Ηθοποιός που δουλεύει σε βάθος, με βλέμμα διαπεραστικό, έτοιμο να διηγηθεί ιστορίες, να υφάνει δολοπλοκίες και να πυροδοτήσει συζητήσεις, ο Νικόλας Χανακούλας ξεχωρίζει είτε ενδύεται έναν κωμικό μανδύα για έναν μικρότερο ρόλο (ήταν, για παράδειγμα, ο αστυνομικός υπό τον Βασίλη Μπισμπίκη στη σειρά Κομάντα και Δράκοι, του Θοδωρή Παπαδουλάκη), είτε αναλαμβάνει έναν απαιτητικό μονόλογο, όπως πιο πρόσφατα το Όνειρο ενός γελοίου του Ντοστογιέφσκι, που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Κουτλής.
Ηθοποιός με σπουδές οικονομικών, αλλά και γερμανικών, που τον ώθησαν, μαζί με την αγάπη του για το θέατρο, σε συνεργασίες με θεσμούς όπως το διεθνές φόρουμ του Theatertreffen στο Berliner Festspiele, ο Χανακούλας, που αγαπά τη δραματουργία, έχει δουλέψει με μεγάλους σκηνοθέτες. Στο ανέβασμα της πολυαναμενόμενης Μήδειας από τον Φρανκ Κάστορφ, ο Χανακούλας κρατάει το ρόλο του Κρέοντα, αλλά μας συστήνεται και με διαφορετικά πρόσωπα.
Αναρωτιέμαι αν μπορείς να συμπυκνώσεις τη διαδρομή σου ως αυτή τη συνεργασία με τον Κάστορφ, επί σειρά ετών διευθυντή του Γερμανικού θεάτρου Φολκσμπίνε και έναν από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στον κόσμο, σε μερικές φράσεις. Πώς έφτασες ως εδώ;
Θα στο πω σαν μια ψυχική διαδρομή από στιγμές γιατί έτσι το αισθάνομαι. Η πρώτη στιγμή ήταν στην τρίτη Λυκείου όταν μία καθηγήτρια φιλόλογος, ούτε καν η δική μου, με ρώτησε αν έχω σκεφτεί να γίνω ηθοποιός, μια τυχαιότητα, που έγινε απόφαση όταν μετά από δύο χρόνια σπουδών Οικονομικών ένιωσα ότι δεν μου αρέσει αυτό που κάνω. Είχε μπει λοιπόν ένα σποτάκι σε εκείνη τη σκέψη και μετά απλώς είπα ναι στην περιπέτεια. Αυτή ήταν μία δεύτερη στιγμή. Έπειτα έπεσα σαν εξωγήινος στο χώρο του θεάτρου, αφού παράτησα τη σχολή υποκριτικής στην οποία είχα γραφτεί. Όμως άρχισα να δουλεύω σχεδόν αμέσως και μπήκα σε αυτή την περιπέτεια πολύ βαθιά και συστηματικά. Η σύνδεση με τον Κάστορφ έρχεται και μέσα από τη μεγάλη μου αγάπη για το γερμανικό θέατρο. Μιλάω γερμανικά και ταξιδεύω συχνά για να δω παραστάσεις στη Γερμανία. Όσο για τον Κάστορφ, νιώθω πως συνδέομαι μαζί του πριν τον γνωρίσω, αφού είχα διαβάσει ότι περιγράφει τον εαυτό του ως δημιουργικό τεμπέλη. Πιστεύω πολύ στην ακρίβεια της στιγμής, ώστε να συμπυκνώνεις την ενέργειά σου για να πετύχεις ένα στόχο. Προφανώς έγινε ένα κάστινγκ από το οποίο με διάλεξε, αλλά πιστεύω πως αυτό που μας έφερε τελικά κοντά είναι μια τυχαιότητα που έγινε συνειδητή επιλογή ώστε μία μέρα να συναντήσω τον μαέστρο της τυχαιότητας.
Ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη όταν έμαθες ότι θα συνεργαστείς με έναν τόσο σημαντικό -και για σένα τον ίδιο- σκηνοθέτη;
Όταν χτύπησε το τηλέφωνο και το άκουσα, η σκέψη στο μυαλό μου δεν ήταν σκέψη, ήταν ένα ουρλιαχτό, μία κραυγή. Ήταν κάτι που δεν υπήρχε καν σαν όνειρο. Ένιωσα σαν να έβαλα γκολ. Έρχεται να δουλέψει στην Ελλάδα αυτός ο σπουδαίος σκηνοθέτης που θαυμάζεις και μαθαίνεις ότι θα πας να παίξεις μπάλα μαζί του. Ξέρεις, πιστεύει στην μπάλα κι αυτός. Μας λέει συχνά τη φράση του Μπρεχτ, «Το θέατρο χρειάζεται περισσότερο ποδόσφαιρο».
Τι σημαίνει για έναν ηθοποιό μα επιστρέφει για να παίξει στην Επίδαυρο;
Έχει ένα παράδοξο η Επίδαυρος. Ενώ εκτίθεσαι σε 8.000 κόσμου, η παρουσία σου εκεί παραμένει μια εσωτερική, πολύ μοναχική διαδικασία. Για να σταθείς και να ερμηνεύσεις όσο πιο λεπτά μπορείς, να αποδώσεις ψυχικές αποχρώσεις, πρέπει πρώτα να έχεις κάνει κάποια βήματα μέσα σου. Είναι μια διαδρομή αυτογνωσίας. Και σε δέκα και σε δεκαπέντε παρατάσεις να έχεις εμφανιστεί, κάθε φορά μαθαίνεις κάτι διαφορετικό, είτε όταν είσαι πάνω στη σκηνή ή ακόμη και μετά. Υπάρχει ένα επιμύθιο. Η Επίδαυρος είναι πάντα μία αναμέτρηση με κάτι που μας υπερβαίνει. Και είναι ωραίο που συμβαίνει αυτό, είναι ένα μέγεθος που παραμένει πρόκληση για όλους. Ο χώρος έχει μια μοναδική δόνηση. Αν καταφέρει το θέαμα να συντονίσει το κοινό σε αυτή τη δόνηση, η παράσταση γίνεται μία εμπειρία αξέχαστη.
Στην παράσταση του Κάστορφ θα δούμε πέντε γυναίκες ηθοποιούς να υποδύονται τη Μήδεια επί σκηνής. Θα σταθείς απέναντί τους στο ρόλο του βασιλιά Κρέοντα, που θέλει να διώξει τη Μήδεια από την πόλη του;
Στην αρχή του έργου είμαι για λίγο και ο Ιάσων, αφού, εκτός από τη Μήδεια του Ευριπίδη, χρησιμοποιούμε και αποσπάσματα από τα βιβλία Ρημαγμένη όχθη, Μήδειας υλικό, Τοπίο με Αργοναύτες του Χάινερ Μίλερ, και τα έργα Μια εποχή στην Κόλαση και Εκλάμψεις του Αρθούρου Ρεμπώ. Είναι μία δραματουργία πολλή διευρυμένη, αλλά με συνοχή. Είναι σημαντικό να πούμε πως ο Κάστορφ δεν λειτουργεί αποσπασματικά. Τον ενδιαφέρει η πορεία του μύθου που ξεκινά από τον Ευριπίδη και τον πιάνουν μετά ο Γκαίτε, ο Σίλε πριν φτάσει στο έργο του Μίλερ…
Ο Κρέοντας είναι ο κακός της υπόθεσης, ο εκπρόσωπος της πατριαρχίας, της συντήρησης. Τι βρήκες ενδιαφέρον σε αυτόν τον ήρωα;
Ο Κρέων είναι ένας άνθρωπος που μιλάει καθαρά. Η συντήρηση έχει, όπως όλα τα πράγματα, δύο όψεις. Έχει μία έλλειψη κίνησης αλλά και μία υγεία. Ακούς τον Κρέοντα ότι να λέει ότι φροντίζει για την οικογένειά του, για τη χώρα του. Λέει, «εγώ φροντίζω για το καλό της πατρίδας μου». Είναι «νοικοκυραίος». Βλέπει με συμπάθεια τον Ιάσονα που έχει επιστρέψει από τον πόλεμο και θέλει να ζήσει σαν ευυπόληπτος πολίτης. Κατανοεί ότι πρέπει να παντρευτεί την κόρη του για να το καταφέρει αυτό, για να ενσωματωθεί στην κοινωνία, να αποκτήσει ρίζες. Τη Μήδεια θέλει να τη διώξει γιατί τον απειλεί. Είναι ένας ήρωας αιχμηρός και σκληρός, αλλά με καλές προθέσεις.
Θυμώνεις με τον Κρέοντα γνωρίζοντάς τον καλύτερα;
Δυσκολεύομαι, δεν θυμώνω. Καλούμαι να μπω σε ψυχικά πεδία δύσκολα για την εποχή. Κι ενώ πρέπει να μπω στη διαδικασία απαξίωσης των γυναικών στην αληθινή ζωή μεγαλώνω μία κόρη. Στη σκηνή στέκομαι απέναντι σε πέντε γυναίκες και τις απαξιώ, πρέπει να σταθώ απέναντί τους πιο δυνατός και από τις πέντε μαζί. Εγώ όμως που δουλεύω στη ζωή μου καθημερινά για να βοηθήσω ένα πλάσμα να αποκτήσει αυτοπεποίθηση, να είμαι ο ίδιος σωστός και είμαι υποστηρικτικός για τις γυναίκες, δυσκολεύομαι πολύ με όλο αυτό.
Πολλοί μιλούν για τη Μήδεια σαν μία ηρωίδα του φεμινισμού. Είναι έτσι;
Εγώ δεν θα έβαζα καμία ταμπέλα στη γυναικεία ψυχή. Επειδή μιλήσαμε για τον Κρέοντα και τις θέσεις του, θεωρώ ότι η Μήδεια είναι επίσης καθαρή. Βιώνει μία απειλή και έχει μία πηγαία ενστικτώδη αντίδραση. Είναι κυνηγημένη, δεν υπάρχει χιλιοστό γης να σταθεί. Βιώνει το απόλυτο αδιέξοδο. Για κάθε άνθρωπο είναι απόγνωση αυτό. Δεν μπορώ να το πλαισιώσω με τον φεμινισμό ή να μείνω σε αυτόν.
Αφού την ανέφερες λίγο νωρίτερα, θα μου πεις πώς μεγαλώνεις την κόρη σου σε έναν πατριαρχικό κόσμο;
Ενυπάρχει μέσα μου αυτή η πατριαρχία, είναι mindset, νοοτροπία. Είναι καθημερινή η αναμέτρηση για να μην την υπηρετεί ένας άνδρας. Γιατί ενώ πας να προφυλάξεις και να δώσεις χώρο στη γυναικεία ύπαρξη, πρέπει να προσέχεις να μην το κάνεις από μία πατριαρχική θέση. Είναι πολύ λεπτό το σημείο, πρέπει να ελέγξεις βαθιά μέσα σου ότι δεν λες «εγώ είμαι αυτός που σου επιτρέπει να ανθίσεις». Αυτό είναι καταστροφή, όταν εσύ σκέφτεσαι ότι είσαι η εξουσία που επιτρέπει στον άλλο να ανθίσει. Αυτό που προσπαθώ να κάνω από τότε που ήταν βρέφος είναι να βλέπω μία αυτόνομη προσωπικότητα. Δεν είναι το παιδί μου, η κόρη μου. Είναι η Μάγια. Η Μάγια που έχει πολύ βαθύ βλέμμα, έχει χιούμορ, εκφράζει τα συναισθήματά της, είναι δημιουργική. Είναι ένα πρόσωπο έξω από μένα. Και προσπαθώ να τη στηρίζω να είναι αυτή η προσωπικότητα, η δική της. Είναι μικρή η κοινή διαδρομή μας, η Μάγια είναι μόλις 6 ετών και τα πιο δύσκολα έπονται, αλλά στο μέχρι τώρα, το πιο τρυφερό κομμάτι της παιδικής ηλικίας, έτσι έχω πορευτεί. Ειδικά το διάστημα με τις πρόβες για τη Μήδεια, μπορεί το μεσημέρι να ήμουν με τη μικρή και να παίζουμε και το απόγευμα να παίζω τον Κρέοντα που δεν μπορεί να ακούσει τη λέξη όχι, δεν το αντιλαμβάνεται ότι μπορεί κάποιος να του αντιμιλήσει, διαλύει τον άλλον με ένα βλέμμα, άντρες, γυναίκες.
Είναι πολύ σημαντική αυτή η μικρή -ως τώρα- κοινή διαδρομή που αναφέρεις με το παιδί σου. Εσένα πώς σε καθόρισαν οι γονείς σου;
Είχα την τύχη να πάρω πολλή αγάπη στην παιδική ηλικία. Πήρα την εξωστρέφεια του πατέρα μου, που ήταν άνθρωπος του γλεντιού, θεωρούσε τη ζωή μια ωραία περιπέτεια. Από τη μητέρα μου πήρα κάτι το συντηρητικό, που ενέχει όμως το νοιάξιμο, το χάδι, την καθημερινή φροντίδα. Υπάρχει ο οίκος, υπάρχει και ο κόσμος, Πήρα εργαλεία ζωής και ενσυναίσθησης από τους γονείς μου και με αυτά κινούμαι. Ψυχικός είναι ο τρόπος με τον οποίο μπαίνω στα πράγματα, όχι η λογική. Δεν υπάρχει πλάνο.
Η ιστορία της Μήδειας είναι μία ιστορία εκδίκησης, μία σύγκρουση κόσμων, μία σύγκρουση του ανυπόταχτου με το οργανωμένο;
Όλα αυτά που λες είναι μία μήτρα που είναι το ίδιο το αρχαίο δράμα. Διαλέγεις από ποιο δρόμο θα μπεις και τι θα σχολιάσεις. Υπάρχει μία συνεχής αντίφαση ακόμη και στη δημιουργική διαδικασία ενός ανεβάσματος. Για παράδειγμα, εγώ που οφείλω να υποδυθώ έναν ογκόλιθο επιβολής, ακούω τα λόγια της Μήδειας ή βλέπω μία άλλη σκηνή στο έργο και δακρύζω. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι ο μύθος της Μήδειας αφορά αυτό το ένα πράγμα. Ίσως να μπορώ να σου απαντήσω αφού ολοκληρωθούν οι παραστάσεις. Τώρα είναι κάτι που βράζει, ένα ηφαίστειο, εγκυμονεί μία έκρηξη. Είναι πραγματικά ηφαιστειογενές έργο η Μήδεια. Το φινάλε έχει κάτι το μεγαλειώδες, το ποιητικό: η Μήδεια ανεβαίνει στο άρμα του Ήλιου και φεύγει στον ουρανό. Σαν να μην αντέχει η γη αυτό το βάρος, σαν να το εκτινάσσει από το σώμα της και να λέει στη Μήδεια, «Σε αυτή τη γη δεν χωράς, φύγε στο διάστημα».
Η Μήδεια του Φρανκ Κάστορφ παρουσιάζεται στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 21 και 22 Ιουλίου.