Ο Roman Polanski γεννήθηκε στο Παρίσι από Πολωνούς γονείς που επέστρεψαν στην Πολωνία λίγο πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ξεκίνησε την καριέρα του ηθοποιός όντας ακόμα παιδί και λίγο μετά εισήχθη στην Εθνική Σχολή Κινηματογράφου της Πολωνίας στη Λοτζ, όπου σκηνοθέτησε τις πρώτες του μικρού μήκους ταινίες – συμπεριλαμβάνοντας τα «Two Men and a Wardrobe» και «The Mammals» που διακρίθηκαν σε αρκετά διεθνή φεστιβάλ. Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους ταινία «Μαχαίρι στο Νερό» (1962) κέρδισε το βραβείο των κριτικών στο Φεστιβάλ της Βενετίας και πήρε υποψηφιότητα για Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία στα βραβεία Όσκαρ.
Το 1968, η ταινία του «Το Μωρό της Ρόζμαρι» αποτέλεσε την πρώτη του δουλειά στο Χόλυγουντ. Υπήρξε τεράστια εισπρακτική επιτυχία και αποθεώθηκε από τους κριτικούς και ο ίδιος έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου. Το 1975, με την ταινία του «Τσαϊνατάουν» κέρδισε Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Σκηνοθέτη και συγκέντρωσε 11 υποψηφιότητες στα βραβεία Όσκαρ.
Το βιογραφικό του περιλαμβάνει πολλές ακόμα ταινίες αλλά πριν φύγει το 2019 ετοίμασε ακόμα μία. Σκηνοθετεί τους Jean Dujardin, Louis Garrel, Emmanuelle Seigner και Grégory Gadebois σε μια μοναδική ταινία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που δίχασαν τη Γαλλία στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ταινία πήρε στο 76ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας τον Αργυρό Λέοντα και το βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου. Μιλώντας στον Pascal Bruckner ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης αποκαλύπτει όλα όσα θα θέλαμε να ξέρουμε για την ταινία “J’accuse” που κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες από 1 Ιανουραίου με τον τίτλο “Κατηγορώ…!”
Mπορείς να μου εξηγήσεις την επιθυμία σου να κάνεις μια ταινία για την Υπόθεση Ντρέιφους, για το συμβολικό σημείο καμπής που αναπαριστά στην ιστορία της Γαλλίας και της Ευρώπης;
Οι μεγάλες ιστορίες συχνά κάνουν σπουδαίες ταινίες και η Υπόθεση Ντρέιφους είναι μια εξαιρετική ιστορία. Η ιστορία ενός ανθρώπου που κατηγορείται αδίκως είναι πάντα ένα συναρπαστικό θέμα, είναι όμως και αρκετά επίκαιρο θα έλεγα με την αύξηση του αντισημιτισμού.
Ποια είναι η προέλευση της ταινίας;
Όταν ήμουν νέος, είδα την αμερικάνικη ταινία «Η Ζωή του Εμίλ Ζολά» και με ταρακούνησε η σκηνή που ο λοχαγός Ντρέιφους ατιμάζεται. Ακόμα και τότε, έλεγα στον εαυτό μου πως μια μέρα θα κάνω πιθανώς μια ταινία για αυτή την τρομερή ιστορία.
Αντιμετώπισες έναν αριθμό από υποχωρήσεις πριν κάνεις την ταινία. Η πρώτη ήταν σε ποια γλώσσα θα την κάνεις, από τη στιγμή που οι πρώτοι παραγωγοί που συζήτησες μαζί τους ήθελαν να τη γυρίσεις στα αγγλικά.
Όταν πρότεινα το project πριν από επτά χρόνια σε κάποιους φίλους και συνεργάτες, ήταν πολύ ενθουσιασμένοι με την ιδέα, όμως μου είπαν ότι η ταινία ήταν σημαντικό να γυριστεί στα αγγλικά ώστε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση από διεθνείς διανομείς, ειδικά στην Αμερική. Είναι αλήθεια πως οι αμερικάνικες ταινίες που εκτυλίσσονται στη Γαλλία γυρίζονται κατά κανόνα στα αγγλικά – πράγματι και η ταινία «Η Ζωή του Εμίλ Ζολά» είναι απόδειξη αυτού. Οι ταινίες ήταν πιο εύκολες στο να πουληθούν στην παγκόσμια αγορά. Ακόμα και ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ γύρισε την ταινία του «Σταυροί στο Μέτωπο», που αναφέρεται στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα αγγλικά. Προσωπικά, όμως, πιστεύω πως δεν θα μπορούσα να δω όλους αυτούς τους Γάλλους στρατηγούς να μιλάνε αγγλικά. Το σημερινό κοινό είναι περισσότερο μορφωμένο και πρόθυμο να παρακολουθήσει ταινίες και σειρές στην πρωτότυπη γλώσσα τους με υπότιτλους.
Ο Άλεν Γκόλντμαν τελικά προσφέρθηκε να κάνει την παραγωγή της ταινίας στα γαλλικά.
Ναι, πολύ σωστά. Πέρσι, τον Ιανουάριο του 2018, ο Άλεν Γκόλντμαν προσφέρθηκε να κάνει την παραγωγή της ταινίας στα γαλλικά. Φυσικά και ήμουν πολύ ενθουσιασμένος! Ήταν η αρχή της μεγάλης μας αυτής περιπέτειας. Ξεκινήσαμε το Νοέμβριο του 2018. Και τώρα είμαστε εδώ!
Πώς δούλεψες σε αυτή την ταινία;
Ο Ρόμπερτ Χάρις και εγώ είχαμε μόλις τελειώσει την ταινία μας «Ο Αόρατος Συγγραφέας». Ο Ρόμπερτ ήταν πολύ ενθουσιασμένος με την ιδέα και έτσι σύντομα αρχίσαμε να δουλεύουμε. Στην αρχή, μας ήταν προφανές πως πρέπει να πούμε την ιστορία από την πλευρά του Ντρέιφους, αλλά σύντομα ανακαλύψαμε πως αυτό δεν θα λειτουργούσε σωστά: όλη η δράση, με τους πολλούς χαρακτήρες και τις ανατροπές, συνέβαινε στο Παρίσι ενώ ο κεντρικός μας χαρακτήρας βρίσκεται εγκλωβισμένος στο Νησί του Διαβόλου. Η μοναδική ιστορία που μπορούσαμε να πούμε τότε ήταν για το πόσο υπέφερε εκεί. Προσπαθούσαμε να λύσουμε το πρόβλημα για πολύ καιρό και τελικά, ύστερα από δουλειά ενός χρόνου, ο Ρόμπερτ βρήκε τη λύση στο δίλημμά μας: το καλύτερο ήταν να αφήσουμε τον Ντρέιφους στη νήσο και να διηγηθούμε την ιστορία από τη σκοπιά του συνταγματάρχη Πικάρ, ενός από τους βασικούς χαρακτήρες της ιστορίας. Έπρεπε όμως και να βγάλουμε τα προς το ζην, γι’ αυτό και αποφασίσαμε να την βάλουμε προσωρινά στο συρτάρι μας ενώ έκανα στο μεταξύ μια άλλη ταινία και ο Ρόμπερτ έγραψε ένα μυθιστόρημα σχετικά με την Υπόθεση Ντρέιφους. Δούλεψε πάνω στο θέμα για περίπου ένα χρόνο και το βιβλίο του «An Officer and A Spy» (ο γαλλικός του τίτλος «D.», είναι ασαφής), βασίζεται σε εκτεταμένη ιστορική έρευνα, πολύ σύντομα έγινε μπεστ-σέλερ. Εν τω μεταξύ, ολοκλήρωσα την ταινία μου «Η Αφροδίτη με τη Γούνα» και όταν επιστρέψαμε στην ιστορία ξέραμε πια πως θέλαμε να την πούμε.
Πώς πήγε το κάστινγκ της ταινίας;
Ο Ζαν Ντιζαρντέν έμοιαζε τέλεια επιλογή για το ρόλο του Πικάρ. Μοιάζει εξωτερικά με αυτόν, έχει την ίδια ηλικία και είναι πάνω απ’ όλα θαυμάσιος ηθοποιός. Μια ταινία με τέτοια σημασία χρειάζεται έναν αστέρα και ο Ζαν Ντιζαρντέν είναι – δεν πήρε Όσκαρ για το τίποτα! Έτσι, υπήρξε φυσική επιλογή για εμάς, περιμέναμε απλώς να δούμε αν τον ενδιαφέρει. Πράγματι, ήταν πρόθυμος να το κάνει.
Άρα η επιλογή της αφήγησης ήταν να κάνετε το συνταγματάρχη Πικάρ τον βασικό χαρακτήρα της ταινίας. Την εποχή εκείνη, αυτός ο ανύπαντρος άντρας, που έχει ερωμένη (την υποδύεται η Εμανουέλ Σενιέ) παντρεμένη με υψηλόβαθμο στέλεχος, είναι ένας κοινωνικός απόκληρος και ένας «φυσικός αντισημιτιστής», όπως ακριβώς ήταν πολλοί άνθρωποι στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, είναι εκείνος που σώζει, χωρίς να το θέλει, το λοχαγό Ντρέιφους.
Ο Πικάρ είναι ένας συναρπαστικός και πολύπλοκος χαρακτήρας. Δεν είναι ενεργός αντισημίτης. Δεν συμπαθεί τους Εβραίους, αυτό όμως είναι κάτι που συμβαίνει λόγω παράδοσης και λιγότερο λόγω πίστης. Ως αξιωματικός της αντικατασκοπείας, όταν μαθαίνει πως ο Ντρέιφους είναι αθώος, παίρνει προσωπικά την υπόθεση και αποφασίζει να ανακαλύψει την αλήθεια. Όταν το λέει στους διοικητές του, εκείνοι τον προτρέπουν να σωπάσει: ο στρατός δεν μπορεί να κάνει τέτοια λάθη! Πέρα από το φιάσκο του 1870, ο Στρατός, όπως και η Εκκλησία, είναι ιερός. Δεν τον νοιάζει καθόλου εάν οι στρατιώτες νιώθουν τύψεις ή αντιμετωπίζουν ένα ηθικό δίλημμα: είναι πάνω από την Αλήθεια και τη Δικαιοσύνη.
Τι είναι αυτό που κάνει τον Πικάρ να διαψεύδει την επίσημη εκδοχή; Η αγνότητα των ηθικών του αρχών ή η υπακοή του στο στρατιωτικό ήθος;
Στην ταινία, υπάρχει μια αξιοθαύμαστη συνομιλία μεταξύ του Πικάρ και του ταγματάρχη Ανρί, βασικού του αντιπάλου. Ο Ανρί λέει: «Με διατάζεις να σκοτώσω έναν άνθρωπο και το κάνω. Μου λες πως πρόκειται για λάθος, λυπάμαι, αλλά δεν είναι δικό μου λάθος. Αυτό είναι του Στρατού». Σε αυτό απαντάει ο Πικάρ: «Μπορεί να είναι ο στρατός σου, ταγματάρχη, αλλά δεν είναι ο δικός μου». Αυτή η ανταλλαγή απόψεων αντανακλάει μια πραγματικότητα πολύ σχετική και με το σήμερα. Οι στρατιώτες υποχρεώνονται να σκοτώσουν για την πατρίδα τους. Αλλά εάν ένα έγκλημα διαπραχθεί εκ τούτου, δεν είναι υποχρεωμένοι να το καλύψουν.
Ο συνταγματάρχης Πικάρ βρίσκεται περίπου στην ίδια δύσκολη θέση με τον Ντρέιφους: φυλακισμένος, με εκτεθειμένη τη σχέση του και κατηγορούμενος για προδοσία από την άκρα δεξιά.
Επειδή επέλεξε να ακολουθήσει τη δική του συνείδηση και ανάγκη να μάθει την αλήθεια και όχι να υπακούσει στο στρατιωτικό ήθος. Αρχίζει με μια αμφιβολία όταν ανακαλύπτει ομοιότητες ανάμεσα στα γραπτά του Εστερχάζι και στο εξώφυλλο του σημειώματος που ανακτήθηκε από τη γερμανική πρεσβεία, το φερόμενο ως «λεπτομερές μνημόνιο», και ύστερα οι αμφιβολίες οδηγούν στην έρευνα. Ο Πικάρ συνεχίζει παρόλο που του είπαν να σταματήσει και καταλήγει στο να ανακαλύπτει περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία για την ενοχή του Εστερχάζι. Όσο περισσότερα ανακαλύπτει, τόσο περισσότερο γίνεται ανήσυχος για το μέγεθος του λάθους.
Ο πατέρας του φιλόσοφου Εμμανουέλ Λεβινάς (1906-1995), ένας Λιθουανός βιβλιοπώλης, τον προέτρεψε προφανώς να πάει στη Γαλλία, υποστηρίζοντας ότι «μια χώρα που μπορεί να καταστρέψει τον εαυτό της για την τιμή ενός ασήμαντου Εβραίου λοχαγού είναι μια χώρα στην οποία ένα ενάρετο άτομο πρέπει να πάει οπωσδήποτε».
Είναι αλήθεια, την εποχή εκείνη υπήρχαν εκείνοι που ήταν εχθροί του Ντρέιφους όπως υπήρχαν και σύμμαχοι του. Και στο τέλος ο Ντρέιφους αποδείχθηκε πως είναι αθώος. Έτσι, η Γαλλία τελικά βγαίνει σχετικά κερδισμένη από την υπόθεση, ακόμα και αν η υπόθεση επιλύθηκε ύστερα από δώδεκα χρόνια και σχεδόν οδήγησε την χώρα σε εμφύλιο πόλεμο.
Άλλη πρόκληση για την ταινία είναι να συστήσει την Υπόθεση Ντρέιφους σε νεότερους ανθρώπους οι οποίοι δεν την γνωρίζουν.
Αρχικά, όταν ρωτήθηκα για τα projects μου και είπα πως δούλευα πάνω στην Υπόθεση Ντρέιφους, όλοι πίστευαν πως είναι πολύ καλό. Όμως, σύντομα διαπίστωσα ότι λίγοι ήξεραν τι είχε συμβεί στ’ αλήθεια. Είναι ένα από εκείνα τα ιστορικά γεγονότα που όλοι νομίζουν πως ξέρουν ενώ την ίδια στιγμή αγνοούν την πραγματική ουσία.
Με όλο το σεβασμό, η ταινία είναι άκρως μορφωτική επειδή δίνει τη δυνατότητα σε όλους, συμπεριλαμβάνοντας εκείνους που δεν γνωρίζουν κάτι για την υπόθεση, να καταλάβουν την πολιτική και φιλοσοφική πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Πικάρ. Σχεδόν μοιάζει με αστυνομική ανάκριση.
Θα το παρομοίαζα και με θρίλερ! Η ιστορία λέγεται εντελώς υποκειμενικά. Το κοινό μοιράζεται κάθε βήμα της έρευνας με τον Πικάρ. Επιπλέον, όλα τα σημαντικά γεγονότα είναι αυθεντικά, όπως είναι πολλές από τις λέξεις που λέγονται, διότι έχουν βάση στα σημερινά δεδομένα.
Ένα ακόμα πράγμα που με εντυπωσίασε στην ταινία ήταν η κακή κατάσταση της γαλλικής υπηρεσίας αντικατασκοπείας εκείνη την εποχή, η μονάδα στατιστικών που οι πληροφοριοδότες παίζουν χαρτιά ενώ πίνουν αλκοόλ, ο θυρωρός μισοκοιμάται, η ασφάλεια μοιάζει να είναι άμοιρη και οι υπό διάλυση τεχνικοί πόροι μπορούν μονάχα να προκαλέσουν έκπληξη στο νέο κοινό. Υπάρχει ένα τεχνολογικό σοκ σε σύγκριση με αυτό που ξέρουμε σήμερα για την αντικατασκοπεία.
Και αυτό είναι επίσης αυθεντικό, και δίχως αμφισβήτηση έμοιαζε μοντέρνο τότε. Ήταν ο καιρός των πρώτων αυτοκινήτων, των πρώτων τηλεφώνων και των καμερών kodak! Και εδώ, η έρευνα του Ρόμπερτ Χάρις για το βιβλίο του ήταν εξαιρετικά πολύτιμη. Από την άλλη πλευρά, αυτή η τεχνολογική ύβρις προκάλεσε μερικούς επενδυτές, όπως ο περίτρανος ειδικός Μπερτιγιόν, να κάνουν θεμελιώδη λάθη και μετά να αρνούνται να αλλάξουν μυαλό.
Ένα αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο πρώτα δείχνει την ενοχή του Ντρέιφους και τελικά τον απαλλάσσει, είναι η ύπαρξη του λεπτομερούς μνημονίου.
Πρόκειται για ένα σχισμένο γράμμα, κλεμμένο από τον σκουπιδοτενεκέ στο γραφείο της στρατιωτικής αστυνομίας στη γερμανική πρεσβεία. Μέσα σε αυτό, ένας Γάλλος αξιωματικός προσέφερε να παρέχει στους Γερμανούς πληροφορίες για στρατιωτικά μυστικά, συμπεριλαμβάνοντας το όπλο 120. Ο γαλλικός στρατός ήταν πάρα πολύ ευαίσθητος σε αυτή τη διαρροή πληροφοριών από τότε που κρατούσε κρυφό ένα νέο μοντέλο, το όπλο 75, μια κάνη όπλου χωρίς ανάκρουση σχεδιασμένη να απορροφά τον κραδασμό της βολής, η οποία αποτελούσε μια σημαντική πρόοδο.
Υπάρχει η εχθρικότητα της κοινής γνώμης, του ταγματάρχη Ανρί που θέλει την θέση του Πικάρ, του στρατιωτικού προσωπικού, και υπάρχουν βέβαια όλοι αυτοί που θέλουν να βοηθήσουν τον Ντρέιφους, όπως ο Εμίλ Ζολά και ο Κλεμανσό.
Ο Ζολά υπήρξε εκείνος που έφερε την υπόθεση στο φως με το περίφημο του Κατηγορώ…!, μια επιστολή που έστειλε στον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας και δημοσίευσε στην εφημερίδα L’ Aurore. Χωρίς αυτό, ποιος ξέρει πως θα είχε καταλήξει η υπόθεση. Ο Κλεμανσό έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο. Επτά χρόνια μετά το τέλος της υπόθεσης, όταν ο ίδιος έγινε Πρωθυπουργός, διόρισε τον Πικάρ ως Υπουργό Πολέμου. Ο Ζολά πλήρωσε βαρύ αντίτιμο για τη συνεισφορά του από τότε που καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλακή και είχε πρόστιμο 3,000 γαλλικά φράγκα. Πέθανε από ασφυξία από τον καπνό στο τζάκι του. Ορισμένοι λένε πως τον δολοφόνησαν οι αντίπαλοι του Ντρέιφους. Σε κάθε περίπτωση, η αντισημιτική εφημερίδα La Libre Parole του Εντουάρ Ντριμόν ήταν περιχαρής στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του.
Στην ταινία σου, μπορούμε να δούμε μερικά πλακάτ με τις λέξεις «Θάνατος στους Εβραίους» πάνω. Ο αντισημιτισμός δεν έχει εξαφανιστεί, έχει επανέλθει, έχει πάρει διαφορετική μορφή, έχει γίνει ένα θέμα περισσότερο για τους εξτρεμιστές της αριστεράς, τους εχθρούς του Ισραήλ και τους φανατικούς ισλαμιστές. Πιστεύεις πως μια νέα Υπόθεση Ντρέιφους θα μπορούσε να συμβεί σήμερα ή κάτι τέτοιο σου φαίνεται αδιανόητο;
Με την τεχνολογία σήμερα, θα ήταν αδύνατο να υπάρξει υπόθεση στην οποία ένα άτομο να καταδικαστεί με βάση την εσφαλμένη ανάλυση χειρόγραφου. Και σίγουρα όχι στο στρατό, από τότε που έχει αλλάξει ο τρόπος σκέψης του στρατού. Δεν είναι πια «ιερός». Σήμερα, μπορούμε να κρίνουμε τα πάντα, ακόμα και το στρατό, ενώ τότε είχε απεριόριστη δύναμη. Μια υπόθεση σαν και αυτή, ναι, είναι πιθανό να συμβεί, σίγουρα. Όλα τα συστατικά είναι εκεί: λάθος κατηγορίες, άθλιες δικαστικές διαδικασίες, διεφθαρμένοι δικαστές, και πάνω απ’ όλα τα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» που καταδικάζουν ολοκληρωτικά δίχως δίκαιη δίκη ή δικαίωμα προσφυγής.
Αυτή η ταινία λειτουργεί σαν κάθαρση για σένα;
Όχι, δεν δουλεύω με αυτούς τους τρόπους. Η δουλειά μου δεν είναι θεραπεία. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτώ ότι είμαι εξοικειωμένος με αρκετές από τις διαδικασίες αυτής του μηχανισμού δίωξης που εμφανίζονται στην ταινία, και αυτό με έχει εμφανώς εμπνεύσει.
Το κυνήγι που έχεις υποστεί άρχισε με τη Σάρον Τέιτ;
Ο τρόπος που με βλέπουν οι άνθρωποι, την «εικόνα» μου, όντως άρχισε να σχηματίζεται με το θάνατο της Σάρον Τέιτ. Όταν αυτό συνέβη, αν και περνούσα ήδη δύσκολα, ο τύπος εκμεταλλεύτηκε την τραγωδία και, αβέβαιος πώς να το αντιμετωπίσει, την κάλυψε με τον πιο απερίγραπτο τρόπο, υπονοώντας μεταξύ άλλων πως ήμουν και εγώ ένας από τους υπεύθυνους για το θάνατό της, πάντα σε ένα φόντο σατανισμού. Για αυτούς, η ταινία μου «Το Μωρό της Ρόζμαρι» έδειχνε πως ήμουν με το μέρος του διαβόλου! Αυτό κράτησε αρκετούς μήνες, μέχρι που η αστυνομία βρήκε τους πραγματικούς δολοφόνους, τον Τσαρλς Μάνσον και την «οικογένειά» του. Όλο αυτό εξακολουθεί σήμερα να με στοιχειώνει. Κυριολεκτικά τα πάντα σε αυτό. Είναι σαν μια χιονοστιβάδα, κάθε εποχή προσθέτει και άλλο στρώμα. Πρωτάκουστες ιστορίες από γυναίκες τις οποίες δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου και με κατηγορούν για πράγματα που υποτίθεται συνέβησαν περισσότερο από μισό αιώνα πριν.
Δεν θέλεις να αντεπιτεθείς;
Για ποιο λόγο; Είναι σαν να επιτίθεσαι σε εχθρούς που δεν υπάρχουν.