Ο Βασίλης Ζούλιας είναι ο Έλληνας σχεδιαστής που έχει δει τα ρούχα του μέχρι και στο red carpet των Golden Globes. Mπορείτε να διαβάσετε το σχετικό άρθρο ΕΔΩ.

Η ζωή του σχεδιαστή ήταν λαμπερή ενώ ταυτόχρονα πολυτάραχη και όπως σημειώνει ο εκδοτικός οίκος Διόπτρα που κυκλοφορεί σήμερα το νέο βιβλίο με τη βιογραφία του γραμμένη από τη Ρέα Βιτάλη την περιγράφει ως “Μια ιστορία από τα 80s. Μια ζωή γεμάτη γκλάμουρ, μόδα και πολιτική. Μια ζωή χαρισμένη στα ναρκωτικά.”

Το βιβλίο έχει τίτλο “Το παλτό μου, μαμά” και πως θα μπορούσε άλλωστε να λείπει η μεγάλη ηρωίδα της ζωής του σχεδιαστή που δεν είναι άλλη από τη μητέρα του. Για την αγάπη που της έχει μπορείς να διαβάσεις το σχετικό άρθρο ΕΔΩ.

Ο ίδιος ο σχεδιαστής ανέβασε το εξώφυλλο του βιβλίου στο instagram του και σχολίασε σχετικά: Η ζωη μου σε βιβλίο…η μισή τουλάχιστον…που έκανε για δέκα…από τα χέρια της φίλης μου @reavitali που νόμιζε ότι με ήξερε καλά…Ταξίδεψε μαζί μου από την γέννηση μου στα 60s μέχρι το βρωμικο 88 και λίγο παρακάτω…όσοι ξέρετε την ιστορία με το παλτο θα καταλάβατε και τον τίτλο…Το παιδάκι στο εξώφυλλο είμαι εγώ σήμερα…επιτέλους έφτασα πάλι εκεί.

Στο επίσημο site των εκδόσεων Διόπτρα διαβάσαμε τα εξής για το πράσινο βιβλίο που θα διαβάσουμε άμεσα:

Τον συμπόνεσα τον Βασίλη «μου». Γεννήθηκε τη δεκαετία του ΄60. Στάθηκα μέσα του από τη γέννησή του. Είδα την απουσιοπαρουσία του πατέρα του να σκάβει έλλειψη και η έλλειψη να γραπώνεται από εξάρτηση. Κάποτε έγινε ναρκομανής. Τον είδα να πονάει, να αγωνιά, να αναζητά, να εκπλιπαρεί, να χαμηλώνει, να ψευτοψηλώνει, να πέφτει, να τσακίζεται, να εξευτελίζεται, να δικάζεται, να αντέχει και να μην αντέχει. Δεν άφησε συναίσθημα να μην το γευτεί.

Είδα ούτε ξέρω πόσες απόπειρες αυτοκτονίας του μέχρι εκείνη, τη σημαδιακή, που πέρασε στις εφημερίδες της εποχής. Χώθηκα μαζί του στο ασθενοφόρο, δίπλα στη μάνα του που κρατούσε στα χέρια της ένα πανάκριβο παλτό, με γούνα από κάστορα στον γιακά του. Ο Βασίλης-Βασιλάκης, ειδική περίπτωση. Όσο τσαλακωμένα τα μέσα του τόσο ατσαλάκωτος παρουσιαζόταν. Η επιτομή του στιλ. Τον μελέτησα γυμνό αλλά και με την πανοπλία του. Δεν είναι αθώα υπόθεση τα ρούχα των ανθρώπων.

Είδα και την εποχή του. Είδα την Αθήνα της αντιπαροχής, την Ερμού να παραδίδει τα σκήπτρα στο Κολωνάκι. Περπάτησα την πλατεία του, αγόρασα Lacoste, πέρασα και από του Μπίλι Μπο για να χαζέψω τη γοητεία του. Είδα και τη Μύκονο ως εναλλακτικό νησί, όπου το πλοίο παρέδιδε τον κόσμο σε λάντζα και οι λίγοι τουρίστες κοιμόντουσαν σε ταράτσες. Έζησα μαζί του την Αλλαγή, τον πράσινο ήλιο του ΠΑΣΟΚ, είδα και τον Κουτσόγιωργα να πεθαίνει. Αυριανισμό, αυτοκρατορία Κοσκωτά. Ξεφύλλισα το Κλικ. Έφτασα μέχρι τις χαρές! Πήραμε την Ολυμπιάδα!

Ο Βασίλης-Βασιλάκης άκουσε τα νέα στο κρατητήριο της Ασφάλειας. Αλλά κι εμείς, τώρα που το σκέφτομαι, μπήκαμε σε ένα «κελί». Τζούφιας ευημερίας, ακοπίαστης. Εν δυνάμει «ναρκομανείς». Εξαρτημένοι της κατανάλωσης. Δίπλα στον Βασίλη…

Mπορείς να το βρεις ΕΔΩ

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below