Από τη Βιβή Μωραΐτου
Εφευγαν. Με το τρένο. Μες στη φτηνή τους βαλίτσα ίσα-ίσα μια αλλαξιά. Μέσα στο νου τους φόβος. Για τον άγνωστο τόπο, την άγνωστη γλώσσα, τα άγνωστα πρόσωπα. Τυχερές όσες δεν αποχωρίζονταν παρά μονάχα ένα τσακισμένο από την Κατοχή και τον Εμφύλιο φτωχοχώρι και όχι τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Γιατί ήταν και οι άλλες. Όσες έφευγαν με πόνο, θλίψη και αγωνία για τα παιδιά που άφηναν πίσω. Κι ας είχαν πάρει τη σκληρή απόφαση του φευγιού για εκείνα, για να τους προσφέρουν καλύτερη ζωή και μέλλον με περισσότερες ευκαιρίες. Και ήταν πολλές αυτές οι μανάδες.
Τόσες, που το 1974 έγιναν τραγούδι από τον Γιάννη Μαρκόπουλο με τη φωνή της Βίκυς Μοσχολιού και τους στίχους του Γιώργου Σκούρτη: «Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω/έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω. Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε/τα τρένα που ‘ναι στο σταθμό πού πάνε».
Γι’ αυτές τις μανάδες έρχεται να μιλήσει το ντοκιμαντέρ της Κωστούλας Τωμαδάκη, «Η Μητέρα του Σταθμού», που στη χώρα μας θα προβληθεί για πρώτη φορά στις 7 Μαρτίου στο Τμήμα Ανοιχτοί Ορίζοντες του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ενώ έχει ήδη αποσπάσει 7 βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ.
Το τίμημα
Η βραβευμένη δημοσιογράφος Ελεωνόρα Ορφανίδου, το κοριτσάκι που εικονίζεται στην αφίσα του ντοκιμαντέρ, δεν ήταν από τα παιδιά που έμειναν πίσω. Για τη Γερμανία είχε φύγει πρώτος ο πατέρας της κι εκείνη ήταν καρπός μιας από τις επισκέψεις του στην Ελλάδα. Ηταν, όμως, ο μεγαλύτερος αδελφός της που δεν ακολούθησε τη δική του μητέρα του σταθμού και την 4χρονη αδερφή του, όταν ήρθε η ώρα να φύγει η υπόλοιπη οικογένεια για τη Στουτγκάρδη. Το ότι αναγκάστηκε να τον «εγκαταλείψει», όπως έλεγε, τα λίγα χρόνια που έλειψε, ήταν μια ενοχή που η Καλλιόπη Ορφανίδου δεν ξεπέρασε ποτέ.
«Η μητέρα μου στην αρχή χρειάστηκε να αποχωριστεί τον άντρα της. Ηταν νέα, όμορφη, με έναν όμορφο άντρα και είχαν ένα γιο στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού. Ηταν ένα σοκ γι’ αυτήν η ζωή χωρίς τον μπαμπά μου. Αναλάμβανε ρόλους για τους οποίους δεν είχε πρότυπο. Οσο προσαρμοζόταν σε αυτόν το ρόλο, τόσο ανεπαρκές φαινόταν το σχέδιο, ειδικά όταν ήρθα εγώ στη ζωή. Για ακόμη μία φορά η οικογένεια έπλεε σε μια ασταθή θάλασσα και ελήφθησαν νέες αποφάσεις. Θα μετακομίζαμε όλοι στη Γερμανία», διηγείται σήμερα για λογαριασμό της μητέρας της η Ελεωνόρα, που συμμετέχει στην ταινία αντ’ αυτής, αφού η κυρία Καλλιόπη έχασε το «αφηγηματικό της χάρισμα καθώς υποφέρει από διαταραχή μνήμης. Αποφάσισα να γίνω η φωνή της και να μιλήσω για τη μεγάλη περιπέτεια που την καθόρισε. Την ιστορία της μετανάστευσής της στην τότε Δυτική Γερμανία, στην οποία ακολούθησε για λίγα χρόνια τον πατέρα μου», εξομολογείται στο Marie Claire.
«Αλλά ο αδελφός μου, παιδί ήδη στην εφηβεία, αντέδρασε σθεναρά. Δεν υπήρχαν ελληνικά γυμνάσια τότε -μέσα της δεκαετίας του ’70- στην περιοχή διαμονής του μπαμπά μου και το παιδί έμεινε με τους παππούδες. Αυτό ήταν το τίμημα που πλήρωσε η μητέρα μου. Για τον αδελφό μου, τι να πω, ήταν το παιδί που έμεινε πίσω. Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα οι δυο τους έχουν έναν ιδιαίτερο δεσμό, καλλιεργημένο ίσως από τον κοινό πόνο, το κενό, τη χαμένη τους αθωότητα».
Και για τον πατέρα της ποιο ήταν το τίμημα; «Ξεκάθαρα ήταν “20 χρόνια μοναξιάς” για να παραφράσω τον Μάρκες. Ενιωθε ότι “έχανε” εμάς, ότι απομακρυνόταν από τους φίλους του, ότι επέστρεφε κάθε φορά σε διαφορετική Ελλάδα. Γινόταν ξένος.
Η εμπειρία του χωρίς παιδιά, η εμπειρία μου χωρίς πατέρα είναι τραύματα που δεν επουλώθηκαν ποτέ. Εφυγε για να αλλάξει τη ζωή του και να μας δώσει την ευκαιρία να φτιάξουμε τη δική μας με καλύτερους όρους. Για να έχω τη ζωή που επέλεξα και όχι τη ζωή που μου έτυχε. Για τις πολλές, καλές σπουδές μου, για το επάγγελμά μου και τον τρόπο που το ασκώ, για τη δυνατότητά μου να επιλέγω, να απορρίπτω, να μην αναγκάζομαι».
Αυτή είναι και η μεγάλη ανταμοιβή, το ισοζύγιο για όσα έχασαν αυτοί οι γονείς που ένιωσαν περήφανοι που ο στόχος είχε επιτευχθεί και ότι πλήρωσαν με το παραπάνω το χρέος τους στην επόμενη γενιά.
Φιλοξενούμενες-«τεμάχια»
«Δυο-τρία χρόνια το πολύ…», τόσο πίστευαν ότι θα έλειπαν από την πατρίδα οι καραβιές των μεταναστών και μεταναστριών, που έφυγαν Gastarbeitern, δηλαδή φιλοξενούμενοι εργάτες, φθηνά χέρια, αναγκαία για να συμβεί το λεγόμενο «γερμανικό θαύμα», η ραγδαία οικονομική ανάκαμψη και βιομηχανική ανάπτυξη της Γερμανίας ύστερα από τη συντριβή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το fabrik όλες αυτές οι ψυχές θα αποκαλούνταν ωμά ως «τεμάχια».
Το μεταναστευτικό κύμα, που άδειασε κυριολεκτικά τα χωριά της ελληνικής υπαίθρου και πλήγωσε κυρίως τη Βόρεια Ελλάδα, ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 και γιγαντώθηκε το ’60 και το ’70 με την υπογραφή της ελληνογερμανικής Σύμβασης «Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις», η οποία εγκαινιάστηκε στις 30 Μαρτίου του 1960.
Η οδηγία από εργοδότες όπως οι Bosch, Siemens, BMW και η Porzellan Fabrik ήταν να επιλέγεται για τις φάμπρικες «καλό ανθρώπινο υλικό», αποκλειστικά υγιή, νεαρά άτομα με γερά άκρα, ώστε να αντεπεξέρχονται στη σκληρή δουλειά και στις βάρδιες των εργοστασίων. Τα γραφεία των Εν Ελλάδι Γερμανικών Επιτροπών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη θύμιζαν, σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων των επιτρόπων, σύγχρονα σκλαβοπάζαρα εκτελώντας εξονυχιστικούς ιατρικούς -και όχι μόνο- ελέγχους πριν βεβαιώσουν την «καταλληλότητα» εκατοντάδων χιλιάδων «τεμαχίων».
Η Ελλάδα ήταν η πρώτη από τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με ανάλογη σύμβαση που έστειλε στη Γερμανία γυναίκες χωρίς τους συζύγους τους για να δουλέψουν κυρίως σε κλωστοϋφαντουργίες και βιομηχανίες ηλεκτρικών ειδών. Με κακοπληρωμένα, ετήσια συμβόλαια και τα έξοδα του πολυήμερου ταξιδιού καλυμμένα από την επιχείρηση, νέες γυναίκες, μη γνωρίζοντας λέξη γερμανικά, ξεριζώνονταν από τη μια στιγμή στην άλλη από τα σπίτια τους για μπουν πέντ’-έξι μαζί στο ίδιο δωμάτιο κάποιου heim (εστίας) της Χαϊδελβέργης, του Γκέπινγκεν, του Μάνχαιμ ή του Μονάχου με τον χιλιοτραγουδισμένο σταθμό.
Οι σκηνές αποχωρισμού στις αποβάθρες απ’ όπου αναχωρούσαν οι αμαξοστοιχίες «Ελλάς Εξπρές» και «Ακρόπολις Εξπρές» είναι ανεξίτηλα χαραγμένες ακόμα και στους απλούς παρατηρητές. Αν εκείνο τον πρώτο, καθοριστικό χρόνο ανταποκρίνονταν επαρκώς στις εργασιακές απαιτήσεις, οι Ελληνίδες μετανάστριες αποκτούσαν το δικαίωμα να αλλάξουν δουλειά και πόλη και με τη συναίνεση του εργοδότη τους να κάνουν πρόσκληση στον σύζυγό τους. Αλλιώς, απελαύνονταν.
«Φανταστείτε τη μάνα, όπως η κυρία Βασιλική ή η κυρία Αγάπη, που πρέπει να αφήσει τα παιδιά της, στην Προσοτσάνη και στο Μαυρονέρι, για να δουλέψει στις φάμπρικες της Γερμανίας. Ξέρεις τι είναι να φεύγεις, να αποχαιρετάς τα παιδιά σου, ξέροντας ότι θα κάνεις μήνες να τα δεις και η μόνη επικοινωνία να είναι τα γράμματα και το μοναδικό τηλέφωνο στο καφενείο του χωριού;», λέει η σκηνοθέτις του ντοκιμαντέρ Κωστούλα Τωμαδάκη, μιλώντας για τις πρωταγωνίστριές της.
«Συγκλονίστηκα βλέποντας τα φιλμάκια που τραβούσε ο πατέρας της Παναγιώτας Αϊνατζή -και την ευχαριστώ-, στα οποία αποτυπώνεται η ζωή στην ξενιτιά αλλά και στο χωριό με τη γιαγιά και τα παιδιά. Είδα ξανά και ξανά τις φωτογραφίες της Ελενας Αρτζανίδου, που προσπάθησε να κρατήσει τις ρίζες της, πιασμένη χεράκι με τον αδελφό της πηγαίνοντας σχολείο, τις βόλτες της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου στην αγκαλιά της μάνας, που δεν προλάβαινε να χορτάσει, σε κάποιο πάρκο του Μονάχου.
Θυμάμαι τα καλοκαίρια των διακοπών στο χωριό της μητέρας μου, λίγο έξω από τα Καλάβρυτα και την εικόνα των παιδιών που ήταν λίγο απόμακρα και όλοι τα φώναζαν “Γερμανάκια”. Κάποια από αυτά μόλις τελείωνε το καλοκαίρι ξαναγύριζαν με τους γονείς τους στη Γερμανία, αλλά κάποια έμεναν στο χωριό με τον παππού και τη γιαγιά. Το παιδικό μου μυαλό δεν μπορούσε να χωρέσει πώς οι άνθρωποι ζούσαν μακριά από τα παιδιά τους».
Αυτές οι μνήμες της «συνδέθηκαν με την επικαιρότητα και την κρίση του 2010 όταν νέοι επιστήμονες τα μάζεψαν και αναζήτησαν καλύτερη τύχη σε χώρες, όπως η Γερμανία αλλά και με το μυθιστόρημα της Ελισάβετ Παπαδοπούλου “Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας”» (εκδ. Καστανιώτη), με αποτέλεσμα η Κωστούλα να πάρει την απόφαση να ασχοληθεί με το πικρό αυτό θέμα.
Τρεις φορές «αόρατες» και τριπλά δυνατές
Οπως επισημαίνει στο ντοκιμαντέρ «Η Μητέρα του Σταθμού», ο οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και συγγραφέας Λόης Λαμπριανίδης, οι Ελληνίδες μετανάστριες βίωναν μια τριπλή αορατότητα: ήταν γυναίκες, ξένες και χαμηλού κοινωνικού στάτους. Σαν αόρατες αντιμετωπίζονταν οι ξενιτεμένες εξαιτίας της άγνοιας της γλώσσας και εν γένει του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, που τις καταδίκαζε σε υπαμειβόμενες εργασίες ρουτίνας.
Αν και η ταινία της πραγματεύεται αυτή την τριπλή αορατότητα, η Κωστούλα Τωμαδάκη δεν της έδωσε τον τίτλο «Αόρατη Μητέρα», επειδή, όπως λέει, για εκείνη «όλες αυτές οι γυναίκες ήταν μπροστά στα μάτια μου και στην καρδιά μου. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν αόρατες. Ορθωσαν το ανάστημά τους για να ζήσουν αυτές και τα παιδιά τους σε έναν καλύτερο κόσμο».
Τι ήταν, όμως, εκείνο, που τις κράτησε όρθιες; Τι ενίσχυσε τις άμυνες και το πείσμα τους να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες της ξενιτιάς; Να υπομείνουν την απόσταση, τη νοσταλγία, την υποτίμηση, τον ρατσισμό;
«Γυναίκες σαν τη μητέρα μου μεγάλωσαν σε περιβάλλοντα σκληρά, σε εποχές όπου το παιδί δεν ήταν βασιλιάς, αλλά πιόνι στην οικογενειακή σκακιέρα και βεβαίως εντός της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής πολιτικής πραγματικότητας», απαντά η Ελεωνόρα Ορφανίδου.
«Μετανάστευες ή στην Αθήνα ή στη Γερμανία, την Αμερική, την Αυστραλία αν ονειρευόσουν να μην είσαι για πάντα φτωχός. Αυτό ήταν το δικό σου “αμερικανικό όνειρο”. Υπήρχε λοιπόν ήδη μια προσωπικότητα που είχε γαλουθηθεί στο απροσδόκητο, στο απρόβλεπτο, στη δυσκολία όταν αυτές οι γυναίκες ήρθαν αντιμέτωπες με το δίλημμα χειρότερη ζωή εδώ ή καλύτερη ζωή στον μεταναστευτικό τόπο. Και απλώς πήραν το τρένο…».
Οι ελληνικές κοινότητες με την αλληλεγγύη, τις γιορτές και τα γλέντια με τη φωνή του Καζαντζίδη, οπωσδήποτε έπαιξαν ρόλο. Οι σύλλογοι, που πολύ γρήγορα δημιούργησε η πρώτη γενιά μεταναστών και το 1965 συνενώθηκαν κάτω από την ομπρέλα της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων (που ιδρύθηκε στη Στουτγκάρδη, διεκδικώντας, μεταξύ άλλων, ελληνόφωνα σχολεία για τα παιδιά τους), βοήθησαν στο να μείνουν οι μετανάστες σε επαφή με τη ρίζα τους και ήταν σημαντική ηθική στήριξη και παρηγοριά.
«Η μητέρα μου πέρασε όμορφα στη Γερμανία και τη νοσταλγούσε πάντα! Δεν ήθελε να επιστρέψουμε (ο πατέρας μου επέμενε, για να μεγαλώσουμε με τα αδέλφια μου εδώ –και τελικά το μετάνιωσε). Της άρεσε η Γερμανία και είχε μεγάλο κοινωνικό κύκλο. Οι γονείς μου είχανε φίλους πολλούς και θυμάμαι πάντα το σπίτι μας ανοιχτό. Υπήρχε αλληλεγγύη στην ελληνική κοινότητα, αλλά πρέπει να τονίσω πως υπήρχαν και Γιουγκοσλάβοι, Ιταλοί και Τούρκοι φίλοι! Οταν πια φεύγαμε, η Γερμανίδα σπιτονοικοκυρά αγκάλιασε τη μητέρα μου και κλαίγανε μαζί», διηγείται η Μαρία Κουκουβίνου, που στη Μεταπολίτευση επέστρεψε, προς μεγάλη της απογοήτευση, στη γενέτειρα του πατέρα της, τη Λαμία.
«Αποφάσισα να διηγηθώ την ιστορία μου στο ντοκιμαντέρ γιατί το τι είμαι σήμερα το οφείλω κατά πολύ στη γερμανική παιδεία και στο ότι έζησα εκεί την παιδική μου ηλικία. Και μην ξεχνάμε: η μόνη μας πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια».
«Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στη Γερμανία. Ο πατέρας μου προερχόταν από οικογένεια μαστόρων και το 1961, ως διέξοδο στην ανεργία, μπήκε στο τρένο για το Ράβενσμπουργκ, μια μικρή πόλη του γερμανικού Νότου για να δουλέψει οικοδομή.
Η μητέρα μου ήταν από την Κρήτη, από το χωριό Αγ. Βαρβάρα του Νομού Ηρακλείου. Η οικογένειά της ήταν αγροτική και μητριαρχική, καθώς είχε χάσει τον πατέρα της αμέσως μετά τον πόλεμο. Για εκείνην ήταν επανάσταση που έφυγε μόνη της το 1963 και πήγε στη Γερμανία για δουλειά. Εγκαταστάθηκε σε μια εστία όπου οι περισσότερες κοπέλες ήταν Ισπανίδες, όμως αυτό τη βοήθησε να μάθει γρήγορα τα γερμανικά.
Παντρεύτηκαν το 1964 κι εγώ γεννήθηκα το 1965. Στο Λόιτκιρχ δούλευαν σε κλωστοϋφαντουργείο σε πολύ δύσκολες συνθήκες – πολύς θόρυβος και κακός αέρας με αιωρούμενα σωματίδια από κλωστές και χνούδια. Οταν ήμουν 3-4 χρόνων, πήγαμε στο Μπλάιχαχ στις Βαυαρικές Αλπεις για να εργαστούν στην Bosch, όπου ήταν πολύ καλύτερες οι συνθήκες.
Αν και θυμάμαι τη μαμά μου εργαζόμενη με τρία παιδιά και χωρίς καμία βοήθεια, να δουλεύει διαφορετική βάρδια με τον πατέρα μου, πέρα από τη βασική δυσκολία να μάθει τη γλώσσα, δεν ανέφερε ποτέ άλλες. Μην ξεχνάμε πως ήταν νέοι, όπου όλα είναι ή φαίνονται πιο εύκολα», εξηγεί η Μαρία Κουκουβίνου.
«Οσες φορές και να δω την ταινία, εκείνο που διακρίνω στο βλέμμα των μεταναστριών της πρώτης γενιάς είναι μια φλόγα, η τεράστια δύναμη που έχουν στην καρδιά τους και αντανακλάται στο πρόσωπο, στα μάτια τους, στο χαμόγελό τους», επιβεβαιώνει η Κωστούλα Τωμαδάκη.
Χωρίς αμφιβολία ήταν αποφασισμένες να τα καταφέρουν.
Τα παιδιά-βαλίτσα
Η φωνή της Βασιλικής Ζάμβα δεν ραγίζει στιγμή στο φιλμ όταν διηγείται πώς άφησε την Προσοτσάνη για κάποιο καπνομάγαζο κι έπειτα για ένα ραφείο της Δράμας και με τις δουλειές να λιγοστεύουν («έπρεπε κάτι να κάνουμε») πώς μπήκε 20χρονο κορίτσι στο τρένο Θεσσαλονίκη – Αθήνα την Πρωτομαγιά του ’62 , πώς επιβιβάστηκε στον Πειραιά με πολλές συνομήλικές της στο ντιζελόπλοιο «Κολοκοτρώνης» για Μπρίντιζι και από εκεί στο τρένο για Στουτγκάρδη. Δεν ραγίζει ούτε όταν λέει πώς καλούσε στης γειτόνισσας, που είχε τηλέφωνο, για να μαθαίνει τι κάνει η πρωτότοκη κόρη της Παναγιώτα Αϊνατζή, που είχε ξεμείνει στη Θεσσαλονίκη με τη γιαγιά. Λες κι όλα αυτά συνέβησαν στη ζωή κάποιας άλλης.
Ραγίζει όμως η φωνή της Παναγιώτας που κατέληξε παιδί-βαλίτσα από τη γέννησή της κιόλας. Οι γονείς της γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν στην ξενιτιά. Η μητέρα της κατέβηκε για να γεννήσει το πρώτο της μωρό στην Ελλάδα και το άφησε με τη γιαγιά. Ευτυχώς, σε 4 μήνες, γιαγιά και εγγονή πήγαν κι αυτές στη Γερμανία.
Με την προοπτική της παλιννόστησης, στη ΣΤ’ Δημοτικού η Παναγιώτα και η μικρότερη αδελφή της φεύγουν με τη γιαγιά για Θεσσαλονίκη. Ενα χρόνο αργότερα, τα κουράγια της γιαγιάς φθίνουν και οι γονείς αφήνουν στην Ελλάδα μόνο την Παναγιώτα, που ξεκινούσε το Γυμνάσιο. Αλλωστε ακόμα δεν υπήρχαν ελληνικά Γυμνάσια και Λύκεια για τα παιδιά των μεταναστών. Θα ιδρύονταν λίγο καιρό αργότερα. Όμως αυτός ο ενάμισης χρόνος που μεσολάβησε ήταν πολύ δύσκολος για το έφηβο κορίτσι. Με την επικοινωνία ακριβή και δύσκολη να πολλαπλασιάζει την απόσταση, η έλλειψη της υπόλοιπης οικογένειας ήταν για την Παναγιώτα τόσο αισθητή που όποτε περνούσε από το περίπτερο της γωνίας που είχε τηλέφωνο, κοιτούσε με παράπονο τη συσκευή.
Τελικά, στα μέσα της Γ’ Γυμνασίου γύρισε στη Στουτγκάρδη για να τελειώσει το Λύκειο. Κι έπειτα φοιτήτρια Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης είδε τους γονείς της, ύστερα από 25 χρόνια, να παίρνουν την απόφαση της οριστικής επιστροφής.
Οι ιστορίες γυναικών του ντοκιμαντέρ, που είχε τη στήριξη του ΕΛΚΕ και της ΕΡΤ, είναι πολλές και αρκετές αφορούν το brain drain του 2008-2017, που προκάλεσε η οικονομική κρίση. Αν και χωρίς promotion «Η Μητέρα του Σταθμού» έχει κερδίσει πολλές διακρίσεις και προκάλεσε αίσθηση στα 22 διεθνή φεστιβάλ όπου συμμετείχε.
Κάναμε πρεμιέρα στην Ινδία, στο Mumbai International Film Festival, και ειλικρινά δεν περίμενα ότι θα άγγιζε τόσο πολύ το κοινό ο ξεριζωμός των Ελληνίδων γυναικών. Θερμή ήταν η υποδοχή στο Sydney Australian Film Festival, όπου κέρδισε Honorable Mention και είχα πάρα πολλά μηνύματα και γράμματα από ομογενείς. Στην ευρωπαϊκή πρεμιέρα στο Capri, Hollywood -The International Film Festival ανάμεσα στους θεατές ήταν Ιταλίδες μετανάστριες που είχαν πάει την ίδια περίοδο στη Γερμανία.
Ηταν καθηλωτική η πρεμιέρα στο Ukrainian Dream Film Festival, τη νύχτα που η μισή Οδησσός ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι. Έκπληξη και μεγάλη χαρά αποτέλεσαν τα βραβεία από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στο Hollywood Gold Awards, το Awards Winner, στα Boston Independent Film Awards, το Gold Award, στο Hollywood Independent Filmmaker Awards & Festival, το πρόσφατο Award of Merit, στα Impact Docs Awards, όπου διαγωνίζεσαι με ταινίες δημιουργών που έχουν κερδίσει Οσκαρ και Εmmyμ καμαρώνει δικαίως η Κωστούλα.
«Πιστεύω ότι αυτό που συγκίνησε το διεθνές κοινό και τις επιτροπές ήταν η δύναμη αυτών των γυναικών και η βαθιά επιθυμία να μην είναι πια “αόρατες”».