Στις 16 ποιητικές της συλλογές, από το 1963 μέχρι το 2018 που κυκλοφόρησε το τελευταίο της βιβλίο με τίτλο “Με άλλο βλέμμα” (εκδόσεις Καστανιώτη), η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ αφηγείται την ιστορία του σώματός της. Το σώμα της και η αναπηρία που κουβαλούσε, από την ημέρα της γέννησής της, έγινε η αιτία για να γίνει αυτή η σπουδαία ποιήτρια που όλοι γνωρίζουμε και που έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών.
Γεννήθηκε με μία αναπηρία που δεν την πτόησε όμως ποτέ. Προήλθε από ένα μικρόβιο που άρπαξε στη γέννα και έκανε όλη την αριστερή της πλευρά να ατροφήσει, δημιουργώντας μυοσκελετικά προβλήματα. Κούτσαινε από το αριστερό πόδι και το αριστερό χέρι ήταν αδύναμο -για τον λόγο αυτό έγραφε πάντα χειρόγραφα. Η τραγική ειρωνία είναι ότι τον χρόνο που γεννήθηκε, τον Φεβρουάριο του 1939, ανακαλύφθηκε η πενικιλίνη και αυτό το μικρόβιο θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί με μια απλή ένεση.
Τα παιδικά της χρόνια τα πέρασε με συνεχείς επισκέψεις στους γιατρούς. Στα 7 της έκανε το πρώτο χειρουργείο στη Βιέννη, για να αντικαταστήσει μια άρθρωση που είχε “φαγωθεί”, και στα 10 το δεύτερο, στο Λονδίνο. Το πρόβλημα ωστόσο ήταν μόνιμο: το αριστερό πόδι ήταν κοντύτερο από το δεξί και κούτσαινε.
Για την ίδια δεν ήταν σπουδαίο μειονέκτημα αφού δεν ένιωθε σωματικό πόνο και δεν είχε κάποιο άλλο πρόβλημα στην κίνησή της. Για τους άλλους ήταν πάντα ένας λόγος να την κοιτούν περίεργα στην αρχή. Η ζωντάνια που είχε όμως ήταν πάντα αφοπλιστική και δεν άφηνε περιθώρια για παραπάνω σχόλια πάνω σε αυτό.
Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ βρήκε το καταφύγιό της στην ποίηση και η αναπηρία της που την έκανε να μην κινείται πολύ την οδήγησε στο να γράφει πολύ. Μέσα στα ποιήματά της κυριαρχούν το σώμα και η φύση καθώς έγραφε ουσιαστικά για το προβλημά της που μέσα στο χρόνο σχεδόν ξεχνούσε ότι υπάρχει -μέχρι να της το θυμίσει κάποιος απ’ έξω. Και φυσικά δεν το έκρυβε ποτέ από κανέναν, ούτε από τους φίλους ούτε από τους συντρόφους της. Και ήταν τυχερή σε αυτό το κομμάτι γιατί αγαπήθηκε πολύ και γνώρισε μάλιστα και τον άνδρα που εκείνη χαρακτήριζε ως “τέλειο”, τον άνδρα που της χάρισε το χαρακτηριστικό επίθετό της.
Ο σύντροφος της ζωής της
Πρόκειται για τον Ρόντνεϊ Ρουκ. “Ήμασταν και οι δύο στα 24. Γνωριστήκαμε και παντρευτήκαμε μέσα σε τρεις εβδομάδες. Πρωτοσυναντηθήκαμε σε μια ταβέρνα, τη ‘Λεύκα’, εκεί όπου έγιναν και όλα τα ραντεβού μας” είχε πει η ίδια σε πρόσφατη συνέντευξή της στο Provocateur.
“Ένα βράδυ είχαμε πιει πολύ. Συζητούσαμε διάφορα περί ζωής και γάμου. Τότε, έβγαζα το πρώτο μου βιβλίο. Γύρισα λοιπόν, και του είπα πως αυτόν τον καιρό είμαι απόλυτα αφοσιωμένη στην ποίηση και έχω πολύ πιο ενδιαφέρουσες δουλειές να κάνω από έναν γάμο. Σοβάρεψε απότομα και με ρώτησε τι θα του απαντούσα αν με ζητούσε σε γάμο. ‘Δεν θα μπορούσα να σου αρνηθώ’, του αποκρίθηκα. ‘Άρα, μόλις δέχτηκες’, μου είπε πιάνοντας το χέρι. Έκτοτε, μείναμε μαζί, για 43 ολόκληρα χρόνια. Εγγλέζος, με φοβερή μόρφωση. Ο τέλειος σύντροφος. Τον έχω χάσει εδώ και δώδεκα χρόνια” συνέχισε.
Όσο για το αν ο σύζυγός της ήταν η πηγή της έμπνευσής της, στην ίδια συνέντευξη, είχε απαντήσει: “Δεν θυμάμαι να έχω γράψει ποτέ για έναν φανταστικό έρωτα, μιας και ήμουν πολύ ενεργή βιωματικά. Κάθε φορά στόλιζα τον υπάρχοντα προσωρινό, με αυτόν που με ενέπνεε. Δεν ήταν λοιπόν, όλοι οι έρωτες των ποιημάτων μου για τον σύζυγό μου. Έρωτες στη ζωή μου είχα αρκετούς. Ακόμη και όταν ήμουν παντρεμένη με τον Ρουκ. Εκείνος το ήξερε, καταλάβαινε τα πάντα δεν είχε όμως, πρόβλημα. Θυμάμαι κατά τη διάρκεια του γάμου μας είχα έναν πιο σοβαρό έρωτα. Εγγλέζος και αυτός. Μια μέρα μου λέει: ‘Xώρισε με τον Ρουκ και έλα να ζήσουμε μαζί την ιστορία μας’. ‘Εγώ να αφήσω τον Ρουκ; Δεν είσαι καλά!’ του απάντησα. Ήμουν ερωτευμένη μαζί του, αλλά δεν μπορούσα ούτε καν να διανοηθώ ότι θα εγκατέλειπα τον άνδρα μου. Είχαμε κάτι βαθύ μεταξύ μας. Και δεν είναι ότι είχα την ανάγκη ενός παράλληλου έρωτα. Απλά ήθελα να ζήσω έντονα.”