Μία από τις επιλογές που έχει στη διάθεσή του ένας χρήστης του Facebook είναι αυτή της live μετάδοσης. Πολλοί ψηφιακοί φίλοι μου κάποια στιγμή άρχισαν να στέλνουν ειδοποιήσεις ότι αναμεταδίδουν ζωντανά αυτό που έκαναν τη δεδομένη στιγμή και για κάποιο λόγο που είμαι σίγουρη ότι θα ενδιέφερε ιδιαίτερα τον Καρλ Γιουνγκ, νιώθουν ότι είναι άξιο λόγου για να το μοιραστούν με τον κόσμο. Στην αρχή το έβρισκα εξαιρετικά γελοίο – κατανοώ το να μεταδώσεις ζωντανά μια ληστεία στην τράπεζα όπου έχεις πάει να πληρώσεις τη ΔΕΗ, ή αν δεις στον δρόμο ένα παγόνι πάνω σε ποδήλατο, αλλά το γεγονός ότι κάποιος πήγε σε πιάνο-μπαρ και, ω του θαύματος, κάποιος κάθισε στο πιάνο και, αν είναι δυνατόν, άρχισε να τραγουδά το ακουστικό ισοδύναμο των βαρβιτουρικών δεν είναι ακριβώς υλικό για έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Εκλεινα σχεδόν ενοχλημένη την ειδοποίηση που πεταγόταν στην οθόνη μου, μέχρι που αντιλήφθηκα ότι κατά κάποιον τρόπο μου έδιναν μια μικρή χαρά. Τη χαρά ότι δεν ήμουν εκεί.

Διότι για ανθρώπους σαν εμένα η προοπτική μιας βραδιάς στον καναπέ με τον αγαπημένο μου στα αριστερά, μια πίτσα στα δεξιά και ανελέητο Netfix στην ευθεία είναι ωραία, γίνεται όμως ακόμα καλύτερη όταν σκέφτομαι ότι αντί γι’ αυτό θα μπορούσα τώρα να βρίσκομαι κάπου αλλού. Π.χ. σε ένα νυχτερινό κέντρο, σφηνωμένη σαν τουβλάκι tetris μεταξύ καρέκλας και τραπεζιού, ανάμεσα σε 1.500 άτομα που μιλούν ταυτόχρονα. Ή σε μία συναυλία ενός όχι αγαπημένου μου καλλιτέχνη, απ’ όπου για να φύγω θα έπρεπε να περπατήσω για κανένα 40λεπτο ανάμεσα σε πυκνό πλήθος βραδύποδων. Ή σε μια TEDx ομιλία, όπου κάποιος αεριτζής που βαριέμαι θανατηφόρα στην κανονική ζωή διηγείται τα μυστικά της επαγγελματικής του ημι-επιτυχίας που του επιτρέπει σχεδόν να βγάζει νοίκι και σούπερ μάρκετ κάνοντας άλλες δύο δουλειές.

Ασφαλώς αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το κοινωνικό άγχος της εποχής που λέγεται FOMO (Fear Of Missing Out), ήτοι τον φόβο να μη χάσεις το τι συμβαίνει και κατά συνέπεια μείνεις έξω από το λεωφορείο της εξέλιξης που πηγαίνει την ανθρωπότητα προς την κοινωνικοποίηση και το μέλλον, καταδικασμένος να ζήσεις ως μοναχικό κοινωνικό απολίθωμα. Ο φόβος του να μείνεις έξω από τα πράγματα δεν είναι καινούριο ανθρώπινο κουσούρι, αλλά ενισχύθηκε υπερβολικά από την τεχνολογία, και ιδιαίτερα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – ποτέ άλλοτε δεν ήμασταν τόσο καλά πληροφορημένοι (και δη με την πλέον ωραιοποιημένη εκδοχή) για το τι κάνουν οι άλλοι και εμείς όχι. Γεγονός που για να «μείνεις μέσα στα πράγματα» βοηθάει κάπως, διότι τουλάχιστον ξέρεις, έστω και πληροφοριακά, τι στο καλό είναι αυτά τα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα για το κοινωνικό άγχος ότι ορίστε, οι άλλοι κάνουν ζωάρα κι εγώ μιλάω με το γάτο μου, δεν είναι ακριβώς θεραπεία. Οπως όμως ήταν επόμενο, ήρθε ένας νεολογισμός-αντίμετρο στο FOMO για όλους εκείνους που χάνουν αυτοβούλως το λεωφορείο και τα «πράγματα». Λέγεται JOMO (Joy Of Missing Out) και συνοψίζει το πώς αισθάνομαι για τις ομιλίες αεριτζήδων στο TEDx.

Η δημοσιογράφος Christina Crook εμπνεύστηκε από τον όρο, έκοψε την online τεχνολογία για έναν μήνα και έγραψε σχετικό βιβλίο («The Joy of Missing Out: Finding balance in a Wired World»), όπου πραγματεύεται τα θετικά του να αποσυνδέεσαι -έστω και για λίγο- από την οθόνη και το Internet. Σύμφωνοι, είναι βιβλίο αυτοβοήθειας και, ακόμα πιο σύμφωνοι, η ίδια δίνει εμψυχωτικές ομιλίες που στα κυνικά μου μάτια είναι η πεμπτουσία του κοπανιστού αέρα, αλλά ως ιδέα δεν είναι κακή. Η σύλληψη του JΟMO αρχικά είχε να κάνει με ένα είδος αποτοξίνωσης από το net και επανεκτίμησης της σχέσης μας μαζί του, μπας και καταφέρουμε να νιώθουμε ήρεμοι και ευτυχισμένοι σαν άνθρωποι των σπηλαίων, δηλαδή ακόμα και εκεί που δεν υπάρχει WI-FI. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο ακούγεται, δεδομένου ότι το Internet μπορεί να γίνει εθιστικό, όπως αποδεικνύουν έρευνες, gamers που παίζουν παιχνίδια online ολόκληρα μερόνυχτα και γυναίκες που βάζουν ξυπνητήρι για να τσεκάρουν τα likes στη φωτογραφία προφίλ τους, γιατί όπως όλοι ξέρουμε αυτό έχει τεράστιο αντίκρισμα στην πραγματική ζωή. Επιπλέον, όπως γράφτηκε, το Internet λειτουργεί ως εγκεφαλικό σύστημα παρεμβολών: καταλαμβάνει την προσοχή μας και την κατευθύνει όπου να ’ναι. Το να βγεις offline για μέρες ολόκληρες είναι μια καλή άσκηση, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να σε κάνει να νιώσεις όπως ο Τζορτζ Κλούνεϊ στο «Gravity», και συγκεκριμένα εκεί που μένει να αιωρείται ολομόναχος στο Διάστημα.

Γι’ αυτό, μια λύση είναι το επιλεκτικό offline, όπως πρότεινε ο μπλόγκερ και συγγραφέας Anil Dash, ήδη από το 2012. Διότι το JOMO δεν είναι μόνο η χαρά του να μην είσαι εκεί όπου κάποιες αμυδρά γνωστές σου πίνουν ποτάρες σε κάποιο παλαιο-χίπστερ μπαρ ποστάροντας χαρούμενες φωτογραφίες με φίλτρο καφετιέρας. Ούτε το να απορρίπτεις με ευχαρίστηση εκδηλώσεις στις οποίες είσαι ψηφιακά καλεσμένος (αυτή τη στιγμή οι πιο άκυρες δικές μου περιλαμβάνουν ένα ικαριώτικο μπαζάρ και εορτασμό τετραετίας ενός πράγματος που λέγεται «Χιπ Χοπ Καφενές» και οι πιο βαρετές παρουσιάσεις φρικτών παιδικών βιβλίων και sets ημιάνεργων DJs). Το είδος JOMO, που ίσως έχει την πιο εύκολη και αποτελεσματική εφαρμογή, είναι το να επιλέγεις πότε και πώς «να χρησιμοποιείς το Internet. To offline στην προσωπική ζωή είναι μια καλή εφαρμογή, ειδικά αν επαγγελματικά είναι πρακτικά αδύνατον να το επιχειρήσεις και οι συνεργάτες σου μπορεί να μην εκτιμήσουν την ξαφνική άρνησή σου να διαβάσεις τα mail τους. Στον προσωπικό χρόνο, όμως, δεν είναι υποχρεωτικό να είσαι συνδεδεμένος με τους συμμαθητές σου στο Δημοτικό, τη θεία σου στον Καναδά ή μια παλιά αντιπαθητική συνάδελφο – δεν είναι υποχρεωτικό να είσαι συνδεδεμένος με κανέναν. Και στην πραγματικότητα, το να κάνεις check in στο μπαρ που βρίσκεσαι ή το να φωτογραφίσεις το ποτό σου δεν ενδιαφέρει απολύτως κανέναν – και αντίθετα με ό,τι νομίζουν πολλοί, δεν γίνεσαι influencer επειδή ο ίδιος θεωρείς την ύπαρξή σου διαφημιστικά ενδιαφέρουσα. Το JOMO υπενθυμίζει ότι υπάρχει και η χαρά του να μείνεις απέξω με το να μη σου καίγεται καρφάκι για τα social media, τις ζωές και τη γνώμη ουσιαστικά αγνώστων ανθρώπων. Η χαρά του να επισκεφθείς ένα ωραίο εστιατόριο και να απολαύσεις το φαγητό σου χωρίς τον γκασμά του Instagram και των likes. Η χαρά του να έχεις προσωπικό χρόνο χωρίς το στρες και τον θόρυβο των άλλων. Αυτή η ευχαρίστηση του να μείνεις έξω από τα πράγματα των άλλων, και έστω και για λίγο μέσα στα δικά σου, που έχουν το καλύτερο φίλτρο όλων: αυτό της πραγματικής εμπειρίας.

 

 

 

Advertisement - Continue Reading Below
Advertisement - Continue Reading Below