Η φωνή του Αποστόλη Ψυχράμη έχει μία ωραία χροιά που δύσκολα ξεχνάς. Τη θυμάμαι χαρακτηριστικά σε μιούζικαλ στο Εθνικό Θέατρο (“Σρεκ”), παραστάσεις στην Εναλλακτική σκηνή της Λυρικής (“Once“, “Into the woods”) και το αρχαίο θέατρο της Μικρής Επιδαύρου (“Θεογονία, ένα μεγάλο γλέντι”). Όπως δύσκολα ξεχνάς και το γέλιο του, αφού ο Αποστόλης, πρωτότοκος γιος μίας μουσικής οικογένειας με εφτά παιδιά (Γιώργος, Ειρήνη, Αλέξανδρος, Αντιγόνη, Βασίλης, Ανδρέας) γελάει συχνά και με την καρδιά του. «Με το παιδί μέσα μου δεν έχω αλλάξει τη σχέση μου όλα αυτά τα χρόνια», μου λέει εκείνο το απογευματάκι που συναντηθήκαμε για να συζητήσουμε το Σπιρτόκουτο, το θεατρικό στοίχημα που έβαλαν με τον εαυτό τους ο Γιάννης Οικονομίδης, ο Γιάννης Νιάρρος και η Αφροδίτη Παναγιωτάκου για τη Στέγη. Και το κέρδισαν ξεκάθαρα. Στο “Σπιρτόκουτο: The musical- Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους ” ο Ψυχράμης υποδύεται τον Βαγγέλη, που κάπως πρέπει να λύσει το θέμα του με τη Λίντα -σε αυτόν απευθύνεται ένα από τα πρώτα hit της παράστασης (“Τι θα κάνεις με τη Λίντα Βαγγέλη;”). Με ρωτάει πότε την είδα, γιατί «μια παράσταση είναι ένας ζωντανός οργανισμός, αλλάζει ταχύτητες, μαλακώνει, σκληραίνει, μεγαλώνει, τσιτώνει». Τις πρώτες μέρες είχαν όλοι αγωνία, μία αγωνία που όμως δεν υπάρχει πια αφού το κοινό αγκάλιασε την τολμηρή μεταφορά σε μιούζικαλ της αγαπημένης ταινίας του Οικονομίδη.
Πώς βρέθηκες στη μιούζικαλ εκδοχή της εμβληματικής ταινίας του Οικονομίδη;
Γνωρίζομαι χρόνια με τον Γιάννη Νιάρρο και ήμουν εκεί όταν ξεκίνησε να γράφει γι’ αυτό το project. Συγκεκριμένα είχε γράψει το επικό Κωλαράκι, όπου πλέον καλούμαι ως ρόλος να απαντήσω στο ερώτημα, “Τι θα κάνεις με τη Λίντα Βαγγέλη;” και κάνα δυο ακόμη. Εκείνη την περίοδο ήμασταν μαζί στο Γυάλινο μουσικό θέατρο, έκανα ένα guest στο show του Γιάννη, “Life Before Grammys”. Με το που άκουσα τα κομμάτια, σκέφτηκα ότι θα ήταν υπέροχα παρανοϊκό, είπα αμέσως ναι γιατί με συνεπήρε αυτό που άκουσα, δεν σκέφτηκα τι ακριβώς πάμε να κάνουμε. Μετά ο Γιάννης άρχισε να δουλεύει πιο εντατικά με τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο τη μουσική και τα τραγούδια -σου μιλάω τώρα για περίπου δύο χρόνια πριν αρχίσει η παράσταση.
Υπήρχε μία στιγμή που είπες τον εαυτό σου, “τι πάμε να κάνουμε;”
Στην ανάγνωση του κειμένου. Είχα δίπλα το score, τα κομμάτια και την πρόζα. Το είπε πολλές φορές ο Γιάννης, είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι που δεν συναντιούνται. Κι εμείς θα έπρεπε να τους φέρουμε κοντά. Μπήκε μέσα μου ένα ερωτηματικό για το αποτέλεσμα, αλλά μετά ξεκίνησαν οι πρόβες, που ήταν σαν βόλτα με το τρενάκι του λούνα παρκ: μόνο χαρά, μόνο τρέλα. Πάνω, κάτω, επιταχύνσεις, βουτιές, ξανά ψηλά. Γνωρίζοντας κανείς τον Γιάννη λίγο καλύτερα, καταλαβαίνει τι ποιότητα έχει, αλλά τώρα, στην πρώτη σκηνοθετική του απόπειρα, είχε να κάνει με ένα πολύ δύσκολο task. Ο τύπος δεν πήγε στην πρώτη πίστα, πήγε στην πιο ψηλή, να σκηνοθετήσει ένα μιούζικαλ με ζωντανή μουσική, με υλικό ένα έργο που έχει “γράψει” στη σύγχρονη κουλτούρα, ένα έργο λαϊκό, που κάνει πολιτικό statement και απευθύνεται σε όλους, δεν αφήνει έξω κανέναν.
Και που ανεβαίνει στη Στέγη, που έχει το δικό της κοινό, ένα μάλλον εκπαιδευμένο και κάπως απαιτητικό.
Ήταν ένα στοίχημα οπωσδήποτε, για τους συντελεστές, για τη Στέγη, για όλους. Το Σπιρτόκουτο δεν είναι μία παράσταση με κράχτες, εμπορικά μιλώντας, με πρωταγωνιστές της τηλεόρασης για παράδειγμα, είναι όμως οι σωστοί άνθρωποι για τη σωστή δουλειά. Θα βγάλω τον εαυτό μου απέξω και θα μιλήσω για ένα αληθινά τέλειο καστ. Αν ο Γιάννης έχει πέντε ταλέντα, το ένα είναι σίγουρα να κάνει κάστινγκ. Έχουμε να κάνουμε με μιούζικαλ, χρειάζεσαι δηλαδή περφόρμερ, ανθρώπους που μπορούν να παίξουν, να τραγουδήσουν και να χορέψουν ταυτόχρονα. Οι ηθοποιοί μας δεν είναι εκπαιδευμένοι για όλο αυτό. Ο Γιάννης με τον Αλέξανδρο είτε έγραψαν για συγκεκριμένους ανθρώπους, είτε διάλεξαν τους ιδανικούς γι’ αυτό που είχαν γράψει. Κι εδώ έρχεται η ευτυχία του να δουλεύεις για έναν φορέα που δεν επεμβαίνει στη δουλειά σου, δεν σου λέει ποιον να φέρεις να παίξει στην παράσταση. Τι να πρωτοπώ, για τους εξαιρετικούς ηθοποιούς, με υπόσταση, με σπουδαίο βιογραφικό, να πω για τους μουσικούς της παράστασης που είναι είναι Α Team, Πρώτη Εθνική, για να μιλήσω μπαλαδόρικα. Όταν ξεκίνησαν οι πρόβες, που γινόταν τμηματικά, είχαμε όλοι ένα χαμόγελο… Όταν όμως πρωτοείπαμε τα τραγούδια με την ορχήστρα, δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε να γελάμε. Τότε άρχισε λίγο να με τρώει. Είπα, ρε, πολύ γελάμε, δεν είναι αυτό το Σπιρτόκουτο. Και όντως είναι κάτι άλλο. Και με τη μουσική ανοίγει η πόρτα σε έναν άλλο κόσμο. Γιατί η μουσική αμβλύνει κάτι, τονίζει κάτι άλλο, δημιουργεί άλλη εικόνα, άλλη αίσθηση. Αν σκεφτείς ότι βγαίνει η Κικίτσα με μία σάμπα και λέει αυτά που λέει υπόγεια… Είναι η στιγμή που είπα “εδώ γεννιέται κάτι άλλο, κάτι καινούργιο”. Αυτό ήθελε εξάλλου και ο Γιάννης Οικονομίδης, να προκύψει κάτι καινούργιο. Και ο Νιάρρος με τον Λιβιτσάνο το κατάφεραν.
Μεγάλωσες σε μια γειτονιά με κοινωνική διαστρωμάτωση παρόμοια με αυτήν του Σπιρτόκουτου. Είχες γείτονες που σου θυμίζουν τους ήρωες του έργου; Πώς είδες την προβληματική ελληνική οικογένεια που πρωταγωνιστεί;
Βλέποντας την ταινία, και το λέω ειλικρινά, δεν κατάλαβα ποτέ πιο ήταν το σοκ για το οποίο μιλούσαν κάποιοι. Τα μπινελίκια; Σε μια οικογένεια με έντονες προσωπικότητες και πολλά παιδιά μπορεί να πέφτει κι ένα “γαλλικό”, να γίνεται φασαρία… Δεν καταλάβαινα γιατί ο κόσμος το βρήκε σοκαριστικό. Μετά συνειδητοποίησα ότι την περίοδο που βγαίνει η ταινία, είμαστε πριν από τους Ολυμπιακούς, υπάρχει μία ευδαιμονία, ζούμε ένα ψέμμα όλοι, έχουμε ξεφύγει λίγο κι έρχεται η ταινία και σου τραβάει μία χαστούκα. Δεν πιστεύω ότι ταράχτηκε κανείς από το μπινελίκι από ένα, με συγχωρείς, “άντε γ@**σου”, ή στο άκουσμα της λέξης “μαλάκα”. Τώρα να βγούμε να διασχίσουμε το δρόμο και θα ακούσουμε τρισχειρότερα. Έρχεται λοιπόν ο Οικονομίδης σαν την Κασσάνδρα και λέει τότε, ¨κοιτάξτε παιδιά, καλά όλα αυτά που γίνονται γύρω μας, αλλά στο μεταξύ, μέσα σε τέσσερις τοίχους, στα σπίτια των ανθρώπων μπορεί να συμβαίνει και αυτό”. Και συμπυκνώνει στο κινηματογραφικό του κόσμο πολλές τραγικές ιστορίες μέσα σε ένα σπίτι . Γελάμε τώρα με τον Γιώργο Κατσή που υποδύεται τον Λουκά και λέμε ότι θα μπορούσε ο Λουκάς να έχει το δικό του spin off, να είναι σειρά στο Netflix: Ο Λουκάς. Ο χαρακτήρας του τα έχει όλα.
Χασκογελάγαμε σε όλη την παράσταση με μια φίλη μου, μέχρι που πιάναμε τον εαυτό μας να λέει, “με τι γελάς, αυτό που βλέπεις είναι τραγικό”.
Ένα έργο μιλάει στον κάθε άνθρωπο διαφορετικά. Η παράσταση περνάει όλα όσα θέλει να πει από κάτω, έτσι όπως μας σκηνοθέτησε ο Νιάρρος, με ευγένεια, με χαλαρότητα, χωρίς πίεση. Γιατί τι άλλο κάνει το Σπιρτόκουτο από το να σου πετάει τη ζωή μες στη μούρη; Τι διαφορά έχει από το να βλέπεις τις ειδήσεις; (Που τις βλέπω καμιά φορά και δεν πιστεύω τι βλέπω και τι ακούω). Νομίζω ότι η παράσταση παίρνει τον θεατή από το χέρι και τον περνάει από όλες τις πιθανές καταστάσεις συναισθηματικά: την αμηχανία, το μειδίαμα, το γέλιο, το φωναχτό γέλιο, το δεν κρατιέμαι, το με τι γελάω. Βγαίνει ο Λουκάς και γίνεται χαμός. Αλλά σίγουρα μετά ο κόσμος σκέφτεται με τι γέλαγε, τι τραγουδούσε.
Και άμα τη εμφανίσει του Βαγγέλη, τον οποίο υποδύεσαι, γίνεται χαμός με μία απλή καλησπέρα. Ανταποκρίνεσαι με άνεση στις ανάγκες του ρόλου, μουσικές και υποκριτικές. Νιώθεις πως παίζεις σε ένα υβριδικό μιούζικαλ;
Μου αρέσει το μιούζικαλ, το αγαπώ κι έχω βρει και τη θέση μου στο μουσικό θέατρο -οι περισσότερες δουλειές που έχω κάνει σχετίζονται με αυτό. Το μουσικό θέατρο είναι μέσα στην κουλτούρα μας. Άφησε εποχή με παραστάσεις όπως η Όμορφη πόλη ή το Μεγάλο μας τσίρκο. Αλλά και στην επιθεώρηση η μουσική έπαιζε σημαντικό ρόλο, απλώς κάποια στιγμή η επιθεώρηση ευτελίστηκε και η μουσική ακουγόταν πλέον …κονσέρβα. Θεωρώ ότι το Σπιρτόκουτο είναι ένα αμιγώς ελληνικό μιούζικαλ για τον τρόπο που αποτυπώνει αυτό που συμβαίνει μουσικά σε αυτή τη χώρα. Είναι όλα αυτά τα διαφορετικά ακούσματα μέσα και είναι δικά μας. Κατάφεραν αυτοί οι δύο τύποι να συνθέσουν κάτι που μας αφορά όλους.
Είναι πολλά τα θέματα που θίγει το Σπιρτόκουτο, με τη λεκτική βία σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ποια από τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας σε στεναχωρεί περισσότερο;
Η παθογένεια που μας δείχνει το Σπιρτόκουτο δεν είναι της ελληνικής κοινωνίας, είναι της ανθρωπότητας και είναι η μεταφορά της βίας. Είναι η ασυνείδητη αλυσίδα που συνδέει τη γέννηση της βίας με τον τελικό αποδέκτη της. Το φiτίλι φτάνει να ανάψει πάντα στον τύπο που έχει τη λιγότερη ευθύνη, στον πιο αδύναμο κρίκο. Είναι αδιανόητο: Σκάει μία σφαλιάρα κάποιος, ο άλλος απαντάει ή τη σκάει στον επόμενο και στον επόμενο και αυτή η σφαλιάρα καταλήγει στο παιδί της οικογένειας. Όταν ακούμε για μία πράξη βίας, όταν μαθαίνουμε ότι κάποιος χτυπάει το παιδί ή τη γυναίκα του, μας ταράζει, αλλά ξεχνάμε ότι συχνά γύρω τους υπάρχει μία μη δράση, μία συμμετοχή στη σιωπή των θυμάτων από τον περίγυρο που κάνει ότι δεν ακούει ή δεν βλέπει, ενώ (και) ο περίγυρος πρέπει να μπει μπροστά, να πάρει θέση, να πει σταμάτα.
Πως τα πας με τις ταμπέλες στη δουλειά σου; Είσαι ηθοποιός που τραγουδάει ή τραγουδιστής που παίζει στο θέατρο;
Έχω αντιμετωπίσει κατά καιρούς το ερώτημα και έχω αισθανθεί αμήχανα γιατί παίζω στο θέατρο και με αντιμετωπίζουν ως τραγουδιστή ή τραγουδάω και με αντιμετωπίζουν ως κάτι άλλο. Δεν με πειράζει καθόλου. Για μένα είναι αυτονόητο να έχεις εκπαιδευτεί και στα δύο. Φαντάσου τους συναδέλφους που είναι και καταρτισμένοι χορευτές. Συναντήθηκα με τη μουσική από πολύ μικρός, με το τραγούδι το ίδιο και κάποια στιγμή στην πορεία μου ήρθε και το θέατρο για να μου δώσει μία σφαιρική εικόνα αυτού που αποκαλούμε «ανεβαίνω στη σκηνή». Πραγματικά δεν θα ήμουν ο ίδιος τραγουδιστής αν δεν είχα συναντήσει το θέατρο, ούτε θα ήμουν ο ίδιος ηθοποιός αν δεν είχα πίσω μου αυτό το μουσικό background.
Εκτός από το Σπιρτόκουτο, τρέχουν κι άλλα project γα σένα.
Είμαι στην παράσταση του Patari Project, Οι 5 του Αιγαίου, στο θέατρο του Νέου Κόσμου, κάνω μεταγλωττίσεις -animation κυρίως- ως ηθοποιός, τραγουδιστής, επιμελητής τραγουδιών αλλά και σκηνοθέτης. Δουλεύω μάλιστα με παιδιά, πράγμα αρκετά δύσκολο για όλους τους συντελεστές, ειδικά για τα παιδιά γιατί ο όγκος δουλειάς είναι τεράστιος με μεγάλη απαίτηση για παιδικές φωνές.… Και βέβαια έχω και την μπαντάρα μου, τους Dreamy Whispers: τέσσερις φωνές, μια ακουστική κιθάρα κι ένα μπάσο (Ειρήνη Ψυχράμη, Ευγενία Λιάκου, Δημήτρης Δρόσος, Φώτης Παπαθεοδώρου), με τους οποίους διασκευάζουμε και ανασυνθέτουμε γνωστά κομμάτια με πολυφωνίες.
Έχεις σχεδόν μεγαλώσει μπροστά στις κάμερες, σίγουρα έχεις ενηλικιωθεί με τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω σου.
Αλήθεια είναι αυτό, όχι τόσο μπροστά στις κάμερες όσο πάνω στη σκηνή. Ξεκίνησα το 1985 με την παιδική χορωδία του Τυπάλδου και έφτασα το 1996 να συμμετέχω στο ανέβασμα της “Μελωδίας της Ευτυχίας”. Σου μιλάω για μία δεκαετία με άπειρες ώρες ηχογραφήσεων, συναυλιών, εμφανίσεων σε κανάλια, εκπομπές, πρωινάδικα… Ήμουν 23, 24 χρόνων και θεωρούσα όλη αυτή την προβολή και την έκθεση αυτονόητη.
Τι αποκόμισες από όλα αυτά;
Είχα μία εμπειρία και μία σιγουριά, χωρίς να ξέρω τι θα μου δώσει στο μέλλον, αν θα με βοηθήσει. Χάθηκα και λίγο στο δρόμο. Δεν ήξερα που να επενδύσω για να κάνω καριέρα. Δεν ένιωθα ότι ανήκω σε ένα πράγμα, ότι έπρεπε να αφοσιωθώ σε κάτι. Δεν ήθελα να παίζω μόνο πρόζα ή να είμαι στην τηλεόραση. Ήρθε ο καιρός να ωριμάσω, ίσως από σύμπτωση, όταν γεννήθηκε ο γιος μου το 2014. Είναι λες και όλα απαντήθηκαν σε σχέση με το τι θα κάνω. Είπα, «θα κάνω αυτό που είναι μπροστά μου». Κι εμφανίστηκε το “Σρεκ”, μία δουλειά στο Εθνικό με έναν θίασο από υπερταλαντούχα παιδιά, που είναι σήμερα όλοι κάπου και κάνουν διάφορα: Η Δάφνη Δαυίδ, που είναι τώρα στο Σπιρτόκουτο, όπως και οι μουσικοί μας Κλωνής Δημήτρης και Βασίλης Παναγιωτόπουλος. Στο Σρεκ ήταν ακόμη ο Τζεφ Μααράουι, η Μαρίνα Σάττι, η Ειρήνη Μακρή, με την οποία παίζουμε τις Κυριακές το μεσημέρι στην παράσταση του Patari Project στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Συνειδητοποίησα ότι δεν έχω κανένα λόγο να χάνομαι σε σκέψεις. Έτσι η τύχη μου άνοιξε. Σαν να τράβηξα μία κουρτίνα, να έγινε ένα κλικ. Κάπως γειώθηκα, έσβησε μέσα μου κι αυτή η ματαιοδοξία ότι «πρέπει να κάνω κάτι». Να σου θυμίσω ότι έχω πάρει μέρος σε talent show, έχω κερδίσει, έχω φάει τα μούτρα μου, έχω περάσει δύσκολα, έχω περάσει πολλά χρόνια σε μουσικές σκηνές. Δεν έχει τίποτα από όλα αυτά σημασία, παρά μόνο ένα: να συναντάμε τον εαυτό μας κάθε φορά σε αυτό που κάνουμε. Κανένας καλλιτέχνης δεν βρίσκει το δρόμο του κερδίζοντας ένα talent show. Σε αυτά τα show πηγαίνεις με 0% προσδοκίες και φεύγεις με προσδοκίες στο 100%. Θυμάμαι είχα παγώσει για χρόνια μετά από εκείνη τη νίκη. Φαντάσου τι γίνεται σήμερα με την έκρηξη των social, που το μεγεθύνει όλο αυτό. Αυτό που λέω και στους μαθητές μου στο Εθνικό Ωδείο της Σπάρτης είναι να είναι ο εαυτός τους, να είναι παρόντες στο εδώ και στο τώρα, να μην γίνονται κάτι άλλο για να πετύχουν.
Πληροφορίες παράστασης Σπιρτόκουτο: The musical -Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Κεντρική Σκηνή
Τετάρτη έως Κυριακή στις 20:30.
Διάρκεια: 120’ (χωρίς διάλειμμα) Κατάλληλο: 18+
Παραστάσεις έως 22 Ιανουαρίου 2023.