Ο παππούς μου ο Μυριβήλης: Η εγγονή του στο Marie Claire – «Κράτα την ψυχή σου νέα»
Με αφορμή το φιλμ μικρού μήκους «Το σπίτι με τις ροδιές», που προβλήθηκε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης -στο οποίο συνεισέφερε με τις πολύτιμες προσωπικές της μνήμες-, η Χριστίνα Αγγελοπούλου συστήνει ξανά τον πρωτοποριακά επίκαιρο συγγραφέα της γενιάς του ’30.
Από αριστερά και δεξιόστροφα: Η εγγονή του και θεματοφύλακας σήμερα του έργου του, Χριστίνα Αγγελοπούλου. Ο Στράτης Μυριβήλης με τη σύζυγό του Ελένη στο Εσκί Σεχίρ (1921). Ο Στράτης Μυριβήλης το 1932, που ήρθε στην Αθήνα.
Φωτογράφος: Κέλλυ Φίλιου
Αφορμή για τη συνάντησή μου με τη Χριστίνα Αγγελοπούλου είναι τα μαγικά super 8 φιλμάκια από τα 60s που ανακάλυψε η ίδια στο σπίτι της μητέρας της Δροσούλας, εκ των τριών τέκνων του Στράτη και της Ελένης Μυριβήλη. Ήταν αυτά που τροφοδότησαν το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «Το σπίτι με τις ροδιές» της Ειρήνης Βαχλιώτη και του Παναγιώτη Κλειδαρά, το οποίο προβλήθηκε πρόσφατα στο 25ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ανήκουν στους μικρούς ανεξερεύνητους θησαυρούς που εξακολουθούν να βγαίνουν στο φως γύρω από τη ζωή του πάντα σύγχρονου συγγραφέα της γενιάς του ’30.
Με την εγγονή του Στράτη Μυριβήλη (1890-1969) συναντιόμαστε στο κατάσπαρτο μνήμες σπίτι της Βουλιαγμένης. Εκείνος δεν το έζησε, «μόνο η κυρα-Λένη, η γιαγιά μου, ερχόταν εδώ», αφού χτίστηκε ένα χρόνο μετά το θάνατό του, το 1970. Το οικόπεδο βέβαια το είχε αγοράσει εκείνος. Η τότε άγρια Βουλιαγμένη τού θύμιζε το νησί του, τη Λέσβο. Ηδη από το 1932 που το αποχωρίστηκε, άλλαζε τρεις συγκοινωνίες, άφηνε το ψαθάκι και το μαγιό του στο μοναδικό τότε ταβερνάκι -πιθανότατα στο σημείο που βρίσκεται σήμερα ο σημερινός Ναυτικός Ομιλος Βουλιαγμένης- και καθόταν να γράψει.
Η Χριστίνα Αγγελοπούλου είναι η μία από τις δύο εγγονές του Μυριβήλη (η άλλη είναι η Λενιώ Μυριβήλη, μεταξύ άλλων επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και η πρώτη Global Heat Officer του UN-Habitat). Στις ελάχιστες στιγμές που δέχεται να μιλήσει για τον εαυτό της αρκείται μόνο στο ότι σπούδασε Δημόσιες Σχέσεις στην Αγγλία, ότι ασχολήθηκε με τις επιχειρήσεις και με τα κοινά στο κομμάτι του πολιτισμού (σήμερα είναι γενική γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού), παντρεύτηκε δύο φορές και μεγάλωσε τους δύο γιους της, τον Γιάννη και τον Άγγελο (ο τελευταίος κάνει ένα πέρασμα από «Το σπίτι της ροδιάς»).
Η Χριστίνα Αγγελοπούλου είναι η μία από τις δύο εγγονές του Μυριβήλη (η άλλη είναι η Λενιώ Μυριβήλη, μεταξύ άλλων επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και η πρώτη Global Heat Officer του UN-Habitat).
Θεματοφύλακας της πνευματικής κληρονομιάς του Στράτη Μυριβήλη (από το 2013, οπότε έφυγε από τη ζωή το τελευταίο του παιδί, η μητέρα της Δροσούλα), η Χριστίνα Αγγελοπούλου δεν κρύβει σήμερα μια μεταδοτική λαχτάρα να βοηθήσει στην επανασύσταση του έργου του.
«Μέχρι πριν από δέκα χρόνια είχα κι εγώ έναν παππού. Απλά τύχαινε να είναι ο Μυριβήλης», λέει χαριτολογώντας. «Τα τελευταία όμως δέκα χρόνια που ασχολούμαι με το αρχείο του κάτι έχει αρχίσει να συμβαίνει. Είναι σαν να έχει ανοίξει ένας διάδρομος και η ενέργεια του Σύμπαντος να μου φέρνει συνεχώς προτάσεις που ζητούν να αναβιώσουν ξανά το έργο του Μυριβήλη: τηλεοπτικές σειρές, παραστάσεις, εκδόσεις, προσκλήσεις σε ημερίδες… Ήδη η κινηματογραφική μεταφορά του Βασίλη Αρβανίτη από τους Ειρήνη Βαχλιώτη και Παναγιώτη Κλειδαρά βρίσκεται στο pre-production».
Μου δείχνει μια ολόφρεσκη κροατική έκδοση του μυθιστορήματος «Η ζωή εν τάφω». Τα μπλε μάτια της -τη ρωτώ αν είναι και αυτά κληροδότημα του παππού και απαντά καταφατικά- φωτίζονται από τον ενθουσιασμό της γι’ αυτή την καινούρια της full time απασχόληση: «Πιο πολύ δουλεύω τώρα απ’ ό,τι όταν ήμουν νέα! Είναι πολύ γεμάτη η ζωή μου. Και δεν είναι γεμάτη με παλιακά πράγματα, αλλά με φρέσκα. Οι παλιές ιδέες μεταλαμπαδεύονται σε φρέσκες φόρμες, χάρη σε νέους δημιουργούς!».
«Πιο πολύ δουλεύω τώρα απ’ ό,τι όταν ήμουν νέα! Είναι πολύ γεμάτη η ζωή μου. Και δεν είναι γεμάτη με παλιακά πράγματα, αλλά με φρέσκα. Οι παλιές ιδέες μεταλαμπαδεύονται σε φρέσκες φόρμες, χάρη σε νέους δημιουργούς!».
Την ίδια στροφή βλέπει και προς το πρόσωπό της (ως συνδετικό κρίκο με τον «χερομάχο της πένας»), παρότι η ίδια δεν είναι ειδήμων (ούτε παριστάνει ότι είναι). «Τα τελευταία χρόνια βλέπω πολύ κόσμο να έρχεται και να μου λέει: “Αλήθεια, είστε η εγγονή του; Μα δεν μπορείτε να φανταστείτε, μου έχει σφραγίσει τα παιδικά μου χρόνια, τον έχω διαβάσει, τον λατρεύω…”. Το ίδιο και όταν ανεβάζω κάτι δικό του στο Facebook. Για μένα όλο αυτό είναι ένα κίνητρο ζωής. Είναι ένα δώρο. Συγκινούμαι πολύ με τη συγκίνηση που δημιουργεί σήμερα ο λόγος του Μυριβήλη, ειδικά στους νέους ανθρώπους…» . Στο χωριό, τη ΣκάλαΣυκαμιάς, τη φωνάζουν «η Μυριβήλαινα».
«Όταν ανάψει το κόκκινο φως, δεν θα αναπνέεις»
Η νιόφερτη αποστολή της μοιραία συνυφαίνεται με τις προσωπικές της μνήμες. Τον παππού τον θυμάται καλά, γιατί τον χόρτασε μέχρι τα 12 της. Δεν ξεχνάει, π.χ., το σπίτι στα Εξάρχεια: «Εκεί περνούσα σχεδόν όλα μου τα Σαββατοκύριακα. Αν τύχαινε να πάω Πέμπτη, με έβαζαν σε ένα δωμάτιο, για να μην μπλέκομαι πολύ στα πόδια τους. Ήταν, βλέπετε, η μέρα που δέχονταν τους φίλους τους, τον Ηλία Βενέζη, τη Γαλάτεια Σαράντη, τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο… αλλά και πολλούς φοιτητές από τη Φιλοσοφική».
Μια ανάμνηση όμως έχει εντυπωθεί περισσότερο από αυτό το σπίτι της Λασκάρεως: «Ένα βράδυ, αργά, ξύπνησα. Παντού σκοτάδι. Μόνο από τη μισόγερτη πόρτα του γραφείου του παππού γλίστραγε ένα αχνό φως. Κρατώντας την αναπνοή μου πλησίασα. Εκεί αντίκρισα τον συγγραφέα την ώρα της έμπνευσής του. Σκυμμένος πάνω από τα χαρτιά του, έγραφε κάτω από το φως μιας λάμπας πετρελαίου. “Μα καλά δεν δουλεύουν τα φώτα;” απόρησα. Είχε μια κατάνυξη…».
«Αν τύχαινε να πάω Πέμπτη, με έβαζαν σε ένα δωμάτιο, για να μην μπλέκομαι πολύ στα πόδια τους. Ήταν, βλέπετε, η μέρα που δέχονταν τους φίλους τους, τον Ηλία Βενέζη, τη Γαλάτεια Σαράντη, τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο… αλλά και πολλούς φοιτητές από τη Φιλοσοφική»
Για εκείνη «ήταν ο παππούς μέντορας». Εκείνος πάλι της είχε αδυναμία, γιατί ήταν το μοναδικό τότε εγγόνι. Διόλου τυχαίο ότι «Το σπίτι με τις ροδιές» είναι ο τίτλος ενός ανολοκλήρωτου μυθιστορήματος που είχε υποσχεθεί ότι θα της το αφιερώσει. Την αποκαλούσε «το παιδί, το παιδί, το παιδί» (τρις) και την έπαιρνε μαζί του παντού.
Την έπαιρνε, π.χ., «το καλοκαιράκι» στο νησί όπου πήγαιναν, όπως αγαπούσε ο ίδιος να λέει, «να οργιάσουν με τη θάλασσα». Όπως και στις ραδιοφωνικές του εκπομπές στους ραδιοθαλάμους του ΕΙΡ στο Ζάππειο («Με κάθιζε δίπλα του και μου έλεγε: “Όταν ανάψει το κόκκινο φως, δεν θα αναπνέεις”»). Αλλά και σε κάθε λογής παραστάσεις («Από πολύ μικρή με πήγαινε από το Σινεάκ μέχρι τη Λυρική Σκηνή. Γι’ αυτό και τρέφω μέχρι σήμερα μια ιδιαίτερη αγάπη για τους καλλιτέχνες. Τραγουδώ και η ίδια, παίζω κιθάρα… Σαν να μου μετάγγισε την καλλιτεχνική του φύση»).
Την «έκλεβε» βέβαια και για τις διαλέξεις προς τιμήν του στον «Παρνασσό». «Επειδή του άρεσε πάντοτε το ωραίο, άφηνε το μπαστούνι στο σπίτι και έλεγε στη μαμά μου: “Θα μου δώσεις το παιδί”. Και στην Ακαδημία τον είχα συνοδεύσει κάνα-δυο φορές. Σηκώνονταν όλοι πάνω και χειροκροτούσαν και εγώ αναρωτιόμουν γιατί».
«Επειδή του άρεσε πάντοτε το ωραίο, άφηνε το μπαστούνι στο σπίτι και έλεγε στη μαμά μου: “Θα μου δώσεις το παιδί”. Και στην Ακαδημία τον είχα συνοδεύσει κάνα-δυο φορές. Σηκώνονταν όλοι πάνω και χειροκροτούσαν και εγώ αναρωτιόμουν γιατί».
Αριστερά: Η Χριστίνα Αγγελοπούλου. Δεξιά: Η μεγάλη αγκαλιά. Παππούς και εγγονή τη δεκαετία του 1960.
Το βάρος της συγγένειας
Τη ρωτώ αν είναι κάποιες φορές ιδιαζόντως βαρύ το όνομα που κουβαλά. Απαντά πως όχι. «Δεν με ενοχλούσε, ούτε όμως μου δημιουργούσε κάποια έπαρση. Δεν το υπογράμμιζε, άλλωστε, ποτέ ούτε ο ίδιος ούτε κανείς άλλος στην οικογένεια». Θυμάται μόνο τον χαμό που γινόταν από τους δασκάλους όταν ο διάσημος παππούς ερχόταν να την πάρει από το σχολείο της, το 30ό της Κυψέλης. Φώναζαν: «Ήρθε ο Μυριβήλης!». Της έλεγαν βέβαια από μικρή ότι είχε και εκείνη φλέβα στο γράψιμο. Στην Α’ Γυμνασίου μια φιλόλογος την άφησε επίτηδες μετεξεταστέα στα Νέα Ελληνικά. «Μα δεν επιτρέπεται μια εγγονή του Μυριβήλη να γράφει 15 στην έκθεση», είπε στη μητέρα της.
Βοηθάει, όπως τονίζει, το γεγονός ότι η ίδια είναι η εγγονή και όχι η κόρη του. Είχε επομένως την απαραίτητη απόσταση και το χρόνο να συνθέσει τον δικό της εξιδανικευμένο Μυριβήλη μέσα από θραύσματα πρώιμων αναμνήσεων, αλλά και τις διαθλασμένες στην ευεπηρέαστη παιδική ψυχή της μνήμες των άλλων (της γιαγιάς Λένης, της μητέρας της, των θείων). Στη δεύτερη γενιά, αντιθέτως, τα παιδιά του δηλαδή, η σκιά του μεγάλου ονόματος πέφτει, παραδέχεται, πιο πυκνή.
Στην Α’ Γυμνασίου μια φιλόλογος την άφησε επίτηδες μετεξεταστέα στα Νέα Ελληνικά. «Μα δεν επιτρέπεται μια εγγονή του Μυριβήλη να γράφει 15 στην έκθεση», είπε στη μητέρα της.
Ίσως γι’ αυτό ακριβώς μιλάει με περισσή τρυφερότητα για τα τρία τέκνα του λογοτέχνη. Για τη Ρίτα, τη «δεύτερη μητέρα μου», αυτή που πιτσιρίκα στην Κατοχή μοίραζε φύλλα της παράνομης εφημερίδας «Μάχη» του Μυριβήλη, γύριζε τον κόσμο και έγραφε καταπληκτικά («Eίχε πάρει το πρώτο βραβείο σε ένα διαγωνισμό διηγήματος κάποιας εφημερίδας τη δεκαετία του ’50, αλλά πολλοί της είπαν: “Σιγά μην τα έγραψες εσύ, τα έχει γράψει ο μπαμπάς σου”! Εκτοτε θύμωσε και σταμάτησε»).
Για τον μικρότερο, τον Λάμπη (πατέρα της Λενιώς Μυριβήλη), που διατηρούσε το Αρχείο Μυριβήλη, το οποίο σήμερα ανήκει στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Και φυσικά για τη μητέρα της, Δροσούλα, που είχε ανέκαθεν μια «λάθε βιώσας» φιλοσοφία, κάτι που την κράτησε σε όλη της τη ζωή μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. «Μου έλεγε πάντα: “Θα έρχονται να μας βρίσκουν, δεν θα τους βρίσκουμε”. Η μητέρα μου ήθελε να είναι πάντα στη δεύτερη γραμμή. Σαν να έκρυβε λίγο αυτή την κληρονομιά».
Αριστερά: Στο σπίτι στα Εξάρχεια, ο λογοτέχνης με τις κόρες του, Δροσούλα (αριστερά) και Ρίτα, τον γιο του Λάμπη και τη γυναίκα του Ελένη. Δεξιά: Ιδιόχειρο σημείωμα: «Ευχαριστώ το Θεό που με γέννησε Έλληνα. Δέχομαι χωρίς βαριγκομία τη βαριά και μοναδική κλήρα της φυλής μου. Παίρνω στη φούχτα μια χεριά βρεγμένα φύκια και τα φιλώ. τα χείλη μου καίει το αλμυρό σου φιλί, Μάνα Ελλάδα». Όλες οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες (πλην του σημειώματος) προέρχονται από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Τμήμα Αρχείων, Αρχείο Στράτη Μυριβήλη.
«Κράτα την ψυχή σου νέα»
Συχνά διακόπτει την κουβέντα μας για να μου διαβάσει, με φωνή που τρέμει από συναισθηματική φόρτιση, ένα απόσπασμα από το λυρικό του πεζογράφημα «Το τραγούδι της γης» (1937). Ή στίχους από το ποίημα «Προσωπίδες», από τη σχεδόν άγνωστη ποιητική συλλογή του «Μικρές φωτιές της Κατοχής» (επανεκδόθηκε το 2019 από την Εστία): «Φρίκη! Φρίκη! / Δεν βρήκαμε τις προσωπίδες μας, ωιμέ, / οι προσωπίδες μας είχαν γίνει πρόσωπο! [Επρεπε όμως να το περιμένουμε / ύστερ’ από τόσο μεταχείρισμα]».
Η ίδια υπενθυμίζει συχνά πόσο επίκαιρος είναι εν έτει 2023 (με έναν πόλεμο να μαίνεται στην καρδιά της Ευρώπης) ο Στράτης Μυριβήλης, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής αντιπολεμικής λογοτεχνίας που επώασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Δίπλα στον Γάλλο Ρολάν Ντορζελές («Οι ξύλινοι σταυροί», 1919) και στον Γερμανό Έριχ Μαρία Ρεμάρκ («Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο», 1929, η κινηματογραφική μεταφορά του οποίου σάρωσε στα φετινά Όσκαρ).
Η ίδια υπενθυμίζει συχνά πόσο επίκαιρος είναι εν έτει 2023 (με έναν πόλεμο να μαίνεται στην καρδιά της Ευρώπης) ο Στράτης Μυριβήλης, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής αντιπολεμικής λογοτεχνίας που επώασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Σημειωτέον ότι ο Λέσβιος συγγραφέας των μυθιστορημάτων «Η ζωή εν τάφω» και «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» πολέμησε ο ίδιος για δέκα ολόκληρα χρόνια (1912- 1922): στους Βαλκανικούς, στον Α’ Παγκόσμιο, στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ισως γι’ αυτό περιέγραψε τόσο ξεγυμνωμένα τα πάθη του πολέμου. «Συγκλονίζομαι όταν διαβάζω σήμερα τις επιστολές που έστελνε από το μέτωπο στη γυναίκα του. Αυτές ήταν στην πραγματικότητα το προζύμι της “Ζωής εν τάφω“», σημειώνει η Χριστίνα Αγγελοπούλου. «Είδε την αγριότητα του πολέμου. Και ποιος ξέρει τι έκανε και ο ίδιος…» συμπληρώνει.
Κάποια τα έγραψε, π.χ. τις φωτιές που έβαλε στα βουλγαρικά Σταροχώρια (1913). Στο «Κόκκινο Βιβλίο» περιγράφει πώς πήρε διαταγή να τουφεκίσει έναν γέρο, στο σπίτι του οποίου είχε περάσει τη νύχτα. «Παρακαλούσε», λέει η εγγονή του, «να μη γυρίσει ο γέρος να τον κοιτάξει, να μη νιώσει δηλαδή την ψυχή του μέσα στη δική του ψυχή. Κι όμως, εκείνος σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε». Δεν τον ξέχασε βέβαια ποτέ: «Διάβηκαν από τότες πολλά χρόνια. Και διαβαίνουν ολοένα. Ξαναείδα πολλές φορές τον πόλεμο στις πιο θαυμαστές και στις πιο άσκημες μορφές του. Μέσα στη μνήμη μου ζουν, κινιούνται και τραγουδούν ένα πλήθος πρόσωπα, ζωντανοί και νεκροί, που υφάνθηκαν μέσα στο μακρύ πανί της μνήμης μου, στημόνι με υφάδι».
Στο «Κόκκινο Βιβλίο» περιγράφει πώς πήρε διαταγή να τουφεκίσει έναν γέρο, στο σπίτι του οποίου είχε περάσει τη νύχτα. «Παρακαλούσε», λέει η εγγονή του, «να μη γυρίσει ο γέρος να τον κοιτάξει, να μη νιώσει δηλαδή την ψυχή του μέσα στη δική του ψυχή. Κι όμως, εκείνος σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε».
Στο σπίτι πάντως δεν μετέφερε τίποτα από τον ζόφο των χαρακωμάτων. «Όχι, στο σπίτι ήταν μες στο φως, μες στην καλοσύνη. Ίσως γι’ αυτό τα έγραφε, για να τα ξορκίσει. Ούτε εμένα μου μιλούσε ποτέ για τον πόλεμο. Με έπαιρνε στα γόνατά του και συνέχιζε για χρόνια ένα παραμύθι. Είχε μια ηρωίδα, την “Τιτίνα” -όπως έλεγε εμένα-, ένα θηλυκό Οδυσσέα που τα ’βαζε με θεούς και δαίμονες. Δεν είχε ρεαλισμό, μόνο γοργόνες, μάγους, πειρατές. Θυμάμαι που του χάιδευα τα χέρια. Ακόμα και τώρα αν κλείσω τα μάτια, αισθάνομαι την αφή των δαχτύλων του».
Τελικά, ποια είναι η κοσμοθεωρία του παππού Mυριβήλη που επιθυμεί η εγγονή του να μετουσιώσει στο σήμερα; «Το “ζήσε” και το “κράτα την ψυχή σου νέα”», απαντά. «Μου έστρεφε πάντα το βλέμμα προς το φως. Μεγαλώνοντας βέβαια πέρασα και εγώ, όπως οι περισσότεροι, τις δυσκολίες μου, έχω βιώσει και πόνο και απώλεια… Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι η αγάπη και το παράδειγμα της οικογένειάς μου -και από την πλευρά της μητέρας και του πατέρα μου- μου έδωσαν τη δύναμη να σηκώνομαι και να προχωρώ μπροστά. Να έχω ένα βλέμμα θετικό απέναντι στη ζωή. Ξέρετε, όταν τον ρώτησαν σε μια συνέντευξη τι θα ήθελε να γράφει η επιτύμβιος στήλη του, ο Μυριβήλης απάντησε: “Στάθηκε πιστός στη ζωή έως την τελευταία της στιγμή”. Ρουφούσε τη ζωή. Και αυτό είναι το μήνυμα που έχουμε ανάγκη αυτή τη στιγμή. Μια θετική ματιά στο μέλλον».
«Ξέρετε, όταν τον ρώτησαν σε μια συνέντευξη τι θα ήθελε να γράφει η επιτύμβιος στήλη του, ο Μυριβήλης απάντησε: “Στάθηκε πιστός στη ζωή έως την τελευταία της στιγμή”. Ρουφούσε τη ζωή».
Στο δικό της τέλος η κουβέντα μας επιστρέφει στα super 8 φιλμ που συνιστούν πάνω απ’ όλα ένα μοναδικό ντοκουμέντο της παιδικής της ηλικίας, αλλά ταυτόχρονα αιχμαλωτίζουν την πεμπτουσία του αθάνατου ελληνικού θέρους (τότε βέβαια ακόμη που δεν ήταν αφιλόξενο για τους Έλληνες). Τραβηγμένα από τον πατέρα της (ο επιχειρηματίας Άγγελος Αγγελόπουλος), τα φιλμ αυτά θυμίζουν Φελίνι: η 5χρονη Χριστίνα μόνο με το κάτω μαγιό να τρώει σταφύλια με τον παππού δίπλα σκαρφαλωμένο στο γαϊδουράκι, ο παππούς ξαπλωμένος στην παραλία της Κάγιας, όλη η οικογένεια πάνω στον βράχο της Παναγιάς στη Συκαμιά κ.ά.
«Βλέποντας αυτή τη Χριστινούλα στην οθόνη, δίπλα στον παππού, λέω: Κοίταξε να δεις! Τι χαρούμενο παιδάκι, με τι ευλογίες και με τι παραδείγματα έζησε, πόσο ευγνώμον πρέπει να είναι», καταλήγει η μεσήλικη εγγονή του κορυφαίου πεζογράφου, σήμερα πλέον με τα δικά της εγγόνια. «Όμως, μη νομίζετε… Τιμώ το παρελθόν μου, αλλά δεν ζω σε αυτό. Ολη αυτή η ενασχόληση με την παρακαταθήκη του Μυριβήλη δεν είναι παρά το έναυσμα για να πατήσω γερά στο σήμερα».