Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη. Σπούδασε Νομική και Εγκληματολογία σε Αθήνα και Παρίσι και τα τελευταία χρόνια ζει στην πρωτεύουσα της Γαλλίας διαπρέποντας ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους που άφησαν τη σιγουριά και τις προοπτικές μιας πολλά υποσχόμενης καριέρας, για να κυνηγήσουν το όνειρό τους. Και τα κατάφερε!
Βραβευμένος με Γαλλικό Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, για το μυθιστόρημα “Scenes de crime au Louvre” (κυκλοφορεί και στα αγγλικά με τίτλο “The Louvre Murder Club”) και εμπνευστής της έννοιας “Criminart”, του συνδυασμού, δηλαδή, τέχνης και εγκλήματος, ο Χρήστος Μαρκογιαννάκης υπόσχεται να μας συνεπάρει με το νέο του βιβλίο, το οποίο αναμένεται να γίνει η καλύτερη συντροφιά τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού.
Το τρίτο του αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο «Μυθιστόρημα με κλειδί» κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Μίνωας και πραγματεύεται τις περιπέτειες του αστυνόμου Χριστόφορου Μάρκου, ο οποίος καλείται να εξιχνιάσει έναν φόνο που συνέβη στη διάρκεια των διακοπών του σε ένα νησί.
Το Marie Claire συνομίλησε με τον συγγραφέα και σου παρουσιάζει όλα όσα θα ήθελες να ξέρεις για το νέο μυθιστόρημα και τον δημιουργό του.
Ποια ήταν η έμπνευσή σας πίσω από το Μυθιστόρημα με κλειδί;
Ήθελα να συνδυάσω το ελληνικό καλοκαίρι και τα αγαπημένα μου νησιά, τους τύπους ανθρώπων που γνωρίζω στις διακοπές μου, μ’ ένα έγκλημα και την αναζήτηση του δράστη, τη θερινή ραστώνη με τη δράση και τις αντιδράσεις που προκαλεί ένας φόνος. Η ιδέα μου ήλθε διαβάζοντας τις καλοκαιρινές περιπέτειες διάσημων λογοτεχνικών ντετέκτιβ, απ’ τον Poirot, στον Χαρίτο και τον Maigret, των οποίων οι διακοπές λαμβάνουν κατά καιρούς άδοξο τέλος εξαιτίας κάποιας δολοφονίας.
Στη συνταγή αυτή προσέθεσα και στοιχεία της φύσης, τους ισχυρούς ανέμους, προκειμένου το νησί να μείνει αποκλεισμένο και να μετατραπεί σε ένα (μεγαλύτερο) «κλειδωμένο δωμάτιο», απ’ το οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, και στο οποίο κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει.
Το αποτέλεσμα είναι αυτό το καλοκαιρινό whodunit, το «Μυθιστόρημα με κλειδί» η γραφή του οποίου με διασκέδασε αφάνταστα και το οποίο ελπίζω να αποδειχτεί εξαιρετική καλοκαιρινή παρέα για τους αναγνώστες.
Οι ήρωες έχουν στοιχεία από τη ζωή σας ή είναι αυτόνομες προσωπικότητες;
Οι ήρωες του μυθιστορήματος γεννήθηκαν στη φαντασία μου, για τις ανάγκες της πλοκής. Για τη σύνθεσή τους, ωστόσο, δανείστηκα στοιχεία—εξωτερικά χαρακτηριστικά, αντιδράσεις, φράσεις κι εκφράσεις—από υπαρκτά πρόσωπα, φίλους και γνωστούς, ιδιαίτερα όσους έχω συνδέσει στο μυαλό μου με τις καλοκαιρινές διακοπές.
Όπως η Νήσος, το νησί όπου λαμβάνει χώρα το μυστήριο, και στην οποία μπορεί καθένας να αναγνωρίσει τους δικούς του αγαπημένους προορισμούς, έτσι κι οι πρωταγωνιστές είναι συγχρόνως άγνωστοι αλλά και οικείοι στον αναγνώστη. Είμαι βέβαιος πως όλοι θα βρείτε χαρακτηριστικά προσώπων του περιβάλλοντός σας. Οι ήρωες λοιπόν, είναι αυτόνομες προσωπικότητες, οι οποίες έχουν όμως ήδη κάποια θέση στη ζωή μου, και σύντομα και στη ζωή των αναγνωστών.
Πολλοί διαβάζοντας τις ιστορίες του αστυνόμου Μάρκου, θυμούνται τον Ηρακλή Πουαρό. Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς αυτή τη σύγκριση; Υπάρχουν κοινά στοιχεία;
Ο αστυνόμος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αττικής, Χριστόφορος Μάρκου είναι λάτρης του Πουαρό, και θα το εκλάμβανε ως μεγάλο κομπλιμέντο. Όπως κι εγώ, φυσικά! Στον γαλλικό και γαλλόφωνο τύπο, όντως πολλοί έχουν επισημάνει ότι στα βιβλία μου συναντά κανείς την αύρα και την ατμόσφαιρα, τη δομή και την επιμονή στην ψυχολογία, όχι στις αιματηρές περιγραφές, των μυστηρίων της χρυσής εποχής της αστυνομικής λογοτεχνίας.
Σαφώς και με έχουν εμπνεύσει, αποτίω συνειδητά φόρο τιμής στο είδος που λατρεύω, αλλά δεν αντιγράφω και δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να συγκριθώ με τα τεράστια ονόματα που εκπροσωπούν το είδος, ούτε ο Μάρκου με τους ήρωες τους.
Η αριστοτελική μέθοδος με την οποία χειρίζεται ο Μάρκου τις έρευνές του, και ο τρόπος που αξιολογεί τα στοιχεία όντως τον φέρνουν κοντά στον Ηρακλή Πουαρό. Ο Μάρκου όμως δεν έχει τίποτα απ’ τον εκκεντρικό χαρακτήρα ή τις ιδιοτροπίες του αγαπημένου μας Βέλγου ντετέκτιβ.
Ο ίδιος, σε μια από τις προηγούμενες περιπέτειες του αναλογίζεται πως δεν θα μπορούσε να είναι λογοτεχνικός ντετέκτιβ γιατί είναι «υπερβολικά νορμάλ», σε σχέση όχι μόνο με τον Πουαρό ή τον Σέρλοκ Χολμς, αλλά και με όλους τους αλκοολικούς, βασανισμένους αστυνομικούς του σκανδιναβικού αστυνομικού. Αυτό δεν σημαίνει πως κι ο Μάρκου όπως όλοι μας, δεν έχει τη σκοτεινή του πλευρά.
Απλά δεν είναι αυτή που καταλαμβάνει τον κύριο χώρο του βιβλίου: είναι η έρευνα, το θύμα, οι ύποπτοι, τα κίνητρα και η ψυχολογία τους. Όπως θα έλεγε και ο Πουαρό, για να επιστρέψουμε, “C’est la psychologie, mon ami!”.
Οι περισσότερες περιπέτειες του Μάρκου εξελίσσονται σε παραθαλάσσιες περιοχές. Τι ρόλο παίζει η θάλασσα στη ζωή και τα βιβλία σας;
Όντως τα δύο τελευταία μυστήρια είναι παραθαλάσσια: το «Μourir en scène» στην Αθηναϊκή Ριβιέρα η οποία κρύβει σκοτεινά μυστικά κάτω απ’ τον ήλιο της, και το «Μυθιστόρημα με κλειδί» σ’ ένα ελληνικό νησί, περικυκλωμένο απ’ την άγρια θάλασσα. Ειδικά στο νέο βιβλίο η θάλασσα είναι συμπρωταγωνίστρια και κομμάτι της πλοκής, μαζί με τα πρόσωπα και την ίδια τη Νήσο.
Είναι το νερό –μαζί με τον αέρα—που κρατάει τους πάντες παγιδευμένους, χωρίς διαφυγή αλλά και χωρίς εξωτερική βοήθεια, σε ένα σχεδόν κλειστοφοβικό, παρά την ομορφιά και την καλοκαιρινή ατμόσφαιρα, περιβάλλον. Ο αστυνόμος Μάρκου μάλιστα ανακαλεί κάποια στιγμή το απόφθεγμα: «Μισώ να στέκομαι κοντά στη θάλασσα, να την ακούω να βρυχάται και να μαίνεται σαν άγριο θηρίο στη φωλιά του. Μου θυμίζει την προσπάθεια του ανθρώπινου μυαλού, που όσο κι αν αγωνίζεται να ελευθερωθεί, καταλήγει ακριβώς εκεί απ’ όπου ξεκίνησε.»
Μεγάλωσα δίπλα στη θάλασσα στην Κρήτη, είναι κομμάτι του DNA μου κι είναι από τα πράγματα που μου λείπουν στο Παρίσι. Όποτε έχω ανάγκη λοιπόν ν’ αφήσω το νερό να παρασύρει τις σκέψεις μου πάω και κάθομαι δίπλα στον Σηκουάνα. Δεν είναι το ίδιο φυσικά, δεν έχει ο ποταμός αυτό το καθάριο γαλανό των ελληνικών θαλασσών, αλλά η κίνηση του νερού με γαληνεύει και με βοηθά να βάλω σε σειρά ιδέες κι εμπνεύσεις.
Οι σπουδές και η ενασχόλησή σας με τη νομική και την εγκληματολογία πώς και κατά πόσο επηρεάζουν την εξέλιξη των ιστοριών στα βιβλία σας;
Οι σπουδές στη νομική και την εγκληματολογία αλλά και η άσκηση για κάποια χρόνια της μαχόμενης δικηγορίας, στο ποινικό, είχαν κι έχουν επίδραση όχι μόνο στην πλοκή αλλά και τη δομή των βιβλίων μου, στην ανάπτυξη των χαρακτήρων και στην ακρίβεια των λέξεων που επιλέγω για τις περιγραφές μου.
Ως προς την κατασκευή, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, όπως κι ένα δικόγραφο, πρέπει να έχει, κατ’ εμέ, εισαγωγή, κύριο σώμα και συμπεράσματα. Τα συμπεράσματα αυτά δε, να μην είναι μετέωρα, να μην εμφανίζεται απ’ το πουθενά ο δράστης στις δέκα τελευταίες σελίδες, χωρίς στοιχεία, χωρίς βάση, αλλά αντίθετα πρέπει η λύση να στηρίζεται σε όλα όσα είχε στα χέρια του ο αναγνώστης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Οι σπουδές στην εγκληματολογία με βοήθησαν να δω το έγκλημα και τον εγκληματία από μια ευρύτερη σκοπιά, κοινωνιολογική, ψυχολογική, βιολογική, κ.ο.κ, όχι μόνο νομική ή λογοτεχνική.
Και τις γνώσεις αυτές τις επικοινωνώ στο χτίσιμο των πρωταγωνιστών, και των κινήτρων τους. Τέλος, αν το whodunit είναι μια έρευνα αναζητώντας τον δολοφόνο, οι αναγνώστες είναι οι ένορκοι, αυτοί αποφασίζουν αν όσα διάβασαν αξίζουν επιβράβευση ή… τιμωρία!
Τι σας ενθουσιάζει περισσότερο στη συγγραφή crime fiction μυθιστορημάτων και criminartistic βιβλίων; Υπάρχει δόση αλήθειας μέσα σε αυτές τις ιστορίες;
Η συγγραφή είναι ψυχανάλυση κι εργαλείο για ψυχοκάθαρση. Το σκοτεινό μου κομμάτι εκφράζεται με τρόπο δημιουργικό μέσα από λέξεις, σκέψεις και πράξεις των πρωταγωνιστών στα βιβλία μου. Μ’ ενθουσιάζει λοιπόν το ότι ανακάλυψα και κάνω στη ζωή μου αυτό που αγαπώ—όχι χωρίς θυσίες φυσικά!— αισθάνομαι περήφανος και το λαμβάνω ως μεγάλη τιμή το ότι οι σκέψεις μου αγγίζουν κι άλλους.
Τα δύο αυτά είδη με τα οποία ασχολούμαι ωστόσο, τα αστυνομικά μυθιστορήματα και τα criminartistic βιβλία, όπου αναλύω με τρόπο εγκληματολογικό ζωγραφικούς πίνακες, γλυπτά, αρχαίους αμφορείς κ.ο.κ. που αναπαριστούν εγκλήματα, έχουν μια μεγάλη διαφορά: στα μυθιστορήματα η φαντασία μου είναι απόλυτα ελεύθερη, ο κόσμος που δημιουργώ είναι ολόκληρος αποκύημα του μυαλού μου.
Αντίθετα στα criminartistic βιβλία, με δεσμεύει όχι μόνο ο καλλιτέχνης του οποίου το έργο αναλύω, αλλά και οι πηγές της δικής του έμπνευσης, η μυθολογία, η Βίβλος, η Ιστορία. Είναι μια άσκηση ισορροπίας μεταξύ των ελευθεριών και των περιορισμών του δημιουργού κι εμένα .
Και στα δύο ειδή ωστόσο, υπάρχουν δόσεις αλήθειας: στα μυθιστορήματα οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών είναι αποτέλεσμα σύνθεσης χαρακτηριστικών φίλων και γνωστών, και στα criminartistique αναζητούμε την αλήθεια, αν μπορούμε να μιλήσουμε φυσικά για μυθολογικές, βιβλικές ή ακόμα και ιστορικές αλήθειες.
Δεδομένης της παραμονής σας στη Γαλλία, αντιλαμβάνονται το ίδιο Έλληνες και Γάλλοι την αστυνομική λογοτεχνία;
Και οι δύο λαοί αγαπάνε το αστυνομικό, σε όλες του τις εκφάνσεις: κοινωνικό, νουάρ, σκανδιναβικό, μεσογειακό, whodunit, cosy κλπ. Και στις δύο χώρες υπάρχουν ωστόσο κάποιοι, συγγραφείς, κριτικοί, ή Μέσα, που θεωρούν πως η αστυνομική λογοτεχνία δεν είναι σοβαρή λογοτεχνία.
Δεν εννοούν να καταλάβουν πως ένα καλογραμμένο αστυνομικό, μας δίνει μια εικόνα της κοινωνίας και της ανθρώπινης ψυχολογίας και ψυχοσύνθεσης, μιλάει για τα ένστικτα, τα διακυβεύματα, τις μύχιες σκέψεις, και την κατάληξη σε, ή την αποχή από, την πράξη. Ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα μας οδηγεί στην κάθαρση μέσω ελέου και φόβου, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης για την τραγωδία.
Η μεγάλη διαφορά γαλλικού κι ελληνικού αναγνωστικού κοινού, όμως, είναι πως οι Γάλλοι εμπιστεύονται και διαβάζουν Γάλλους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας εδώ και πολλές δεκαετίες. Οι Έλληνες είναι πιο διστακτικοί στους εγχώριους εκπροσώπους του είδους, αν και τα τελευταία χρόνια υπάρχει—ευτυχώς—μια στροφή. Μπορώ να σας βεβαιώσω, ζώντας και συμμετέχοντας στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι της Γαλλίας, πως κάποιοι Έλληνες συγγραφείς δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αντίστοιχους που κάνουν διεθνείς καριέρες.
Τι να περιμένουμε συγγραφικά από εδώ και πέρα;
Επανακυκλοφορία στην Ελλάδα, με τις Εκδόσεις Μίνωας, των πρώτων περιπετειών του αστυνόμου Μάρκου, βασισμένες στις αντίστοιχες γαλλικές εκδόσεις, συνέχεια –όσο μου επιτρέπει η έμπνευση κι η αγάπη των αναγνωστών—των ερευνών του, με επόμενα βιβλία, αλλά και νέα criminartistic projects για το εξωτερικό.
Ελπίζω το συγγραφικό μου comeback στην Ελλάδα, με το «Μυθιστόρημα με κλειδί» κι όσα έπονται, να είναι η αφορμή να περνάω περισσότερο χρόνο εδώ.
Λίγα λόγια για το Μυθιστόρημα με κλειδί
Η Νήσος, ένα ειδυλλιακό ψαρονήσι, έχει γίνει καλοκαιρινός προορισμός του διεθνούς τζετ σετ. Ο αστυνόμος του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Αττικής, Χριστόφορος Μάρκου, περνάει εκεί την άδειά του, όταν κατά τη διάρκεια ενός πάρτι η Λούσι Ντέιβις, μια νεαρή Αγγλίδα δημοσιογράφος, βρίσκεται δολοφονημένη στην αποθήκη της οικοδέσποινας.
Με το νησί αποκλεισμένο από τον άνεμο, ο Μάρκου ψάχνει το κίνητρο και τον δράστη στα μυστικά, τα ψέματα και τα κουτσομπολιά του «κλειστού κύκλου της Νήσου» και σε ένα μυθιστόρημα με κλειδί που έγραφε το θύμα. Η επιφανειακή ηρεμία του νησιού διαταράσσεται ενώ ένα ακόμη ανεξιχνίαστο έγκλημα από το παρελθόν θα περιπλέξει την υπόθεση. Καθώς η λίστα των νεκρών μεγαλώνει, θα κατορθώσει ο Μάρκου να βρει τον δολοφόνο προτού αυτός καταφέρει να ξεφύγει με το επόμενο πλοίο της γραμμής;