Πώς να περιγράψεις τα Καλογεράκια, τον Μιχάλη και τον Παντελή Καλογεράκη δηλαδή, σε κάποιον που δεν τους έχει ξαναδεί ή ακούσει; Τα δίδυμα αδέρφια από την Κρήτη βαδίζουν αθόρυβα, αλλά όχι χωρίς βαρύτητα στη δισκογραφία εδώ και έξι άλμπουμ, παραδίδοντάς μας μικρά διαμάντια μελοποιημένης ποίησης. “Μεταποίηση – αντιποίηση – αποθορυβοποίηση”, γράφουν οι ίδιοι στο λογαριασμό τους στο Instagram. Τους αναζητήσαμε με αφορμή την επερχόμενη εμφάνισή τους στον Σταυρό του Νότου Plus, την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου.
Αν σας ζητούσα να μας συστήσετε το ένας τον άλλον, τι θα λέγατε;
Μιχάλης: Από εδώ ο Παντελής ο αδελφός μου, θα ήμασταν πανομοιότυποι, αν πήγαινα κι εγώ για box.
Παντελής: Από εδώ ο Μιχάλης ο αδελφός μου, θα ήμασταν πανομοιότυποι, αν έπαιζα κιθάρα, έβλεπα τουλάχιστον 5 ώρες τη μέρα τέννις και λάτρευα το κουτσομπολιό.
Από το «Βουκολικόν» μέχρι τα «Τα παραμύθια της Μελπομένης», παραμένετε οι ίδιοι δημιουργοί και ερμηνευτές; Σας αλλάζουν όσα συναντάτε στην πορεία σας;
Μ.: Σε όλα τα άλμπουμ έχω γράψει εγώ τη μουσική μιας και αυτή είναι η δουλειά μου, αλλά οι ερμηνευτές συχνά αλλάζουν, από την Μάρθα Φριντζήλα, τη Μαρία Φαραντούρη, την Νεφέλη Φασούλη, τον Αποστόλη Κίτσο, την Έλλη Πασπαλά, την Λένα Κιτσοπούλου. Ωστόσο η βάση της δημιουργίας είναι με τον Παντελή. Μαζί το ξεκινάμε και μαζί το τερματίζουμε.
Όλα σε αλλάζουν στην πορεία σου, επιτυχία δεν υπάρχει, αλλά ούτε και αναποδιές, γενικά λειτουργώ με τη λογική “νέα μέρα, νέα ιδέα, νέο σχέδιο” και πάντα χαμηλές προσδοκίες. Η Βαρβάρα είναι η αγαπημένη μου γάτα στον κόσμο, η Μελπομένη η αγαπημένη μου μαμά, στο εξώφυλλο στα Ρεμπώτικα είναι ο πατέρας μου με τον θείο μου. Είμαστε από τους τυχερούς, έχουμε μια οικογένεια μάλαμα, για αυτό και όταν δεν παίζουν live ή πρόβες στην Αθήνα, κατεβαίνω Κρήτη και τη βγάζω στο χωριό.
Βρίσκω ωραία αφορμή να εμπλουτίζω την τέχνη μου με αναφορές που σημαίνουν για μένα κάτι σημαντικό. Το κάνω διότι και η τέχνη μου δεν περιλαμβάνει τον κόσμο περισσότερο από όσο περιλαμβάνει την ψυχή μου. Μιλάμε δηλαδή για κάτι ιδιαίτερα προσωπικό που επικοινωνούμε στους δίσκους και αργότερα στις παραστάσεις μας.
Π.: Νομίζω όπως με αλλάζουν οι συναντήσεις με ανθρώπους, οι δύσκολες στιγμές, οι ωραίες, τα πάθη μου, τα λάθη μου, οι κραιπάλες και τόσα άλλα κι έτσι κάπως διαμορφώνεται και η θέση μου τόσο απέναντι στον κόσμο όσο και απέναντι στη δημιουργία, άρα και στην έκφραση της.
Είναι παρεξηγημένη η ποίηση (ως σοβαροφανής, βαρύγδουπη ή και για λίγους); Εσείς πώς την αγαπήσατε και πώς αποφασίσατε να τη μελοποιήσετε;
Μ.: Δεν νομίζω να είναι παρεξηγημένη. Αν όπως λες, κάποιος τη θεωρεί σοβαροφανή ή βαρύγδουπη, δεν έχει ιδέα. Καλύτερη η γνώση από τη γνώμη, θα πω. Την αγάπησα στο σχολείο, και ζω με την ποίηση καθημερινά. Η ποίηση έρχεται πριν τη μουσική για μένα.
Π.: Νομίζω είναι παρεξηγημένο το τί είναι ποίηση! Τουλάχιστον για εμένα ποίημα είναι ένας “τόπος” ανοιχτός, που εμπεριέχει οτιδήποτε είναι γραμμένο από προσωπική ανάγκη και κυρίως, οτιδήποτε γράφτηκε κι είχε ανάγκη να ηχηθεί. Ποίηση έγραφε η Κατερίνα Γώγου, η Κατερίνα Αγγελική Ρουκ, ποίηση γράφει η Phoebe Waller Bridge και η Adele, ποίηση έγραφε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ποίηση γράφει Σταύρος Τσαντές και ο Stolen Mic και είναι ποίημα η μαντινάδα που λέει ο ερωτευμένος και είναι ποιήματα το λόγια που γράφουμε στους τοίχους.
Οφείλουμε όμως και στην περαστική και μάταιη ζωή μας να απολαμβάνουμε και χαμογελάμε και να αγαπάμε και να μην ξεχνάμε πόσο προνομιούχοι είμαστε.
Μιχάλη, ως ο μουσικός πυρήνας των Καλογερακίων, έχεις τον πρώτο λόγο στις επιλογές ποιημάτων ή σου τα φέρνει ο Παντελής; Πώς λειτουργεί η διαδικασία της επιλογής;
Μ.: Λειτουργεί παράλληλα, κάτι θα φέρω εγώ, κάτι ο Παντελής, έχουμε κοινή αισθητική και ταιριάζουμε.
Παντελή, πώς οδηγήθηκες στην ποίηση και γιατί έμεινες στη χώρα της;
Π.: Από παιδί έγραφα προκειμένου να αποσυμπιεστώ από την πραγματικότητα. Γράφοντας στο χαρτί εκτόνωνα το θυμό μου. Έπειτα άρχισε να μου αρέσει να την τραγουδάω, να την αναπαριστώ, ε, κι από τότε που άρχισα να ασχολούμαι με το θέατρο δεν χορταίνω να είμαι πάνω στη σκηνή, σαν ψώνιο, με τα φώτα πάνω μου και να διηγούμαι ποιητικές ιστορίες.
Ανέκαθεν ο συνδυασμός ποίησης και μουσικής ήταν επαναστατικός. Κάνετε τη δική σας επανάσταση μελοποιώντας τα ποιήματα που αγαπάτε;
Μ.: Εγώ κάνω εντελώς την δουλειά μου. Μια δουλειά που επέλεξα πολύ συνειδητά. Δεν κάνω επανάσταση. Επιμένω αρκετά και υπομένω επίσης, αν σκεφτείς ότι ξεκίνησα να μελοποιώ το 2009, να παρουσιάζω δουλειά μου το 2010 και να δισκογραφώ από το 2015. Δεν έγινε ποτέ κάποιο τραγούδι βάιραλ ή δεν άλλαξε μαζικές πεποιθήσεις . Όμως γνωρίζω ακριβώς τι θέλω να κάνω και το κάνω. Χαίρομαι όταν συντονίζονται οι άνθρωποι με τη δουλειά μας.
Θα κλέψω έναν στίχο του Μιχάλη Γκανά για να τον κάνω ερώτηση. Ποιο είναι το μυστικό δυναμό σας, που “φωτίζει και πάλι τα μέλη;
Π: Νομίζω το μυστικό δυναμό που λέει ο Γκανάς, είναι κάτι αμίλητα συμφωνημένο, που κρύβει καλά και που φροντίζει, ένα ζευγάρι που αγαπιέται, για να μπορεί να επανεφευρίσκει και να ανοικειώνει τον έρωτα. Θέλω όταν με βρω να ταυτίζομαι ολοκληρωτικά με αυτό το ποίημα του Μιχάλη Γκανά το Προσωπικό, να είναι κι εμένα κάπου κρυμμένο μέσα μου αυτό το μυστικό δυναμό.
Μ.: Η Ντιάνα Μανουρά ήταν μια καθηγήτρια και μέντορας στη ζωή μου, έχει φύγει χρόνια τώρα, εκείνη μου είχε γνωρίσει τον κόσμο της ποίησης. Οι παρατηρήσεις της για το πως πρέπει να διαβάζω και να βρίσκω τον εσωτερικό ρυθμό του ποιήματος δεν θα ξεχαστούν. Από όταν την έχασα, σαν από θαύμα, πολλαπλασιάστηκαν μέσα μου εκείνα που μου είχε πει.
Τα ευαίσθητα άτομα είναι οι συγγενείς μας, τα οργισμένα είναι η γενιά μας και οι καλαμπουρτζήδες είναι οι συνοδοιπόροι μας.
Ποια μηνύματα θέλετε να επικοινωνήσετε στο κοινό;
Μ.: Της ισότητας, της ευγένειας και του σεβασμού. Μακριά από τοξικούς και φαλλοκράτες. Θέλει μπρίο η ζωή και σοβαρότητα και ελαφράδα. Η ιστορία του ανθρώπου έχει γενοκτονίες, βία, εκμετάλλευση και φτώχεια, αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε πως δεν υπάρχει. Οφείλουμε όμως και στην περαστική και μάταιη ζωή μας να απολαμβάνουμε και χαμογελάμε και να αγαπάμε και να μην ξεχνάμε πόσο προνομιούχοι είμαστε.
Ποιοι είναι οι συγγενείς σας στη μουσική και στο λόγο, η γενιά σας, οι συνοδοιπόροι σας;
Π.: Τα ευαίσθητα άτομα είναι οι συγγενείς μας, τα οργισμένα είναι η γενιά μας και οι καλαμπουρτζήδες είναι οι συνοδοιπόροι μας.
Μ.: Η Μυρσίνη Γκανά, η Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου, η Νεφέλη Φασούλη, η Μάρθα Φριντζήλα, ο Σταύρος Τσαντές, ο Φώτης Σιώτας, ο Ματζούκης, η Σεϊτανίδου, ο Μάνος Πετράκης, η Γωγώ, ο Στράτος Γκρίντζαλης, ο Θάνος Καλέας,.. κόσμος μεγάλος, τεράστιος και πλατύς.
Συνεχίζετε να “κρατάτε την απαισιοδοξία για καλύτερες εποχές”;
Μ.: Εντελώς, μόνο που η αισιοδοξία μου βασίζεται στην παραδοχή πως ο άνθρωπος έχει πέσει σε αποβλάκωση.
Π.: Νομίζω πως προσωπικά έχω φύγει πια από αυτήν την φράση. Δεν κρατάω τίποτα για μετά. Είμαι απαισιόδοξος όταν είμαι μόνος μου. Κάπως αυτό το “καλύτερες εποχές” δίνει όντως μια αποβλάκωση, ότι οι καλύτερες εποχές θα έρθουν από μόνες τους, ενώ αυτό δεν πρόκειται να γίνει, ειδικά όσο μένουμε μόνοι.
Σε λίγες μέρες επιστρέφετε στον Σταυρό του Νότου “με ενσταντανέ λαχτάρας και αποκάλυψης, ορατότητας, οργής και αγάπης”. Μαζί σας θα είναι η Μάρθα Φριντζήλα και ο Άγγελος Παπαδημητρίου. Ποια είναι η σχέση σας με αυτούς τους δύο καλλιτέχνες και με τι αφορμή θα σας συναντήσουν στη σκηνή;
Μ.: Η Μάρθα είναι η μουσική μας μάνα και ο Άγγελος είναι ένα ποίημα.
Π.: Η Μάρθα είναι πράγματι για εμάς ό,τι πιο κοντά σε μάνα θα μπορούσε να μας δημιουργήσει η τέχνη!
Στον Σταυρό του Νότου Plus θα ακούσουμε και σε παγκόσμια πρώτη τα “Ρεμπώτικα πέρα από το μύθο”, συνέχεια των Ρεμπώτικων. Τι σας γοητεύει στη σχέση των ποιητών Βερλαίν και Ρεμπώ;
Μ.: Η ποίηση που έχουν οι επιστολές τους συνδέεται με τον χρόνο. Όταν γράφεις ένα μήνυμα λαχτάρας, απόγνωσης, οργής ή αγάπης και γνωρίζεις πως ο άλλος θα λάβει τα γραπτά σου σε 5-6 μέρες, φαντάζεσαι πόση ποίηση μπορεί να ανθίσει μέσα εκει. Μετά φέρτο στο viber και στο insta, τι να λέμε. Με το “δεν καταλαβαίνω τι εννοείς;” και με το “τι κάνεις;” δεν σώθηκε κανείς.
Π.: Προσωπικά με γοητεύει ο Ρεμπώ. Ο ποιητής αυτός, το παιδί αυτό που έγραψε τέτοια ποιήματα, που αγάπησε τόσο παθιασμένα, που από όπου πέρασε άφησε συντρίμμια, αλλάζοντας τα πάντα. Η ερωτική του σχέση με τον Βερλέν αποτυπώνεται υπέροχα στα γράμματα που αντάλλαξαν αλλά και η ανάγκη του ίδιου του Ρεμπό για να “δραματεύει” συνεχώς από την πραγματικότητα, να εξερευνεί χωρίς περιορισμούς και να γεύεται τη ζωή χωρίς πολλές πολλές δεύτερες σκέψεις! Λέγαμε με τη Λάλα τώρα που κάναμε πρόβες πόσο μας έκανε εντύπωση, πώς γίνεται ο Ρεμπό το 1880 να έχει γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο κι εμείς να δυσκολευόμαστε να πάμε από το κέντρο στα ΚΤΕΛ!
Η Λάλα Κωλοπή θα είναι μαζί σας στις παραστάσεις που θα κάνετε στο Σταυρό του Νότου φέτος. Πώς θα συνυπάρξετε στη σκηνή;
Μ.: Νομίζω πρέπει να το δείτε λάιβ.
Π.: Ναι, καλύτερα να το δείτε λάιβ, ωστόσο για να μην spoilάρουμε, θα πω μονάχα πως η Λάλα Κωλοπή έρχεται επιτέλους στην αφήγηση αυτής της ιστορίας να τοποθετηθεί ως Θεία Δίκη, για θα δώσει την “αφιλτράριστη” εικόνα της πραγματικότητας.