδειων χωρίς τη δημιουργική της συμβολή. Διαγνώστηκε με καρκίνο, αλλά αυτό δεν την επιβράδυνε καθόλου. «Ήταν και είναι μονομάχος», δηλώνει η συγγραφέας και στενή φίλη της Φραν Λίμποβιτς. Οπως λέει η ίδια η Νταϊάν: «Έζησα μια πολύ γεμάτη ζωή. Δεν ξέρω γιατί, αλλά χρησιμοποίησα τον εαυτό μου, τις εμπειρίες μου ως καμβά, καθώς συνέχισα να ζω και να μοιράζομαι. Και έκανα λάθη, και είχα τα πάνω και τα κάτω μου, όπως όλοι. Αλλά είναι το ταξίδι της ζωής μου, και το να μοιράζεσαι το ταξίδι, αν το μοιράζεσαι με ειλικρίνεια, μπορεί να γίνει έμπνευση για τους άλλους».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Marie Claire Σεπτεμβρίου 2024. Φωτογραφίες: AFP, ALAMY/VISUALHELLAS.GR, GETTY IMAGES/IDEAL IMAGE