Ο Δημήτρης Μοθωναίος ισορροπεί με χάρη στο μεταίχμιο ανάμεσα στο τραγικό και το εξωφρενικό, καθώς περνάει τη μέρα του στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (στα γυρίσματα του σίριαλ «Η ζωή εν τάφω») παρέα με το alter ego του στο Instagram.
Η καθημερινότητα του Δημήτρη Μοθωναίου έχει ως εξής: ξυπνάει, συνήθως νωρίς, κάνει yoga, τσιμπάει κάτι στο δρόμο, συνήθως κάνα αυγό, καφέ, τσιγάρο κι έφυγε για γύρισμα («Η ζωή εν τάφω», σύντομα στην ΕΡΤ, σε σκηνοθεσία Τάσου Ψαρρά, «old school σκηνοθέτη», όπως λέει ο Δημήτρης). Οταν γυρίζει σπίτι, αν δεν είναι πτώμα, βλέπει μια ταινία ή Netflix («Τα είδα όλα, “Casa de Papel”, “Elite”, “Sherlock”, “The Haunting of Hill House”»). Βγαίνει μια-δυο φορές την εβδομάδα. Ευτυχώς τα Σαββατοκύριακα είναι αλλιώς. «Μετά από πολύ καιρό ξανάγινα κανονικός άνθρωπος κι έτσι τα Σαββατοκύριακα μπορώ να δω τους φίλους μου που δεν είναι ηθοποιοί. Είναι οι φίλοι μου από το σχολείο και μαζί τους ζω την επαναφορά στην πραγματικότητα. Η δουλειά μας έχει μεγάλο εγωκεντρισμό. Από τη μια μπορεί να σε κρίνουν όλοι, αλλά από την άλλη όλα γυρίζουν γύρω σου. Είσαι εσύ, τα ρούχα σου (μου αρέσει πολύ η μόδα, όλα αυτά τα χρωματιστά κοστούμια και τα φλοράλ που φοράει ο Τζάρεντ Λέτο και ο Τιμοτέ Σαλαμέ, μόνο τέτοια θέλω να φοράω, ό,τι πιο ακραίο μου αρέσει πάρα πολύ), η φάτσα σου, οι φωτογραφίες σου στα social media. Κουράζεσαι εσύ ο ίδιος από τον εαυτό σου. Οποτε βγαίνουμε λέμε για τις δουλειές τους, τα κορίτσια τους. O,τι κάνω τους φαίνεται εξωφρενικό. Ακόμη και το “αγκαπημένο”. Σκέψου ότι ο κολλητός μου και η καλύτερή μου φίλη από το σχολείο ήταν εκεί όταν γεννήθηκε, από μια πλάκα μεταξύ μας. Οπότε τώρα που με σταματάνε στο δρόμο και μου λένε, “γεια σου αγκαπημένο”, αναρωτιούνται τι θα είχε συμβεί αν είχαμε διαλέξει ένα πιο χοντρό παρατσούκλι για να βαφτίσουμε αυτή την περσόνα, αν δηλαδή το βγάζαμε “καυλάκι”. Θα με φώναζαν τώρα στο δρόμο καυλάκι; Το agapimeno πλάκα-πλάκα έχει αρχίσει να κάνει τη δική του καριέρα, είναι πολύ περίεργο να βλέπω αυτήν την περσόνα να αυτονομείται».
Ο Δημήτρης ξέρει ότι το επάγγελμά του είναι ταυτόσημο με την έκθεση. «Οταν κάνεις αυτή τη δουλειά, ξέρεις ότι θα σε κρίνουν ανά τρία δευτερόλεπτα. Αν εγώ πάρω προσωπικά ότι μου λένε, θα φουντάρω στο τέλος της μέρας. Οταν με αδικούν, είναι σαν να μου πατάνε τον κάλο. Αλλά με το που πάω να πω κάτι, σκέφτομαι την ενέργεια που θα χαλάσουμε και προτιμώ να κάνω οικονομία». Το πέρασμα του χρόνου δεν τον απασχολεί καθόλου. «Εχω κάνει έντονη προσπάθεια τελευταία για να μην είμαι ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον. Γιατί κατά μία έννοια δεν είναι εδώ, δεν υπάρχουν. Υπάρχει μόνο το τώρα, η στιγμή». Με τι αφορμή έκανε αυτό το ξεκαθάρισμα; «Εχει να κάνει με την ηλικία. Ξεκίνησα πολύ μικρός σε αυτή τη δουλειά και, κρίνοντας εκ των υστέρων, βλέπω ότι δεν είχα όρια ή αίσθηση αυτοπροστασίας και αυτό άρχισε λίγο να με δυσκολεύει. Κάποια στιγμή έπρεπε να κάνω ένα restart». Κι ενώ restart μοιάζει να είναι έτοιμη να κάνει και η χώρα όπου ζούμε, ο Δημήτρης έχει κουραστεί από το γεγονός ότι γύρω του κυριαρχεί μια νοοτροπία τεμπέλικης γκρίνιας: «Κακώς κείμενα που τα υπομένουμε χωρίς να τα αλλάζουμε. Εντάξει μωρέ, Ελλάδα είναι, τι να γίνει».
Μιλώντας για παραστάσεις που είδαμε τελευταία, κυρίως εγώ -εκείνος δεν έχει προλάβει να δει όσες θέλει- όταν του λέω ότι έχω δει παραστάσεις από τις οποίες ήθελα να φύγω αλλά δεν το έκανα για λόγους ευγένειας, με προτρέπει την επόμενη φορά να το κάνω. «Εγώ που είμαι πάνω στη σκηνή και θα σε δω που φεύγεις δεν θα ενοχληθώ. Νομίζω πως από τότε που σταματήσανε να φεύγουνε και να πετάνε ντομάτες και σκόρδα οι θεατές, όπως έκαναν οι αρχαίοι Ελληνες, κάτι έχει χαθεί. Γιατί να μείνεις αναγκαστικά και να δεις κάτι που δεν αντέχεις, ειδικά σε ένα ανέβασμα 2,5-3 ωρών; Εγώ ως ηθοποιός δεν το βλέπω ως ασέβεια στον κόπο μου. Αν δεν σου αρέσει τόσο πολύ, φύγε, να το εισπράξω κι εγώ, να δω τι γίνεται, να δουν όλοι πώς μπορούν να σταματήσουν να ανεβάζουν πράγματα που το κοινό δεν αντέχει. Να σου πω την αλήθεια, πλέον μόνο στο σινεμά παρακολουθώ τις ταινίες με μια αθωότητα, ως δέκτης κανονικός, δεν βλέπω ούτε το μοντάζ, ούτε τίποτα. Στο θέατρο δεν συμβαίνει αυτό πια. Με ενδιαφέρει να πάω να δω έναν ηθοποιό που θαυμάζω. Στην τελευταία παράσταση που είδα η Αμαλία Μουτούση ήταν πάλι καταπληκτική όπως κάθε φορά, χάζεψα. Είναι ένα συναίσθημα σχεδόν οργασμικό να βλέπεις το ανθρώπινο όργανο σε πλήρη λειτουργία».Του θυμίζω με πόση αγωνία περιμένουν όλοι την τηλεοπτική μεταφορά της «Ζωής εν τάφω». «Μου αρέσει πολύ εκείνη η εποχή, οι άντρες ήταν πολύ διαφορετικοί. Δεν θέλω να εξιδανικεύω, αλλά ήταν πιο ρομαντικοί. Υποδύομαι τον Αντώνη που ενώ πρόκειται να παντρευτεί τη Μυρσίνη, αναγκάζεται να πάει στον πόλεμο. Ο λόγος για τον οποίο φεύγει για το μέτωπο είναι ρομαντικός: πάει να υπερασπιστεί την πατρίδα με το ίδιο του το σώμα. Η εγγονή του Στρατή Μυριβήλη, συγγραφέα του βιβλίου, μου έκανε την τιμή να με δεχτεί στο σπίτι της και να μου δώσει να διαβάσω τα γράμματά του που λέει ακριβώς αυτό: «Πάω να υπερασπιστώ με το σώμα μου την πατρίδα». Φυσικά ο Μυριβήλης έγινε στην πορεία πασιφιστής και κατέληξε ότι ο πόλεμος είναι μία μαλακία, κάτι που συμμερίζομαι απόλυτα. Του ζητάω να σκεφτεί μυα σκηνή στο βιβλίο που τον συγκινεί. «Η πιο ωραία σκηνή για μένα είναι στα χαρακώματα όταν ο ήρωας που υποδύομαι, ψάχνοντας απελπισμένος μέσα στο σκοτάδι κάτω από τους στους αμμόλοφους, σκίζει κατά λάθος ένα σάκο, βλέπει μια παπαρούνα, τον πιάνουν τα κλάματα και λέει “Θεέ μου, υπάρχεις ακόμα, σε βρήκα”». Ο Θεός βρίσκει πάντα έναν τρόπο να μπαίνει στις κουβέντες μας με τον Δημήτρη. «Από την εποχή μας λείπει η πίστη», σχολιάζει ο ίδιος. «Τη θρησκεία την έχουν διεκδικήσει οι θρησκόληπτοι, την πατρίδα οι εθνικιστές, οι πολιτικές ιδεολογίες έχουν καταρρεύσει, απελπισία σκέτη. Οι άνθρωποι χρειάζεται να πιστεύουν σε κάτι».